Επαναπροσέγγιση του εθισμού ως χρόνιας νόσου

Επαναπροσέγγιση του εθισμού ως χρόνιας νόσου

Ο σκεπτικισμός μέρους της ιατρικής κοινότητας για την κατηγοριοποίησή του ως ασθένειας του εγκεφάλου και οι νέες οπτικές

επαναπροσέγγιση-του-εθισμού-ως-χρόνι-563240215

Το μήνυμα στο τζάμι ενός διαδρόμου στο αεροδρόμιο του Μπέρλινγκτον, στο Βερμόντ, διαφέρει από τις τυπικές τουριστικές αφίσες και τις πινακίδες καλωσορίσματος: «Ο εθισμός δεν είναι επιλογή. Είναι μια ασθένεια που μπορεί να συμβεί στον καθέναν». Αποτελεί μέρος μιας καμπάνιας σε μια κοινότητα που πλήττεται από τη χρήση ναρκωτικών, και έχει στόχο να μειώσει το στίγμα και να ενθαρρύνει την αναζήτηση θεραπείας.

Για χρόνια, η ιατρική κοινότητα έχει κατηγοριοποιήσει τον εθισμό ως χρόνια νόσο του εγκεφάλου. Ομως η έννοια αυτή έχει συχνά αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό από την κοινή γνώμη επειδή, σε αντίθεση με άλλες ασθένειες, παίζει ρόλο η προσωπική επιλογή τόσο στην έναρξη όσο και στη διακοπή της χρήσης. Η πεποίθηση ότι οι χρήστες ευθύνονται για την κατάστασή τους έχει κερδίσει έδαφος, οδηγώντας σε πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην επιβολή αυστηρότερων ποινών για την κατοχή ναρκωτικών και στη μείωση της χρηματοδότησης των προγραμμάτων ανταλλαγής συρίγγων.

Σήμερα όμως ακόμη και μέλη των θεραπευτικών και επιστημονικών κοινοτήτων επανεξετάζουν τον εθισμό ως χρόνια νόσο του εγκεφάλου. Τον Ιούλιο, ερευνητές συμπεριφοράς εξέφρασαν σε άρθρο τους την αντίθεσή τους σε αυτή την κατηγοριοποίηση, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να είναι αντιπαραγωγική για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους.

«Δεν νομίζω ότι είναι ωφέλιμο να χαρακτηρίζουμε τους χρήστες ως χρόνια πάσχοντες και επομένως ανίκανους να αλλάξουν», λέει η Κίρστεν Ε. Σμιθ, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς και συγγραφέας του άρθρου, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Psychopharmacology». «Τι ελπίδα μάς απομένει τότε; Ο εγκέφαλος είναι εξαιρετικά δυναμικός, όπως και το περιβάλλον μας».

Οι πρόσφατες επικρίσεις των επιστημόνων πηγάζουν από μια επείγουσα ανησυχία: παρά τον μακροχρόνιο χαρακτηρισμό του εθισμού ως ασθένειας, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, καθιστώντας την πιο επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία. Κανείς δεν ζητάει την πλήρη κατάργηση του μοντέλου της νόσου. Λίγοι θα διαφωνούσαν ότι η συνεχής χρήση διεγερτικών, όπως η μεθαμφεταμίνη, και οπιοειδών, όπως η φαιντανύλη, έχει επιβλαβή επίδραση στον εγκέφαλο.

Κάποιοι επιστήμονες ωστόσο υποστηρίζουν ότι η εστίαση αποκλειστικά στο μοντέλο της νόσου του εγκεφάλου δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τους κοινωνικούς και γενετικούς παράγοντες. Στην πρόσφατη δημοσίευσή τους οι ερευνητές υποστήριξαν ότι αντί να εστιάζει στη μόνιμη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, ο ορισμός του εθισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει τα κίνητρα που οδηγούν ένα άτομο στη χρήση ουσιών.

Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αυτή η εστίαση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη της κοινωνικούς και γενετικούς παράγοντες.

Αυτή η επιλογή, όπως λένε, συχνά σχετίζεται με την αναζήτηση διαφυγής από δύσκολες καταστάσεις, όπως ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον, μη διαγνωσμένες ψυχικές ή μαθησιακές διαταραχές, εκφοβισμός ή μοναξιά. Και ένα ιστορικό εθισμού στην οικογένεια μπορεί να αυξήσει περαιτέρω την πιθανότητα χρήσης ουσιών.

Με τη βοήθεια φαρμάκων που μειώνουν την επιθυμία για οπιοειδή, οι θεραπευτές θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ασθενείς να εντοπίσουν τους λόγους που τους οδήγησαν στη χρήση ναρκωτικών και στη συνέχεια να τους ενθαρρύνουν να κάνουν επιλογές που οδηγούν σε ουσιαστικές, διαρκείς ανταμοιβές.

Σε μια δημοσίευση του 2021 στο περιοδικό Neuropsychopharmacology ο δρ Μάρκους Χάιλιγκ, πρώην διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό, υπερασπίστηκε τη διάγνωση της εγκεφαλικής νόσου λέγοντας ότι τα στοιχεία έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς. Οπως αναγνωρίζει στη δημοσίευση όμως, «οι αναφορές στον εθισμό με μόνο επίκεντρο τον εγκέφαλο δεν λαμβάνουν ιστορικά επαρκώς υπόψη την επίδραση των κοινωνικών παραγόντων στις νευρωνικές διεργασίες που εμπλέκονται στην αναζήτηση και χρήση ναρκωτικών».

Στην κλινική πρακτική, ο ορισμός του «εθισμού» μεταβάλλεται συνεχώς. Ο Τζον Φ. Κέλι, ψυχολόγος και καθηγητής Ψυχιατρικής του Εθισμού στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, ορίζει τον εθισμό ως «μια σοβαρή διαταραχή χρήσης ουσιών που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές στον προμετωπιαίο φλοιό, καθώς και σε βαθύτερες περιοχές του εγκεφάλου» που ρυθμίζουν το συναίσθημα και τη συμπεριφορά.

Αλλά μόνο μια μικρή μειοψηφία πληροί αυτά τα κριτήρια, λέει. «Και ακόμη και σε αυτή την κατηγορία υπάρχουν πολύ διαφορετικοί βαθμοί εξασθένησης που θα εμφανιστούν», προσθέτει ο Κέλι. Η γενετική μπορεί να αυξήσει τη σοβαρότητα της βλάβης. Το παρομοίασε με την επιβίβαση σε ένα τρένο που κινείται με μεγάλη ταχύτητα. «Ξεκινάει σαν μια συναρπαστική διαδρομή, αλλά κάποια στιγμή βγαίνει εκτός ελέγχου και εκτροχιάζεται. Το θέμα είναι πότε μπορεί κανείς να τραβήξει το φρένο εκτάκτου ανάγκης και να κατέβει», λέει, σημειώνοντας ότι κάποιοι χρήστες δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία να το κάνουν πριν να είναι πολύ αργά.

Αυτή η στιγμή, λέει ο Κέλι, διαφέρει για κάθε άτομο: «Οι άνθρωποι αλλάζουν μόνον όταν υπάρχουν αρνητικές συνέπειες, αλλά και όταν υπάρχει ελπίδα και αισιοδοξία ότι η αλλαγή είναι δυνατή, πιθανή και βιώσιμη».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT