Η πολιτική της αποσταλινοποίησης

Η πολιτική της αποσταλινοποίησης

7' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως κάθε κοινωνικό σύστημα, έτσι και το σοβιετικό ήταν υποχρεωμένο να επιδιώκει τη νομιμοποίησή του. Βέβαια, η αναζήτηση της κομμουνιστικής νομιμοποίησης δεν γινόταν με τους τρόπους της Δύσης, δηλαδή μέσω κάποιου συστήματος αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και εκλογών. Η βάση της ήταν, πρώτιστα, η επίκληση μιας «επιστημονικής» πολιτικοκοινωνικής θεωρίας και συγκεκριμένα μιας εκδοχής του μαρξισμού. Σε τελική ανάλυση, εάν ισχυρίζεσαι ότι κατέχεις την «αντικειμενική» αλήθεια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποβάλεις τις αποφάσεις σου στην κρίση της πλειοψηφίας. Και ας μην παραβλέπεται η ελκυστικότητα, το 1945, της επίκλησης μιας τέτοιας «αντικειμενικής» αλήθειας, σε κοινωνίες που είχαν περάσει από τις αβεβαιότητες των δύο παγκοσμίων πολέμων και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, το σοβιετικό καθεστώς αντλούσε νομιμοποίηση και με άλλους τρόπους.

Εως το 1953, ο Ιωσήφ Στάλιν ευθυνόταν για τρομερές ακρότητες, ακόμη και για την αδιακρίτως ασκηθείσα (συχνά, ανεξήγητη) βία εναντίον των ίδιων των μελών του Κόμματος. Ωστόσο, ήταν ένας από τους μεγάλους επαναστάτες του 20ού αιώνα, μια από τις καθοριστικές μορφές του 1917 και των τρομερών χρόνων που ακολούθησαν. Δημιουργός της σοβιετικής εκβιομηχάνισης (έστω και με τις τεράστιες παράπλευρες απώλειές της), νικητής του Χίτλερ, ένας μύθος της σύγχρονης ιστορίας, λατρευόταν με σχεδόν θρησκευτικό φανατισμό από εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Και εάν άλλα τόσα εκατομμύρια τον μισούσαν σαν διάβολο, και τούτο ακόμη έτεινε, για τους υποστηρικτές του, να υπογραμμίζει την ηγετική του λειτουργία. Το βιολογικό του τέλος, το 1953, ήγειρε μεγάλα ερωτήματα, αν μη τι άλλο γιατί το είδος του δεν υπήρχε πλέον. Οι διάδοχοί του –ο Γκ. Μαλένκοφ και ο Ν. Χρουστσόφ– δεν ήταν οι μεγάλοι επαναστάτες. Ηταν απλώς επιτυχημένοι γραφειοκράτες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την προσωποποιημένη εξουσία του προκατόχου τους. Οφειλαν, επομένως, να προσαρμόσουν τη σοβιετική εξουσία στα νέα δεδομένα. Αυτή ήταν η ουσία της σοβιετικής πολιτικής το 1953-55.

Στόχος ο τερματισμός της προσωπολατρίας

Παρά τη διαμάχη του πρωθυπουργού Μαλένκοφ και του κομματικού ηγέτη Χρουστσόφ (και είναι ενδεικτικό της φύσης του σοβιετικού καθεστώτος ότι πάντοτε ο ηγέτης του κόμματος, όχι της κυβέρνησης, επικρατούσε σε τέτοιες καταστάσεις), η μετασταλινική ηγεσία συνέκλινε σε μια βασική επιλογή: να ξεφύγει από την προσωπολατρία (την οποία αδυνατούσε η ίδια να εμπνεύσει) και να θεσμοποιήσει τη σοβιετική εξουσία. Από τη στιγμή που εξέλιπε ο μεγάλος και αναντικατάστατος ηγέτης, η νομιμοφροσύνη έπρεπε να μεταφερθεί στον κύριο θεσμό του σοβιετικού συστήματος, δηλαδή στο Κόμμα. Ασφαλώς, σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, μια τέτοιας κλίμακας μετάβαση ήταν μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Αλλά επιχειρήθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα: παραμερισμός της επίφοβης φιγούρας του Λαβρέντι Μπέρια τον Ιούνιο του 1953, ενίσχυση του ρόλου του Κόμματος, προβολή με περισσή υπερηφάνεια της ραγδαίας βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, ακόμη και ισχυρισμοί ότι η Σοβιετική Ενωση θα ξεπερνούσε στο οικονομικό επίπεδο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διαρκής και δημόσια έμφαση στην προσπάθεια για άνοδο του βιοτικού επιπέδου ήταν ουσιώδες τμήμα αυτής της αναζήτησης για μια νέου τύπου νομιμοποίηση.

Υπήρχαν, βέβαια, επώδυνες αντιφάσεις. Η υφή της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) δεν άλλαζε. Η μονόπλευρη και δογματική έμφαση στη βαριά βιομηχανία έμελλε να αποδειχθεί μακροπρόθεσμα καταστροφική. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Σοβιετική Ενωση αφιέρωνε τη μισή της παραγωγή στις επενδύσεις της βαριάς βιομηχανίας (συμπεριλαμβανομένης της αμυντικής), ενώ στις χώρες της Δύσης το αντίστοιχο ποσοστό ήταν κάτω του 30%. Αντίθετα, μόνον το 40% της σοβιετικής παραγωγής διοχετευόταν στην κατανάλωση, σε σύγκριση με ένα ποσοστό της τάξης των δύο τρίτων στη Δύση. Με άλλα λόγια, η σοβιετική βιομηχανική ανάπτυξη γινόταν μέσω της ηθελημένης συμπίεσης του βιοτικού επιπέδου των Σοβιετικών πολιτών, και η ταυτόχρονη επιδίωξη των δύο στόχων ήταν, απλούστατα, αδύνατη, παρά τις εξαγγελίες του καθεστώτος. Επιπλέον, το σοβιετικό σύστημα αδυνατούσε να δεχτεί ερεθίσματα από «τα κάτω», είτε επρόκειτο για πολιτικά μηνύματα είτε για τη διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού συστήματος κόστους και τιμών. Ειδικά το τελευταίο πρόβλημα θα αποδεικνυόταν, αργότερα, μοιραίο για το καθεστώς. Ωστόσο, παρά τις αντιφάσεις, η βασική στοχοθεσία ήταν σαφής: η ενίσχυση του βασικού θεσμού, του Κόμματος.

Στις αρχές του 1956, κατά το περίφημο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, η ροπή αυτή προσέλαβε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις.

Ρητή αποκήρυξη της σταλινικής μεθόδου διακυβέρνησης

Σε μια ομιλία –μυστική τότε, σήμερα πασίγνωστη– ο Χρουστσόφ έφθασε σε ανοικτή ρήξη με το παρελθόν. Με τη διακήρυξη ενός ανοίγματος στον «Τρίτο» Κόσμο αποστασιοποιήθηκε από τη σταλινική θεώρηση «δύο» αντίπαλων στρατοπέδων, εισάγοντας και ένα ακόμη στην κοσμοαντίληψη του Κρεμλίνου. Κυρίως όμως, προχώρησε σε μια ρητή αποκήρυξη της σταλινικής μεθόδου διακυβέρνησης, κάτι που ήταν έως τότε αδιανόητο. Αφησε άναυδο όλον τον κόσμο: μαθαίνοντας τα νέα για την ομιλία, ο διευθυντής της CIA αναρωτήθηκε αν ο Σοβιετικός ηγέτης «ήταν μεθυσμένος».

Η ομιλία Χρουστσόφ ήταν, πάντως, μια λογική κλιμάκωση της προσπάθειας για ενίσχυση της νομιμοποίησης του Κόμματος. Το βασικό της στοιχείο ήταν μια απόπειρα να παρασχεθούν διαβεβαιώσεις στα μέλη του Κόμματος ότι δεν επρόκειτο να αποτελέσουν ξανά τα θύματα μιας άλογης βίας από την κορυφή, όπως είχε συμβεί επανειλημμένα κατά την ηγεσία Στάλιν και ιδίως στα τελευταία της στάδια, όταν ακόμη και ηγετικά στελέχη μπορούσαν, από ένα καπρίτσιο του ηγέτη, να βρεθούν κατηγορούμενα για προδοσία και να εκτελεστούν. Στη νέα φάση, για να σταθεροποιηθεί το σύστημα, έπρεπε πρώτα από όλα να αισθανθούν ένα μίνιμουμ ασφάλειας τα στελέχη του: αυτό προσέφερε ο Χρουστσόφ με την πολιτική της αποσταλινοποίησης. Υπό μία έννοια, η όλη υπόθεση ήταν ενδεικτική των εξαιρετικά στενών ορίων της σοβιετικής εξουσίας ακόμη και στη μετασταλινική περίοδο: οι εγγυήσεις για μια σχετική ασφάλεια –δηλαδή τα στοιχειώδη δικαιώματα– δεν αναγνωρίζονταν στον Σοβιετικό πολίτη, αλλά αποκλειστικά στα μέλη του Κόμματος. Οπως το έθεσε μια ανάλυση του ΝΑΤΟ το καλοκαίρι του 1956: ο Χρουστσόφ «δίνει στο Κόμμα αυτό που ανήκει στην ανθρωπότητα». Ο Οργουελ το είχε πει πιο αιχμηρά: όλα τα ζώα στη φάρμα του ήταν ίσα, αλλά μερικά ήταν πιο ίσα από τα άλλα… Τώρα το σύστημα αυτό γινόταν και επίσημο. Το 1956 έγινε και τυπικά η μετάβαση του σοβιετικού συστήματος από τη μετεπαναστατική στη γραφειοκρατική φάση του.

Πάντως, θα ήταν λάθος να αγνοηθεί ότι, βραχυπρόθεσμα, ο Χρουστσόφ πέτυχε να ενισχύσει τη νομιμοποίηση του καθεστώτος. Ακόμη και οι Δυτικοί αναλυτές, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, τόνιζαν ότι –μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση– το καθεστώς διέθετε λαϊκή υποστήριξη. Ηταν, ασφαλώς, δύσκολο στους Δυτικούς να διαγνώσουν την ιδιότυπη νομιμοποίηση ενός τέτοιου πολιτεύματος σε μια τόσο αχανή χώρα. Αλλά δεν αμφέβαλαν: έως το 1953, η πυργώδης μορφή του Στάλιν και η ταχεία ανασυγκρότηση είχαν ενισχύσει την καθεστωτική σταθερότητα. Μετά το 1953, η μετακίνηση της νομιμοφροσύνης προς τον θεσμό –το Κόμμα– και η επίκληση της ραγδαίας βιομηχανικής ανάπτυξης είχαν ανάλογα αποτελέσματα. Η σύγχρονη βιβλιογραφία επιβεβαιώνει αυτήν την εικόνα. Μόνον αργότερα –όταν το σύστημα, μοιραία ίσως, οδηγήθηκε στην ακαμψία και στη στατικότητα– επλήγη η νομιμοποίησή του και επήλθε η κατάρρευση. Το 1956, όμως, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ ήταν μια επιτυχημένη πρωτοβουλία, η οποία σταθεροποίησε τη μετασταλινική σοβιετική εξουσία.

Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο τρόμος των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης

Στην Ανατολική Ευρώπη, οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις δεν διέθεταν νομιμοποίηση, και αντίθετα προσλαμβάνονταν από τους ίδιους τους λαούς τους ως προϊόντα επιβολής από τον Ερυθρό Στρατό.

Η ραγδαία κολεκτιβοποίηση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων (και η βίαιη παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων), η δογματικά επιβεβλημένη, μονόπλευρη και συχνά ασύμβατη με τις κοινωνικές ανάγκες εκβιομηχάνιση, η συνακόλουθη αγνόηση της αγροτικής παραγωγής, η απότομη διακοπή των σχέσεων (εμπορικών και άλλων) με τη Δύση είχαν επισωρεύσει τεράστια κοινωνικά προβλήματα. Το 1955, η παραγωγή τροφίμων βρισκόταν μόλις στα δύο τρίτα των προπολεμικών επιπέδων, και η σοβιετική πολιτική της αυτάρκειας άφηνε ελάχιστες εναλλακτικές λύσεις. Επιπλέον, τα προβλήματα αυτά προκαλούνταν από πολιτικές επιβεβλημένες από «έξω» ή από μια εξουσία που προσλαμβανόταν ως, περίπου, δωσιλογική – άλλωστε, υπουργός Αμυνας της Πολωνίας ήταν ένας Σοβιετικός στρατάρχης… Και το 1956 πλέον, οι ηγέτες της Ανατολικής Ευρώπης έβλεπαν με μεγάλη ανησυχία τον άρχοντα του Κρεμλίνου να επιβάλλει μια πολιτική (σχετικής έστω) χαλάρωσης του ελέγχου, η οποία μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλες παρεξηγήσεις στους καταπιεσμένους πληθυσμούς τους. Αυτό έμελλε να γίνει στην Πολωνία το καλοκαίρι και στην Ουγγαρία το φθινόπωρο.

Από τότε, ένα νέο πρόβλημα εμφανίστηκε στον σοβιετικό συνασπισμό: ο τρόμος των υπερσυντηρητικών και απονομιμοποιημένων ανατολικοευρωπαϊκών ηγεσιών για τα μεταρρυθμιστικά ξεσπάσματα του ίδιου του Κρεμλίνου! Ανατολικοευρωπαϊκός τρόμος που εμφανίζεται όχι μόνον στην εποχή του απρόβλεπτου Χρουστσόφ, αλλά ακόμη και στην εποχή του απόλυτου γραφειοκράτη Μπρέζνιεφ…

Τέλος, ένα παράπλευρο πρόβλημα ανέκυπτε στη σχέση της Μόσχας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας: ο Μάο ήταν ακριβώς ένας μεγάλος επαναστάτης, ο οποίος δύσκολα θα ανεχόταν την αποκαθήλωση ενός άλλου μεγάλου επαναστάτη από τους γραφειοκράτες που έλεγχαν πλέον το Κρεμλίνο.

Είναι λοιπόν περίπλοκη η αποτίμηση της πρωτοβουλίας του Χρουστσόφ: η πολιτική του, το 1956, αποδείχθηκε βραχυπρόθεσμα αποτελεσματική μέσα στη χώρα του. Αλλά άνοιγε νέα μέτωπα στην οιονεί αυτοκρατορική σφαίρα επιρροής της Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη, όπου δεν υπήρχαν εύκολες λύσεις. Ακόμη και μέσα στη Σοβιετική Ενωση, η πολιτική ήταν μακροπρόθεσμα ανεπαρκής, εξ ορισμού ανήμπορη να προσφέρει λύσεις για ένα κοινωνικό σύστημα που αποτελούσε πνευματικό προϊόν της εποχής του βιομηχανικού ιμάντα του 19ου αιώνα, και καθίστατο, όλο και περισσότερο, παρωχημένο με τους όρους του ύστερου 20ού αιώνα, όταν γινόταν ολοένα και πιο αναγκαία η ενισχυμένη πολιτική συμμετοχή, οι ευρύτεροι ορίζοντες και η διαφάνεια – μια λέξη που θα συνδεθεί (αλλά πολύ αργά) με τον τελευταίο διάδοχο του Χρουστσόφ και με τους επιθανάτιους σπασμούς ενός καθεστώτος, το οποίο αποδείχθηκε μονίμως ανήμπορο να αναγνωρίσει τις πραγματικότητες του κόσμου αντί των επιταγών του δόγματος και των στενών αναγκών των γραφειοκρατών του.

* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή