Χωρίς όριο χρηματοδότηση των πολιτικών στις ΗΠΑ

Χωρίς όριο χρηματοδότηση των πολιτικών στις ΗΠΑ

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την περασμένη Τετάρτη, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκανε άλλο ένα βήμα στον δρόμο για την κατάργηση των ορίων αναφορικά με τη χρηματοδότηση των υποψηφίων στις αμερικανικές εκλογές. Η απόφαση ελήφθη λίγο πριν από το ξεκίνημα της προεκλογικής περιόδου για τις «ενδιάμεσες εκλογές» της 4ης Νοεμβρίου του 2014.

Με οριακή πλειοψηφία 5-4, τα συντηρητικά μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατάργησαν το ισχύον, δεκαετίες τώρα, όριο αναφορικά με το ποσό που κάθε ιδιώτης μπορεί να δωρίσει σε υποψηφίους στη διάρκεια μιας διετίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο αίρεται ένας περιορισμός που είχε θεσπιστεί τη δεκαετία του 1970, την επαύριο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ.

Με την ίδια πλειοψηφία, 5-4, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αναιρέσει, το 2010, τα όρια στη χρηματοδότηση υποψηφίων από ιδιωτικές εταιρείες, ενώσεις πολιτικών και εργατικά συνδικάτα. Η πολύκροτη εκείνη απόφαση του ανώτατου δικαστικού θεσμού ακύρωσε τη διακομματικής αποδοχής μεταρρύθμιση της εκλογικής νομοθεσίας, που θεσπίστηκε το 2002 με νόμο, τον οποίο εισηγήθηκαν ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον Μακέιν και ο Δημοκρατικός συνάδελφός του Ρας Φάινγκολντ.

Το σκεπτικό της απόφασης εκτείνεται σε 88 σελίδες και υποστηρίζει πως οι μέχρι χθες ισχύοντες περιορισμοί παραβιάζουν την Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος. Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου τρέφει βαθιά καχυποψία έναντι των όποιων κυβερνητικών παρεμβάσεων στην πολιτική διαδικασία. Οι επικριτές της απόφασης υποστηρίζουν ότι ωφελημένοι από αυτή θα βγουν οι μεγάλοι χρηματοδότες με ισχυρή πολιτική επιρροή, οι πολιτικοί με πρόσβαση στο κεφάλαιο και το κομματικό κατεστημένο αμφοτέρων των πολιτικών παρατάξεων.

Εκφράζοντας το σκεπτικό της πλειοψηφίας, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τζον Ρόμπερτς υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει πιο θεμελιώδες δικαίωμα στη Δημοκρατία μας από το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή των πολιτικών ηγετών μας». Στον αντίποδα, ο δικαστής Στίβεν Μπρέγερ της μειοψηφίας κάνει λόγο για «ανησυχητική εξέλιξη», η οποία ανεβάζει το όριο της συνολικής χρηματοδότησης «πρακτικά, στο άπειρο» και προσθέτει: «Αν η απόφαση του 2010 άνοιξε την πόρτα στους μεγάλους χρηματοδότες, η σημερινή απόφαση ανοίγει διάπλατα τα τείχη». Μέχρι τώρα, κάθε ιδιώτης μπορούσε να προσφέρει μέχρι και 48.600 δολάρια σε κάθε εκλογική περίοδο. Oσο για τις επιχειρήσεις και τα συνδικάτα, είχαν τη δυνατότητα να υπερβαίνουν τους όποιους νομοθετικούς φραγμούς μέσω των λεγόμενων Επιτροπών Πολιτικής Δράσης των δύο μεγάλων κομμάτων, για τις οποίες δεν υπάρχει πρακτικό όριο συγκέντρωσης χρημάτων.

Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι η πλειονότητα των πολιτών τάσσεται υπέρ της κυβερνητικής παρέμβασης για τη χαλιναγώγηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης των υποψηφίων. Υποστηρίζει, όμως, ότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην Πρώτη Τροπολογία, που προστατεύει την ελευθερία της γνώμης:

«Το πολιτικό χρήμα μπορεί να είναι απωθητικό για πολλούς, αλλά το ίδιο ισχύει για πολλά πράγματα που προστατεύονται από την Πρώτη Τροπολογία. Αν αυτή προστατεύει το κάψιμο της αμερικανικής σημαίας, τις διαδηλώσεις στις κηδείες και τις παρελάσεις οπαδών των ναζί –παρότι τέτοιου είδους θεάματα προσβάλλουν βάναυσα την κοινή γνώμη–, τότε οπωσδήποτε προστατεύει και τις προεκλογικές εκστρατείες».

Ωστόσο, ο δικαστής Μπρέγερ σημειώνει ότι αυτή η ανάλυση είναι πολύ στενή. «Η καταπολέμηση της διαφθοράς, το κίνητρο που οδηγεί το Κογκρέσο να θέτει περιορισμούς στη χρηματοδότηση των πολιτικών, αφορά το δημόσιο συμφέρον σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από εκείνη που αναγνωρίζει η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Oπου το χρήμα δίνει τον τόνο, το γενικό συμφέρον δεν θα ακούγεται». Επιπλέον, ο ανώτατος δικαστικός εκφράζει απαισιοδοξία για τον βαθμό εφαρμογής ακόμη και εκείνων των ορίων που συνεχίζουν να προβλέπονται από τη νομοθεσία. «Η απόφαση αυτή δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην επιρροή που στηρίζεται στην κοινή γνώμη και σε εκείνη που εξαγοράζεται με το χρήμα και μόνο. Τέλος, ανοίγει μεγάλα “παράθυρα” στη νομοθεσία και υπονομεύει, αν δεν κονιορτοποιεί, ό,τι έχει απομείνει αναφορικά ως προς τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος».

Δυσαρέσκεια από τον Ομπάμα

Τη «δυσαρέσκεια» του Μπαράκ Ομπάμα για την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου εξέφρασε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζος Eρνεστ, προσθέτοντας ότι υπονομεύει τη νομοθεσία για τη χρηματοδότηση των πολιτικών. Ο Αμερικανός ηγέτης πληροφορήθηκε την απόφαση στο προεδρικό αεροπλάνο που τον μετέφερε στο Μίτσιγκαν, όπου επρόκειτο να υποστηρίξει την απόφασή του για αύξηση του ελάχιστου, ομοσπονδιακού μισθού. Στο ίδιο μήκος κύματος, η επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, δήλωσε ότι «το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να ανοίξει τις πόρτες για την εισροή περισσότερου χρήματος στην πολιτική μας ζωή».

Αντίθετος με την απόφαση εμφανίστηκε και ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον Μακέιν, εκ των αρχιτεκτόνων της περιοριστικής νομοθεσίας, την οποία ανέτρεψε το Ανώτατο Δικαστήριο. Αντίθετα, οι ηγέτες των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο χαιρέτισαν την απόφαση. Με άρθρο του στο περιοδικό ΤΙΜΕ, ο Μπράντλι Σμιθ, πρόεδρος του Κέντρου για την Πολιτικό Αγώνα, έκανε λόγο για «νίκη της ελευθερίας απέναντι στην τυραννία».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή