Η εκλογή του Τζον Κένεντι

5' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα χρόνια πριν από το 1960 κυριαρχούσε στην κεντρική αμερικανική πολιτική σκηνή ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, που όμως ήταν αναγκασμένος να συγκυβερνά με τις Δημοκρατικές πλειοψηφίες στα δύο σώματα του Κογκρέσου. Ιδιαίτερα ισχυρός ήταν ο αρχηγός της πλειοψηφίας της Γερουσίας Λίντον Τζόνσον, γερουσιαστής από το Τέξας, που εθεωρείτο ο δεύτερος ισχυρότερος πολιτικός των ΗΠΑ. Αντιπρόεδρος του Αϊζενχάουερ ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον από την Καλιφόρνια, την πολυπληθέστερη πολιτεία των ΗΠΑ. Ως αντιπρόεδρος ο Νίξον δεν είχε σημαντικές εξουσίες, είχε πάρει όμως ευρύτατη δημοσιότητα, ιδίως από ταξίδια του στο εξωτερικό.

Σε σχέση με αυτούς τους πολιτικούς, ο γερουσιαστής Τζον Φ. Κένεντι από τη Μασαχουσέτη ήταν σχετικά άσημος. Πριν από το 1960 ελάχιστοι θα διακινδύνευαν την πρόβλεψη ότι επρόκειτο να αναδειχθεί ως ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.

Οι υποψήφιοι των δύο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων για την προεδρία εκλέγονται από τα εθνικά κομματικά συνέδρια, που λαμβάνουν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια το καλοκαίρι πριν από τις προεδρικές εκλογές. Οι σύνεδροι σήμερα εκλέγονται απευθείας από τον λαό μέσω των προκριματικών εκλογών ή άλλων ανοιχτών διαδικασιών. Πριν από το 1972 ωστόσο, εκλεγόταν από τον λαό μονάχα περίπου το ένα τρίτο των συνέδρων. Τα άλλα δύο τρίτα επιλέγονταν από τους εκλεγμένους πολιτικούς και τους κατά τόπους κομματάρχες.

Από αουτσάιντερ, υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ

Ο Τζόνσον αποφάσισε να μην κατεβεί ως υποψήφιος στις προκριματικές, ελπίζοντας οι σύνεδροί τους να μοιραστούν μεταξύ διάφορων άλλων υποψηφίων, που συμπεριλάμβαναν τον Κένεντι και μερικούς άλλους Δημοκρατικούς πολιτικούς. Ηλπιζε οι μη εκλεγμένοι σύνεδροι να στραφούν στο τέλος προς αυτόν, δίνοντάς του το χρίσμα λόγω της περίοπτης θέσης του στο πολιτικό σύστημα.

Ο Κένεντι, απεναντίας, χρειαζόταν να πάει καλά στις προκριματικές, για να δείξει στους μη εκλεγμένους συνέδρους ότι είχε ρεύμα υπέρ του στην αμερικανική κοινωνία. Ως εκ τούτου δημιούργησε ένα ανεξάρτητο προσωπικό επιτελείο υπό τον νεότερο αδελφό του Ρόμπερτ, με το οποίο παρέκαμψε τους παλαιοκομματικούς πελατειακούς μηχανισμούς και απευθύνθηκε απευθείας στον λαό.

Επιπλέον, ο Κένεντι έδωσε μεγάλη έμφαση στην εικόνα του, όντας ο πρώτος διεκδικητής της αμερικανικής προεδρίας που κατανόησε τον κεντρικό ρόλο της τηλεόρασης στη σύγχρονη πολιτική επικοινωνία. Είχε μάλιστα δηλώσει ότι «για πρώτη φορά από τότε που οι ελληνικές πόλεις λειτουργούσαν τη δική τους μορφή δημοκρατίας, ερχόμαστε κοντά στο ιδεώδες όπου ο κάθε ψηφοφόρος έχει την ευκαιρία ο ίδιος να ζυγίσει τον κάθε υποψήφιο».

Κρίσιμες ήταν οι προκριματικές εκλογές στη Δυτική Βιρτζίνια, στην οποία μόλις το 3% του πληθυσμού ήταν ρωμαιοκαθολικοί. Η νίκη του Κένεντι έναντι του προτεστάντη γερουσιαστή Χιούμπερτ Χάμφρεϊ απέδειξε στους κατά τόπους Δημοκρατικούς κομματάρχες ότι ο καθολικισμός του Κένεντι δεν αποτελούσε εμπόδιο για την εκλογή του στην προεδρία ― σε αντίθεση με τον μόνο προηγούμενο ρωμαιοκαθολικό υποψήφιο για την προεδρία, τον Δημοκρατικό Αλ Σμιθ το 1928, που στις γενικές εκλογές έχασε παραδοσιακά Δημοκρατικές πολιτείες με κυρίως προτεσταντικό πληθυσμό.

Στο εθνικό Δημοκρατικό συνέδριο στο Λος Αντζελες τον Ιούλιο 1960 ο Κένεντι κατάφερε να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία των συνέδρων από την πρώτη κιόλας ψηφοφορία, γεγονός όχι σύνηθες στα συνέδρια πριν από το 1972. Ο Τζόνσον είχε έρθει δεύτερος με μεγάλη απόσταση και τελικά δέχθηκε να κατεβεί στις εκλογές ως υποψήφιος για την αντιπροεδρία. Κάπως άβολα, λίγο αργότερα συγκλήθηκε η Γερουσία και ο Δημοκρατικός υποψήφιος για την προεδρία βρέθηκε πρόσκαιρα να είναι φαινομενικά υποτελής του ισχυρού αρχηγού της πλειοψηφίας και υποψήφιου αντιπρόεδρου του.

Καθοριστική η πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση

Στη ρεπουμπλικανική πλευρά, το φαβορί για το χρίσμα ήταν ο αντιπρόεδρος Νίξον, ο οποίος ωστόσο αντιμετώπιζε ως εσωκομματικό αντίπαλο τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Νέλσον Ροκεφέλερ ― η Νέα Υόρκη ήταν τότε η δεύτερη πολυπληθέστερη πολιτεία. Τελικά ο Νίξον απέφυγε μια διχαστική εσωκομματική μάχη, όταν δέχθηκε κάπως ταπεινωτικά τους όρους που του έθεσε ο Ροκεφέλερ σχετικά με το κομματικό πρόγραμμα και εξασφάλισε ως εκ τούτου την υποστήριξή του.

Στον γενικό προεκλογικό αγώνα ο χαρισματικός και φωτογενής Κένεντι ήταν επικοινωνιακά πολύ πιο αποτελεσματικός στο νέο τότε μέσον, την τηλεόραση. Η ιδιαίτερη σημασία της φάνηκε στις χωρίς προηγούμενο τηλεοπτικές συζητήσεις των υποψηφίων των δύο κομμάτων για την προεδρία, το φθινόπωρο του 1960.

Η πρώτη τηλεοπτική συζήτηση ήταν η σημαντικότερη εκλογικά, καθώς συγκέντρωσε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό τηλεθεατών λόγω της καινοτομίας του συμβάντος. Οι δημοσκοπήσεις μετά την ιστορική πρώτη αυτή τηλεοπτική συζήτηση των υποψηφίων για την προεδρία ανέδειξαν πλειοψηφίες σε όσους την άκουσαν από το ραδιόφωνο, που θεώρησαν τον Νίξον νικητή, και πλειοψηφίες σε όσους την είδαν στην τηλεόραση που θεώρησαν τον Κένεντι νικητή. Η διαφορά ήταν αποκλειστικά στην εικόνα ― τα δύο κοινά άκουσαν τα ίδια επιχειρήματα. Οι τηλεθεατές ωστόσο ήταν πενταπλάσιοι από αυτούς που άκουσαν τη συζήτηση στο ραδιόφωνο, προς όφελος του Κένεντι.

Μικρονοθείες

Στις εκλογές τον Νοέμβριο ο Κένεντι πήρε μόλις 131.000 περισσότερες ψήφους από τον Νίξον ― 49,7% έναντι 49,6%. Στο εκλογικό κολέγιο υπερείχε με 303 προς 219 εκλέκτορες λόγω του προβαδίσματός του σε πολυπληθείς πολιτείες. Στο Ιλινόι ωστόσο υπήρξε νοθεία στην κομητεία Κουκ (Σικάγο), που οργάνωσε ο ισχυρός Δημοκρατικός δήμαρχος και κομματάρχης Ντέιλι. Νοθεία έλαβε επίσης χώρα στο Τέξας, όπου, για παράδειγμα, σε μια αραιοκατοικημένη κομητεία με 4.895 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους ο Κένεντι πήρε 6.138 ψήφους.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι κατά τόπους μικρονοθείες ήταν σχετικά σύνηθες φαινόμενο στην αμερικανική πολιτική πριν από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Μονάχα η εξαιρετικά μικρή διαφορά υπέρ του Κένεντι στο Ιλινόι και στο Τέξας -πολυπληθείς πολιτείες που θα έδιναν την προεδρία στον Νίξον εφόσον πήγαιναν υπέρ του- δημιούργησε το ερώτημα μήπως μια προεδρική εκλογή κρίθηκε ενδεχομένως από τοπικές νοθείες (για τις οποίες δεν ευθυνόταν το προεκλογικό επιτελείο του Κένεντι).

Ο Νίξον πάντως αποφάσισε να μην αμφισβητήσει το αποτέλεσμα των εκλογών είτε από πατριωτισμό (παρατεταμένη αβεβαιότητα εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου), όπως ισχυρίσθηκε ο ίδιος, είτε επειδή νοθεία είχε διαπραχθεί και από Ρεπουμπλικανούς τοπικούς παράγοντες, όπως ισχυρίζονταν οι αντίπαλοί του.

Συμπερασματικά, ο Κένεντι επικράτησε κατά τη διάρκεια του 1960, έναντι πρώτα του Τζόνσον και έπειτα του Νίξον, επειδή κατανόησε τη σημασία της δημιουργίας προσωπικής εκλογικής οργάνωσης ικανής να διοργανώνει προεκλογικές εκστρατείες απευθυνόμενη απευθείας μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης στο εκλογικό σώμα και παρακάμπτοντας ενίοτε τους τοπικούς κομματάρχες. Οι καινοτομίες της προεκλογικής εκστρατείας του Κένεντι στις εκλογές του 1960 ήταν τόσο αποτελεσματικές στην αναμέτρησή του με δύο αρχικά πολύ πιο ισχυρούς και προβεβλημένους πολιτικούς, ώστε σήμερα να θεωρούνται αυτονόητες για κάθε σοβαρό υποψήφιο.

* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή