«Γκέτο» φτώχειας για 13,8 εκατ.

«Γκέτο» φτώχειας για 13,8 εκατ.

2' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί να έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την ημέρα που ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον κήρυξε τον πόλεμο ενάντια στη φτώχεια, αλλά ο αριθμός των Αμερικανών που ζουν σε ακραία ένδεια αυξάνεται με πρωτοφανή ταχύτητα, αναφέρει δημοσίευμα στο μηνιαίο περιοδικό The Atlantic.

Ενδεικτικά, ο αριθμός αυτών που ζουν σε περιοχές μεγάλης φτώχειας, όπου, δηλαδή, το 40% των κατοίκων βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, διπλασιάστηκε από το 2000 έως το 2013 (από 7,2 εκατομμύρια στα 13,8 εκατομμύρια) σύμφωνα με μια νέα ανάλυση των στοιχείων της απογραφής, που έγινε από τον Πολ Γιαργκόφσκι, καθηγητή Δημόσιας Πολιτικής στο πανεπιστήμιο Ράτζερς και μέλος του The Century Foundation.

Πρόκειται για μια ανησυχητική εξέλιξη, ιδιαίτερα αφού κατά την περίοδο 1990–2000, ο αριθμός των ανθρώπων που διέμεναν σε τέτοιες περιοχές – γειτονιές είχε μειωθεί κατά 25%. Καθώς, όμως, η νέα μεσαία τάξη των μειονοτήτων εγκαταστάθηκε στα προάστια, οι, κατά πλειοψηφία, λευκοί κάτοικοί τους μετακινήθηκαν μακριά, στις ολοκαίνουργες επαύλεις που χτίζονταν με ταχείς ρυθμούς. Η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας «εξόδου» ήταν ιδιαίτερα προβληματική για τα αστικά κέντρα στις βορειοανατολικές και μεσοδυτικές πολιτείες, που δεν γνώρισαν την οικονομική άνθηση των μέσων της δεκαετίας του 2000. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί απλώς έβλεπαν τις θέσεις εργασίας να «μετακομίζουν».

Είναι προφανές ότι όσοι διέθεταν χαμηλό εισόδημα αλλά ήθελαν να ακολουθήσουν τους πλούσιους στα περίχωρα αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά εύπορα προάστια θέσπισαν δρακόντειους πολεοδομικούς νόμους, με τους οποίους ουσιαστικά απαγορευόταν η κατασκευή πολυκατοικιών ή οικιστικών συγκροτημάτων. «Δεν μπορείς να πεις ότι δεν θέλεις στην περιοχή Αφροαμερικανούς», εξηγεί ο καθηγητής Γιαργκόρφσκι. «Μπορείς, όμως, να πεις ότι θα καταστήσω βέβαιο ότι δεν θα διαμένει εδώ κανείς που δεν έχει εισόδημα τουλάχιστον διπλάσιο από το μέσο όρο».

Κάποιες από τις πόλεις όπου η φτώχεια εμφανίζει μεγάλη συγκέντρωση σε συγκεκριμένες γειτονιές βρίσκονται στις μεσοδυτικές και βορειοανατολικές πολιτείες. Στο Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης το 65% των Αφροαμερικανών ζούσε το 2013 σε περιοχές «υψηλής φτώχειας», ενώ το 2000 το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 43%. Στο Ντιτρόιτ, το 58% των Αφροαμερικανών διέμενε σε περιοχές υψηλής φτώχειας το 2013, ενώ το 2000 το ανάλογο ποσοστό δεν υπερέβαινε το 17%. Επίσης στο Μιλγουόκι το 43% του ισπανόφωνου πληθυσμού ζούσε σε περιοχές «υψηλής φτώχειας» το 2013, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2000 δεν ξεπερνούσε το 5%.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι πόροι των ομοσπονδιακών υπηρεσιών χρησιμοποιήθηκαν κατά τρόπους που ενίσχυσαν τη συγκέντρωση της φτώχειας. Σε πολλές περιπτώσεις δινόταν προτεραιότητα στην κατασκευή οικοδομικών συγκροτημάτων σε περιοχές χαμηλού εισοδήματος.

Τέλος, ακόμη και τα «κουπόνια στεγαστικής επιλογής», τα οποία υποτίθεται ότι δίνουν στις φτωχότερες οικογένειες μεγαλύτερη επιλογή τόπου κατοικίας, τελικά εγκλωβίζουν τους κατόχους τους σε συγκεκριμένες γειτονιές, όπου, δηλαδή, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων τα δέχονται. Στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν στο να παρατηρούμε σήμερα φυλετικά προσδιοριζόμενη συγκέντρωση της ακραίας ένδειας, ιδιαίτερα σε πόλεις μεσαίου μεγέθους.

Oπως γράφει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Γιαργκόρφσκι, «αυτές οι πολιτικές οικοδομούν μια ανθεκτική αρχιτεκτονική του διαχωρισμού, που καθιστά βέβαιη τη συνέχιση των φυλετικών διακρίσεων και τη συγκέντρωση της φτώχειας για πολλά χρόνια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή