Αυταρέσκεια, ναρκισσισμός, ψυχανάλυση και… selfies

Αυταρέσκεια, ναρκισσισμός, ψυχανάλυση και… selfies

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν ο Νάρκισσος ναρκισσευόμενος; Μάλλον όχι. Σκεφτείτε τη διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνο το πανέμορφο αγόρι του μύθου, που απέκρουε όλες τις ερωτικές προτάσεις, και έναν άλλο ατυχή ήρωα από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου. Ο Ακταίων, δεινός κυνηγός, διαπίστωσε αμέσως ότι είχε μεταμορφωθεί σε ελάφι όταν είδε το κεφάλι του με κέρατα «καθρεφτισμένο σε ένα ρυάκι». Ο Νάρκισσος, όμως, όταν ερωτεύτηκε την αντανάκλασή του, μερικές γραμμές παρακάτω στο ποίημα του Οβίδιου, δεν αναγνώρισε τον εαυτό του. Και μάλιστα, αναπήδησε με φρίκη όταν τελικά κατάλαβε ότι ήταν το δικό του πρόσωπο που θαύμαζε στο νερό της λίμνης.

Ο Νάρκισσος, θα μπορούσαμε να πούμε, δεν σαγηνεύτηκε από ένα «selfie». Το καημένο το παιδί, που έγινε διαβόητο ως ένοχο αυτοθαυμασμού, μπορεί να κατηγορήθηκε άδικα τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια – παρότι σίγουρα είχε διαπράξει το αμάρτημα της υπερηφάνειας.

Το Λεξικό της Οξφόρδης ανακήρυξε τη selfie «λέξη της χρονιάς» για το 2013, υπογραμμίζοντας την εκρηκτική δημοτικότητα αυτού του καινοφανούς όρου για την αυτο-φωτογραφία, την οποία συνήθως παίρνει κανείς με smartphone και την αναρτά σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο. Οπως σημειώνουν δύο νέα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, η άνοδος αυτού του τρόπου αυτοπροβολής θεωρείται γενικά ως ένδειξη ανόδου του εγωκεντρισμού, της προσήλωσης στον εαυτό. Αν πράγματι υπάρχει τέτοια άνοδος, είναι πιθανότατα ένα νέο ξέσπασμα της επιδημίας ναρκισσισμού που είχαν διαγνώσει σχολιαστές τη δεκαετία του 1970 – τη «Me-Decade» όπως την είχε αποκαλέσει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τομ Γουλφ.

Στην «Αμερικανοποίηση του ναρκισσισμού», η Ελίζαμπεθ Λάνμπεκ, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλντ στο Νάσβιλ του Τενεσί, εξηγεί πώς ο ναρκισσισμός κατέληξε να γίνει η αγαπημένη διάγνωση των «ειδημόνων». Το 1979, όταν ο ιστορικός Christopher Lasch δημοσίευσε το βιβλίο «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού», πολλοί Αμερικανοί διανοούμενοι μιλούσαν ήδη τη γλώσσα της ψυχανάλυσης σαν να ήταν η μητρική τους. Υπήρχε ένα δεκτικό ακροατήριο για τη φροϋδική ιδέα ότι το καταπιεσμένο μίσος για τον εαυτό μπορούσε να οδηγήσει τα άτομα στην αυτο-απορρόφηση, την ψευδαίσθηση μεγαλείου και τη ρηχότητα, καθώς και για την ιδέα ότι αυτή η διαταραχή προσωπικότητας είχε την αντανάκλασή της στο πνεύμα μιας εποχής όπου κυριαρχούσαν η ευμάρεια, το παραχάιδεμα και ο ατομικισμός.

Καλό και κακό είδος

Για τον Σίγκμουντ Φρόιντ, υπήρχε ένα καλό είδος ναρκισσισμού, τουλάχιστον στο πρώιμο στάδιο της ζωής, και ένα κακό είδος. Η ναρκισσιστική παρόρμηση –με στόχο τη γαλούχηση του εαυτού– ήταν ένα συστατικό της υγιούς ανάπτυξης. Ο πρώιμος αυτός ναρκισσισμός μπορούσε όμως να λοξοδρομήσει, οδηγώντας σε υπερβολική αυταρέσκεια, και υποτίθεται ότι έπρεπε να τον ξεπεράσεις. Ενίοτε η φροϋδική εικόνα γινόταν συγκεχυμένη. Οι άρρενες ομοφυλόφιλοι, υποστήριζε ο Φρόιντ το 1910, αναζητούσαν παρτενέρ με πρότυπο τον εαυτό τους, γιατί μια υπερβολική ερωτική προσήλωση στη μητέρα τους τούς έκανε να θέλουν να αγαπήσουν άλλους με τον ίδιο τρόπο που τους αγαπούσε η μητέρα τους.

Οπως σημειώνει η Ελίζαμπεθ Λάμπεκ, οι καλές πλευρές της αγάπης για τον εαυτό παραμελήθηκαν από τον Φρόιντ και τους πιο σημαντικούς θιασώτες του, οι οποίοι άρχισαν να βλέπουν τον κακό ναρκισσισμό παντού. Τη δεκαετία του 1930, μερικοί αναλυτές προσπάθησαν να δώσουν μια πιο θετική χροιά στον «υγιή» ενήλικο ναρκισσισμό ο οποίος, υποστήριζαν, συμβάλλει σε μια καλά προσαρμοσμένη ζωή. Οι φωνές τους όμως πνίγηκαν από άλλους αναλυτές, και από τις ιερεμιάδες της κοινωνικής κριτικής, που ανυπομονούσε να βρει ένα ψευδο-επιστημονικό πλαίσιο για τις επιθέσεις της στην καταναλωτική κουλτούρα.

Στο «Καθρέφτη καθρεφτάκι μου: Οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της αυταρέσκειας», ο Σάιμον Μπλάκμπερν, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και ένας από τους καλύτερους εκλαϊκευτές των θεμάτων που διδάσκει, βλέπει τον ναρκισσισμό από διαφορετική σκοπιά. Τον εξετάζει μέσα από τη φιλοσοφική συζήτηση πάνω στην ηθική, την ακεραιότητα, την ύβρι, τον αυτοσεβασμό και τον πειρασμό, μεταξύ άλλων, καθώς και μέσα από τον φακό της λογοτεχνίας. Δεν δαπανά πολύ χρόνο στους προβληματισμούς των επαγγελματιών ψυχολόγων. Ωστόσο, όπως και η Ε. Λάνμπεκ, επισημαίνει πως η αγάπη του εαυτού δεν είναι πάντα τόσο κακή όσο την παρουσιάζουν. Μια ισχυρή αίσθηση του εαυτού είναι κάτι πολύτιμο, υποστηρίζει, και μας υπενθυμίζει πόσο καταστροφικό είναι να τη χάσουμε – όπως συμβαίνει με την άνοια, για παράδειγμα. Παρότι η αυτοσυναίσθηση μπορεί να είναι οδυνηρά έντονη, όπως στην εφηβεία, η έλλειψή της συνεπάγεται και αυτή κινδύνους.

Το να βρει κανείς τη σωστή αξία που θα δώσει στον εαυτό του είναι μια πράξη εξισορρόπησης, υποστηρίζει σοφά ο Σ. Μπλάκμπερν, αν και δεν υπάρχουν απλοί κανόνες πλοήγησης ανάμεσα στη Σκύλλα της υπερβολικής αυταρέσκειας και τη Χάρυβδη του αντιθέτου της. Το εγχείρημα της «τοποθέτησης του εαυτού μεταξύ των άλλων στον κοινωνικό κόσμο» είναι περίπλοκο: το να ανακαλύψεις το σωστό μείγμα συμπεριφορών και συναισθημάτων μπορεί να είναι «σαν να θέλεις να βρεις το κέντρο βάρους ενός σύννεφου».

Η απληστία

Ενίοτε, γράφει, είναι σαφές ότι η ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και το ενδιαφέρον για τους άλλους διαταράσσεται σοβαρά. Γι’ αυτόν, ένα ξεκάθαρο παράδειγμα της διαταραχής αυτής είναι η κουλτούρα που εκφράζεται με το σλόγκαν «η απληστία είναι καλή» και που διαδόθηκε σε τράπεζες και διευθυντικά γραφεία εταιρειών τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ελάχιστοι θα διαφωνήσουν όταν ο Μπλάκμπερν λέει πως καθόλου δεν λείπει ο καταστροφικός εγωκεντρισμός στους παίκτες του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Σε μια ειρωνική αναγνώριση της συνεισφοράς της εταιρείας καλλυντικών L’ Oreal, ο συγγραφέας αποκαλύπτει ότι η δυσφορία του για το διαφημιστικό σλόγκαν «Επειδή μου αξίζει» ήταν σημαντικό κίνητρο για το βιβλίο του. Προφανώς δεν τον παρηγόρησε και τόσο το γεγονός ότι το σλόγκαν μεταμορφώθηκε με τον καιρό από «Επειδή μου αξίζει» σε «Επειδή σου αξίζει» και σε «Επειδή μας αξίζει».

Το πρόβλημα με την πρόταση αυτή, για τον Μπλάκμπερν, είναι πως υποδηλώνει ότι τα προϊόντα δεν σου αξίζουν εκτός και αν τα αγοράσεις. Αυτή η ερμηνεία πιθανόν να είναι εξίσου προβληματική όπως η αναφορά του Φρόιντ στην ανδρική ομοφυλοφιλία. Οπως κι αν έχουν τα πράγματα, ίσως είναι πλέον καιρός να πάψουμε να επικαλούμαστε τον καημένο τον Νάρκισσο για να θέσουμε τη διάγνωση σε τόσο πολλές μείζονες διαταραχές και ελάσσονες ενοχλήσεις.

​​Simon Blackburn, «Mirror, Mirror: The Uses and Abuses of Self-Love», εκδ. Princeton University Press, σελ. 209

Elisabeth Lunbeck, »The Americanization of Narcissism», εκδ. Harvard University Press, 367 σελ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή