Η Τζόρτζια Μελόνι μπορεί να έχει πείσει το ευρωπαϊκό κατεστημένο ότι είναι ένα αξιοσέβαστο, ακόμη και μετριοπαθές πρόσωπο της εθνικιστικής Δεξιάς, αλλά η καταστολή των διαδηλώσεων στο εσωτερικό της χώρας ενισχύει τις ανησυχίες για την ολοένα και πιο αυταρχική διολίσθηση της Ιταλίας.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου η Κάτω Βουλή του ιταλικού Κοινοβουλίου ενέκρινε ένα νέο «νομοσχέδιο ασφαλείας», το οποίο υποτίθεται πως στοχεύει τους ακτιβιστές για το κλίμα, ποινικοποιώντας το κλείσιμο δρόμων και σιδηροδρόμων, με τους παραβάτες να αντιμετωπίζουν έως και δύο χρόνια φυλάκιση. Εάν εγκριθεί από τη Γερουσία τις επόμενες ημέρες, πολλοί υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά θα απαγορεύσει όλες τις διαμαρτυρίες στους δρόμους της Ιταλίας. Για την κυβέρνηση, η οποία έχει ήδη αυξήσει τις ποινές για την καταστροφή έργων τέχνης στις 60.000 ευρώ μετά τις διαμαρτυρίες για το κλίμα που είχαν στόχο τη Φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη και τη «Γέννηση της Αφροδίτης» του Μποτιτσέλι στη Φλωρεντία, το νέο νομοσχέδιο φαίνεται πως είναι ένας τρόπος να αποφευχθούν ανησυχητικές κινητοποιήσεις, όπως οι διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της συνόδου του G7 στο Τορίνο τον Απρίλιο, όπου οι συγκεντρωμένοι απέκλεισαν έναν αυτοκινητόδρομο και έβαλαν φωτιά σε φωτογραφίες των παγκόσμιων ηγετών.
Ωστόσο, οι περιορισμοί στην ειρηνική διαμαρτυρία που επιφέρει το νομοσχέδιο, το οποίο επίσης αυξάνει τις ποινές για όσους αντιστέκονται στην αστυνομία και παρατείνει την ποινή φυλάκισης έως και 8 χρόνια για τους κρατουμένους που συμμετέχουν σε δράσεις όπως οι απεργίες πείνας, οδήγησαν στο να χαρακτηριστεί νόμος «αντι-Γκάντι».
Ο υφυπουργός Εσωτερικών Νίκολα Μολτέν απέκρουσε πάντως τις επικρίσεις γι’ αυτή την κίνηση, δηλώνοντας στην αμερικανική πολιτική επιθεώρηση Politico ότι η κυβέρνηση της Μελόνι έχει εγγυηθεί το δικαίωμα στη διαμαρτυρία «περισσότερο από κάθε άλλη» στο πρόσφατο παρελθόν.
«Αυτή η κυβέρνηση ποτέ δεν αρνήθηκε την άδεια ή απαγόρευσε οποιαδήποτε διαμαρτυρία, εκτός εάν αυτή κινδύνευε να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη της χώρας μας», είπε, προσθέτοντας ότι το δικαίωμα στη διαμαρτυρία δεν πρέπει να εμποδίζει «τα δικαιώματα των άλλων να εργάζονται, να μετακινούνται, να έχουν υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Αυτό εισέρχεται σε μια σφαίρα παρανομίας που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή».
Αλλά καθώς η Μελόνι ετοιμάζεται για έναν δύσκολο χειμώνα, με έναν προϋπολογισμό που πρέπει να διαπραγματευθεί καθώς η Ευρώπη «σφίγγει τα λουριά», με σειρά από μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού να μπαίνουν συχνά εμπόδια στις πρωτοβουλίες της, ένα σεξουαλικό σκάνδαλο στο υπουργικό της συμβούλιο και μια ήττα στις περιφερειακές εκλογές, οι επικριτές της λένε ότι πλέον καταφεύγει σε ένα κλασικό κόλπο από το εγχειρίδιο της Δεξιάς – να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων με την αυταρχική επιβολή του νόμου και της τάξης.
«Αυτή η κυβέρνηση παρασύρεται προς μια κατασταλτική κατεύθυνση, περιορίζοντας την ειρηνική διαμαρτυρία και τη διαφωνία και σπρώχνοντας την Ιταλία σε μια πορεία εκτός της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σε μια δημοκρατία α λα Ορμπαν», δήλωσε η Λάουρα Μπολντρίνι, πρώην εκπρόσωπος και βουλευτής του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Μελόνι μετά την ανάληψη της εξουσίας το 2022 στόχευε τα παράνομα ρέιβ πάρτι, τιμωρώντας τους διοργανωτές με ποινή φυλάκισης έως και έξι έτη.
Εκτοτε η κυβέρνηση διευκόλυνε τη φυλάκιση εφήβων, εγκύων και μητέρων με νεογέννητα, εισήγαγε την αυτόματη κράτηση για τους μετανάστες και περιόρισε τα αναπαραγωγικά και ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, επιτρέποντας σε οργανώσεις «υπέρ της ζωής» να εισέρχονται σε κλινικές αμβλώσεων, απαγορεύοντας την παρένθετη μητρότητα και αρνούμενη πιστοποιητικά γέννησης για τα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων.