100 χρόνια Emilio Pucci

6' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εζησε μια γεμάτη και χορταστική ζωή: μόδιστρος, πιλότος, αθλητής, τζετ-σέτερ, πολιτικός, γόνος Φιορεντίνων ευγενών, ο «θεϊκός μαρκήσιος», όπως ήταν το παρατσούκλι του, γεννήθηκε στη Νάπολη το 1914. Γνωστός για την αγάπη του στα σπορ -έπαιζε τένις, οδηγούσε αγωνιστικά αυτοκίνητα, κολυμπούσε, έκανε ξιφασκία-, σε ηλικία 17 ετών έγινε μέλος της ιταλικής ολυμπιακής ομάδας σκι, για να κερδίσει λίγα χρόνια αργότερα, χάρη στις επιδόσεις του στο συγκεκριμένο άθλημα, υποτροφία για το Κολέγιο Ριντ του Ορεγκον στις ΗΠΑ, όπου παρακολούθησε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες.

Το 1937 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στις πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ένα χρόνο αργότερα κατατάχθηκε στην ιταλική πολεμική αεροπορία, όπου υπηρέτησε ως πιλότος βομβαρδιστικών αεροπλάνων σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να αποστρατευτεί κατά τη λήξη του με το βαθμό του σμηνάρχου. Εραστής της (παντρεμένης) Εντα Μουσολίνι, της μεγαλύτερης κόρης του Ντούτσε, θα προσπαθήσει να βοηθήσει τον άντρα της, τον διαβόητο Τσιάνο, να γλιτώσει την εκτέλεση -όταν συμμετείχε σε προσπάθεια ανατροπής του πεθερού του- χωρίς όμως επιτυχία. Ωστόσο θα καταφέρει να φυγαδεύσει με το αυτοκίνητό του την Εντα στην Ελβετία τον Ιανουάριο του 1944, αν και ο ίδιος στη συνέχεια θα συλληφθεί από την Γκεστάπο και θα βασανιστεί.

Ο πρώτος Pucci που… εργάστηκε

Το τέλος του πολέμου τον βρίσκει, διαλυμένο οικονομικά, να κατατάσσεται εκ νέου στις ένοπλες δυνάμεις για βιοποριστικούς λόγους. Το 1947, σε μια άδειά του πηγαίνει για σκι στο Ζερμάτ της Ελβετίας. Επειδή οι στολές που βρίσκει στα καταστήματα δεν του αρέσουν, αποφασίζει να φτιάξει μόνος του τη δική του, χρησιμοποιώντας συνθετικά υφάσματα σε φωτεινά χρώματα με στρετς εφαρμογή για μεγαλύτερη άνεση και ταχύτητα στις χιονισμένες πίστες. Η εμφάνισή του κεντρίζει το ενδιαφέρον της φωτογράφου του Harper’s Bazaar Τόνι Φρίσελ, που τυχαίνει να βρίσκεται εκεί, και του ζητάει την άδεια να φωτογραφίσει τις δημιουργίες του. Τα ρούχα ενθουσιάζουν την τότε διευθύντρια του περιοδικού Νταϊάνα Βρίλαντ, που του προτείνει να σχεδιάσει μια μικρή κολεξιόν για editorial μόδας του επόμενου χειμώνα και τον φέρνει σε επαφή με το αμερικανικό πολυκατάστημα Lord & Taylor για μια γενναία πρώτη παραγγελία.

Στο μεταξύ, το Κάπρι έχει αρχίσει να καθιερώνεται ως αγαπημένος προορισμός των εύπορων οικογενειών της Ιταλίας και των διεθνών τζετ-σέτερ. Ο Pucci πιάνει εγκαίρως το σφυγμό της αγοράς και το 1949 ανοίγει την πρώτη του μπουτίκ στο νησί, αρχικά με ψευδώνυμο. «Εδώ και χίλια χρόνια δεν έχει υπάρξει μέλος της οικογένειάς μου που να έχει εργαστεί. Ημουν ο… πρώτος», θα δηλώσει αργότερα σε συνέντευξή του στο περιοδικό Life, εξηγώντας το λόγο για τον οποίο απέφυγε αρχικά να χρησιμοποιήσει το όνομά του. «Υπήρξαν φίλοι που του γύρισαν την πλάτη», θυμάται η κόρη του, Laudomia. «Οι αριστοκρατικές οικογένειες του Κάπρι γύριζαν το κεφάλι αλλού όταν τον έβλεπαν, γιατί ήταν πια ιδιοκτήτης καταστήματος και δούλευε. Αλλά ο πατέρας μου, ο οποίος είχε απίστευτη αίσθηση του χιούμορ, έπαιρνε έναν κουβά νερό και άρχιζε να σφουγγαρίζει μπροστά τους για να τους προκαλέσει!» Την επόμενη χρονιά οι δημιουργίες του θα κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση στη Διεθνή Εβδομάδα Μόδας της Φλωρεντίας. Το άστρο του Emilio Pucci αρχίζει να μεσουρανεί.

Ο πρότερος βίος του ως αθλητή τον έχει εξοικειώσει με τα ελαστικά υφάσματα. Συνδυάζοντας νάιλον, ελάνκα και ζέρσεϊ, κατασκευάζει ο ίδιος την πρώτη ύλη για τα ρούχα του, επιδιώκοντας αποτέλεσμα που να κολακεύει και να αναδεικνύει τη σιλουέτα, εφαρμόζοντας πάνω στο γυναικείο σώμα. Από την αριστοκρατική καταγωγή του «κρατάει» την ιδέα των μεσαιωνικών ιταλικών λαβάρων, την οποία αξιοποιεί για τα θρυλικά εμπριμέ του. Εφευρετικός χρήστης των υλικών και λάτρης των χρωμάτων, εμπνέεται από την πελατεία του -που έρχεται στην Ιταλική Ριβιέρα για διακοπές, άρα χρειάζεται ρούχα που να μη βαραίνουν τη βαλίτσα και να μη θέλουν σίδερο με το παραμικρό- και σχεδιάζει τα πρώτα μεταξωτά ζέρσεϊ φορέματα που δεν τσαλακώνονται: πρακτικά αλλά και τόσο θηλυκά.

Η μεταπολεμική Ιταλία έχει πια ανακάμψει από τα δύσκολα χρόνια, διανύοντας την εποχή της ντόλτσε βίτα, και ο Emilio Pucci αποτυπώνει στις δημιουργίες του με τον πιο εύστοχο τρόπο την εξωστρέφεια και την εύθυμη διάθεση της δεκαετίας του ’60. Ταυτίζει το όνομά του με τα γεωμετρικά σχέδια και τα ευφάνταστα χρώματα, που «δανείζεται» από τον ηλιόλουστο ουρανό της Ιταλίας, τους αρχαιοελληνικούς κίονες, τους ρωσο-ορθόδοξους τρούλους και τα ανθισμένα λιβάδια της Προβηγκίας – που ταιριάζουν γάντι στο ψυχεδελικό περιβάλλον της εποχής. Το μπλε της Μεσογείου και το φούξια της μπουκαμβίλιας γίνονται το σήμα κατατεθέν του. Η υπογραφή του στην ούγια των ρούχων γίνεται status symbol. Δεν υπάρχει fashionista στην υφήλιο που να μη θέλει κομμάτι της συλλογής του στην γκαρνταρόμπα της.

Το φλερτ με την ποπ αρτ

«Τη δεκαετία του ’60 βρισκόμασταν στη Νέα Υόρκη, όταν επέστρεψα από μια βόλτα μου στις γκαλερί ενθουσιασμένη με την ποπ αρτ», θυμάται η χήρα του, Κριστίνα, σε συνέντευξή της λίγα χρόνια μετά το θάνατό του. «Τη βρίσκω απαίσια, μου είπε, αλλά αν σου αρέσει θα δω αν μπορώ να κάνω κι εγώ κάτι τέτοιο. Για κάποιον που είχε μεγαλώσει με Botticelli και Masaccio, προφανώς ήταν δύσκολο να αγαπήσει την ποπ αρτ. Την έκανε όμως εργαλείο της δουλειάς του». Αν και Ιταλός, η τεράστια επιτυχία του στις ΗΠΑ τού δίνει το χρίσμα για να σχεδιάσει, το 1965, τις εμφανίσεις του προσωπικού εδάφους και αέρα της αμερικανικής αεροπορικής εταιρείας Braniff International Airways, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 συνεργάζεται με τη NASA για το σχεδιασμό του σήματος της επανδρωμένης αποστολής στη Σελήνη Apollo 15. Η αυτοκρατορία Pucci γιγαντώνεται. Εκτός από τα ρούχα του, τα εμβληματικά εμπριμέ του κοσμούν πια μεγάλη γκάμα προϊόντων καθημερινής χρήσης, όπως πετσέτες, σεντόνια, εσώρουχα, αρώματα, αλλά και ταπετσαρίες, χαλιά, κοσμήματα, γυαλιά κ.ά.

O ίδιος, πάντως, δεν θεωρεί τον εαυτό του μόνο σχεδιαστή μόδας, αλλά και έναν «άνθρωπο με πολύ πιο σημαντικά ενδιαφέροντα». Η πολιτική είναι ένα από αυτά. Το 1964 εκλέγεται βουλευτής με τους Φιλελευθέρους, ενώ ασχολείται ενεργά και με την τοπική αυτοδιοίκηση στη γενέτειρά του Φλωρεντία, όπου διατηρεί και το ατελιέ του, στην οικογενειακή έπαυλη Palazzo Pucci. Στο μεταξύ, η πρωτεύουσα της ιταλικής μόδας μεταφέρεται από τη Φλωρεντία στο Μιλάνο και νέα ονόματα, όπως ο Giorgio Armani και ο Gianni Versace, κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στο προσκήνιο. Ο Pucci δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να επανεφεύρει την εικόνα του οίκου του, που δεν αργεί να πάρει την κατιούσα. Δύο χρόνια πριν από το θάνατό του από ανακοπή, το 1992, θα προλάβει ωστόσο να δει το άστρο του να λάμπει ξανά, καθώς η μπουτίκ του στο Μανχάταν γίνεται σημείο συνάντησης των σταρ της εποχής, με προεξάρχουσα τη Μαντόνα, η οποία φοράει φανατικά δημιουργίες του σε δημόσιες εμφανίσεις της.

Η σύντομη επάνοδός του δεν μπορεί φυσικά να συγκριθεί με τις ένδοξες δεκαετίες του ’50 και του ’60, οπότε και υπήρξε η σημαντικότερη φυσιογνωμία της ιταλικής μόδας. Tα ψυχεδελικά του εμπριμέ επηρέασαν μεταγενέστερους μόδιστρους, όπως ο Versace, ενώ η σπουδή του στη χημεία του χρώματος, τη γραφιστική και την παραγωγή υφασμάτων δημιούργησε το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο εργάστηκαν αργότερα σχεδιαστές όπως η Diane von Furstenberg. «Ο Pucci εφηύρε τον δικό του ορισμό για την ομορφιά, εφαρμόζοντας αφηρημένα σχέδια πάνω στην ανθρώπινη φιγούρα», σημειώνει εύστοχα ο Joseph Giovannini στο Architectural Digest. Και ήταν σχέδια που μπορούσε κανείς να του αποδώσει με τα μάτια κλειστά, αναγνωρίζοντας τον εμπνευστή τους πίσω από τα παιχνιδιάρικα ταιριάσματα των αποχρώσεων και τα καλειδοσκοπικά μοτίβα. Το προσωνύμιο «πρίγκιπας των εμπριμέ», που τον ακολουθεί μέχρι σήμερα, είναι ίσως το πιο τρανταχτό διαπιστευτήριο.

O οίκος Pucci σήμερα

Mετά το θάνατο του Emilio Pucci το 1992, τα ηνία του οίκου μόδας αναλαμβάνει η κόρη του Laudomia, που μέχρι σήμερα διατηρεί νευραλγικό ρόλο στην εταιρεία, έχοντας διατελέσει από Image Director  μέχρι προσωρινή CEO μετά την αποχώρηση της Alessandra Carra τον περασμένο Μάρτιο. Το 2000 ο Emilio Pucci εξαγοράζεται από τον όμιλο ειδών πολυτελείας LVMH, που αποκτά το 67% των μετοχών του (το υπόλοιπο παραμένει στην οικογένεια) και επενδύει σε νέο δίκτυο διανομής, στρατηγικές μάρκετινγκ και καταστήματα, δίνοντάς του την ώθηση που χρειάζεται στην αυγή της νέας χιλιετίας.

Το 2002 νέος καλλιτεχνικός διευθυντής ορίζεται ο Christian Lacroix, τον οποίο διαδέχεται το 2005 ο Matthew Williamson και στη συνέχεια (από το 2008) ο Peter Dundas. «Ενα πράγμα λατρεύω στον Peter», λέει η Laudomia Pucci. «Oταν προβάρει φορέματα -είτε σ’ εμένα είτε σε ένα μοντέλο-, φροντίζει μοναδικά να κάνει αυτό το σώμα να φαίνεται όμορφο, μοντέρνο, γυναικείο. Ο Peter είναι ίσως λίγο πιο σέξι από τον πατέρα μου, αλλά αυτό έχει επίσης να κάνει και με τη σημερινή εποχή».

Ο Emilio Pucci διαθέτει σήμερα περισσότερες από 50 αποκλειστικές μπουτίκ στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του e-shop www.emiliopucci.com.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή