Πολύ κοντά στο να καταλάβουν τη στρατηγικής σημασίας πόλη Βούλενταρ, στην ανατολική Ουκρανία, βρισκόταν χθες ο ρωσικός στρατός, ύστερα από πολύμηνες φονικές μάχες γύρω από αυτό το βαριά θωρακισμένο οχυρό, που είχε αναδειχθεί σε σύμβολο της ουκρανικής αντίστασης. Oπως ανέφερε ο Βαντίμ Φιλάσκιν, περιφερειάρχης της ουκρανικής επαρχίας Ντονέτσκ, στην οποία υπάγεται το Βούλενταρ, τα ρωσικά στρατεύματα είχαν φτάσει, χθες το απόγευμα, στο κέντρο της πόλης και η κατάσταση διαγραφόταν «πολύ δυσχερής» για τους αμυνομένους. Βίντεο που αναρτήθηκαν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδειχναν Ρώσους στρατιώτες να υψώνουν τη σημαία τους σε πολυώροφα κτίρια που είχαν υποστεί καταστροφές από τους βομβαρδισμούς.
Το Βούλενταρ (για τους Ρώσους, Ούγκλενταρ) είναι μια βιομηχανική πόλη που χτίστηκε τη δεκαετία του 1960, επί Σοβιετικής Ενωσης, γύρω από δύο ανθρακωρυχεία που παραμένουν ενεργά, με μεγάλα κοιτάσματα άνθρακα. Η πόλη βρίσκεται σε ύψωμα, που εποπτεύει πολύ μεγάλες πεδινές εκτάσεις, επομένως όποιος το κατέχει μπορεί να επιφέρει με το πυροβολικό του σοβαρές καταστροφές στον εχθρό, σε μεγάλη ακτίνα γύρω από την πόλη. Από τους 14.000 κατοίκους που είχε το Βούλενταρ όταν ξεκινούσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, είχαν μείνει μέχρι πρόσφατα μόλις 107. Τη στρατηγική σημασία της πόλης αναδεικνύει το γεγονός ότι βρίσκεται στη διασταύρωση δύο μετώπων, του νοτίου και του ανατολικού. Η κατάληψή της θα δώσει τη δυνατότητα στους Ρώσους να επιταχύνουν τις επιχειρήσεις τους στο Ντονέτσκ, με στόχο τον έλεγχο ολόκληρης της επαρχίας –μιας από τις τέσσερις που έχουν προσαρτηθεί, θεωρητικά στη Ρωσική Ομοσπονδία– αλλά και στο νότιο μέτωπο της Ζαπορίζια. Οπως σημείωσε χθες ο Φιλάσκιν, μόλις 350.000 άνθρωποι κατοικούν πλέον στις υπό ουκρανικό έλεγχο περιοχές του Ντονέτσκ, ενώ ο αριθμός αυτός πριν από τη ρωσική εισβολή ανερχόταν σε 1,9 εκατομμύριο.
Να ανοίξει εκ νέου κανάλι επικοινωνίας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν θα επιχειρήσει ο Ολαφ Σολτς, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα Die Zeit.
Η προώθηση του ρωσικού στρατού στο ανατολικό μέτωπο του πολέμου κατά τους τελευταίους μήνες έχει εντείνει, στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της Ουκρανίας, τους προβληματισμούς για την πολιτική επίλυση της κρίσης. Χθεσινό δημοσίευμα της γερμανικής Die Zeit αναφέρει ότι ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς σκέφτεται να ανοίξει εκ νέου το κανάλι επικοινωνίας με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, τηλεφωνώντας του το αμέσως προσεχές διάστημα ενόψει της συνόδου κορυφής της ομάδας χωρών G20, η οποία θα πραγματοποιηθεί στη Βραζιλία, τον Νοέμβριο. Αν επιβεβαιωθεί η πληροφορία της εβδομαδιαίας εφημερίδας, θα πρόκειται για την πρώτη συνομιλία δυτικού ηγέτη με τον Πούτιν μετά τη ρωσική εισβολή. Η τελευταία συνάντηση του Σολτς με τον Ρώσο ηγέτη έγινε στο Κρεμλίνο, τον Φεβρουάριο του 2022, και η τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία τους τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Τον περασμένο μήνα, ο εκπρόσωπος της γερμανικής καγκελαρίας, Στέφεν Χέμπερστραϊτ, είχε δηλώσει ότι ο Σολτς θα τηλεφωνήσει στον Πούτιν «όποτε το θεωρήσει πρέπον», ενώ λίγο νωρίτερα ο Γερμανός ηγέτης είχε τονίσει ότι η κρίση στην Ουκρανία έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου οι διαπραγματεύσεις είναι πλέον απολύτως αναγκαίες.
Στις Βρυξέλλες, ο νέος γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε δήλωσε ότι η Συμμαχία θα συνεχίσει να υποστηρίζει στρατιωτικά την Ουκρανία, γιατί «το κόστος της υποστήριξής της είναι μικρότερο από εκείνο που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε αν αφήσουμε τον Πούτιν να επικρατήσει». Λίγες ώρες μετά την παράδοση της σκυτάλης από τον απερχόμενο Γενς Στόλτενμπεργκ, ο πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας εμφανίστηκε βέβαιος ότι δεν θα έχει πρόβλημα να συνεργαστεί με τον ηγέτη των ΗΠΑ όποιος και αν είναι ο διάδοχος του Τζο Μπάιντεν, είτε είναι η Κάμαλα Χάρις είτε ο Ντόναλντ Τραμπ. Σημαντική αύξηση, της τάξης του 25%, καταγράφουν οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας, όπως προκύπτει από τον νέο κρατικό προϋπολογισμό που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, πρόκειται για τον λιγότερο διαφανή προϋπολογισμό της Ρωσίας μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, καθώς περίπου το ένα τρίτο των δαπανών καλύπτεται από πέπλο μυστικότητας. Τα κονδύλια για την άμυνα αντιπροσωπεύουν το 32% των συνολικών δαπανών.