Το Τείχος του Βερολίνου

7' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις πρωινές ώρες της 13ης Αυγούστου 1961, οι πολίτες του Βερολίνου έγιναν μάρτυρες ενός απροσδόκητου θεάματος: στρατιώτες και μέλη των δυνάμεων ασφαλείας της «Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» (ΓΛΔ) τοποθετούσαν συρματοπλέγματα κατά μήκος των ορίων του ανατολικού και των δυτικών τομέων της πόλης, απαγορεύοντας την κυκλοφορία από και προς το Δυτικό Βερολίνο. Δύο ημέρες αργότερα ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανέγερση του Τείχους, το οποίο θα έκοβε την άλλοτε πρωτεύουσα του «χιλιετούς Ράιχ» στα δύο και ταυτόχρονα θα αποτελούσε το κατεξοχήν σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου.

Μετά την επίσημη έναρξη της συμμαχικής κατοχής στη Γερμανία, τον Μάιο του 1945, το Βερολίνο υπήρξε σημείο τριβής μεταξύ των δυτικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) και της Σοβιετικής Ενωσης. Το 1948/49 ξέσπασε η πρώτη κρίση του Βερολίνου, ύστερα από τον αποκλεισμό των δυτικών τομέων της πόλης από τα σοβιετικά στρατεύματα. Χάρη στην αμερικανική και βρετανική αερογέφυρα εξασφαλίστηκε ο επισιτισμός των κατοίκων τους, ενώ ο Στάλιν υποχρεώθηκε να τερματίσει τον αποκλεισμό και να αποδεχθεί το status quo. Στις 27 Νοεμβρίου 1958, το τελεσίγραφο Χρουστσόφ προς τις δυτικές δυνάμεις για την κήρυξη των δυτικών τομέων σε «ελεύθερη και αποστρατιωτικοποιημένη πόλη», που θα καθιστούσε το Δυτικό Βερολίνο όμηρο της Ανατολικής Γερμανίας, συνάντησε την αντίδραση των δυτικών δυνάμεων. Οπως και το 1948/49 υπερασπίστηκαν το ισχύον καθεστώς της πόλης, αρνούμενοι να υποκύψουν στις σοβιετικές αξιώσεις.

Πρόταση Ούλμπριχτ για κλείσιμο συνόρων από το 1952

Κατά τη δεύτερη κρίση του Βερολίνου, η Ανατολική Γερμανία έλαβε την πρωτοβουλία να επιλύσει ένα φλέγον «εσωτερικό» της πρόβλημα, προτείνοντας στη Μόσχα ένα ριζοσπαστικό μέτρο: την ανέγερση ενός τείχους ανάμεσα στους δυτικούς και τον ανατολικό τομέα του Βερολίνου. Την πρωτοβουλία αυτή είχε προσωπικά ο α΄ γραμματέας του «Σοσιαλιστικού Ενωτικού Κόμματος Γερμανίας» (SED) Βάλτερ Ούλμπριχτ.

Ηδη, το 1952, η ηγεσία της ΓΛΔ είχε συζητήσει για πρώτη φορά με τον Στάλιν την ιδέα για το κλείσιμο «των συνόρων» με το Δυτικό Βερολίνο – ιδέα που τελικά δεν υλοποιήθηκε. Ωστόσο, τον Μάιο του ίδιου έτους έκλεισαν τα «σύνορα» ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία. Μετά την εργατική εξέγερση του Ιουνίου του 1953 στο Ανατολικό Βερολίνο (η πρώτη εναντίον ενός κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ανατολική Ευρώπη), που κατεστάλη από τα σοβιετικά τεθωρακισμένα, τα «σύνορα» με το Δυτικό Βερολίνο έκλεισαν για μερικές εβδομάδες. Αλλά επρόκειτο για ένα προσωρινό μέτρο.

Με την πρόταση για το κλείσιμο «των συνόρων» με το Δυτικό Βερολίνο, το SED επιδίωκε να βάλει τέλος στο διογκούμενο προσφυγικό ρεύμα από την Ανατολική προς τη Δυτική Γερμανία, το οποίο όχι μόνο στερούσε από τη ΓΛΔ πολύτιμο –και ικανό– εργατικό δυναμικό αλλά κλόνιζε και τη «νομιμότητα» του κομμουνιστικού καθεστώτος. Από το 1949 έως το 1961, περίπου δυόμισι έως τρία εκατομμύρια άνθρωποι είχαν περάσει στο δυτικογερμανικό έδαφος. Οι ελλείψεις στα εργοστάσια, τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια ήταν δυσαναπλήρωτες. Η κύρια πύλη εξόδου από την Ανατολική Γερμανία ήταν το Δυτικό Βερολίνο, αφού η πρόσβαση σε αυτό ήταν σχετικά ελεύθερη και δεν ενείχε τεράστιους κινδύνους.

Τον Ιανουάριο του 1961, ο Ούλμπριχτ ενημέρωσε με επιστολή του τον Σοβιετικό ηγέτη για τις δραματικές διαστάσεις που είχε λάβει το προσφυγικό ρεύμα με προορισμό τη Δυτική Γερμανία. Σύμφωνα με τον Ούλμπριχτ, η οικονομική ανάπτυξη της «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας» (ΟΔΓ), το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα», ήταν η βασική αιτία για το μαζικό κύμα φυγής των Ανατολικογερμανών. Εκτός από τα οικονομικά κίνητρα υπήρχαν πολιτικά, με κυριότερο την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και προσωπικά, όπως η επανασύνδεση με συγγενείς και αγαπημένα πρόσωπα. Στην ουσία, η ΓΛΔ ήταν ένα κράτος που έχανε τον λαό του. Με ανοικτά «σύνορα», όπως επιχειρηματολογούσε ο Ούλμπριχτ απέναντι στη Μόσχα, το σοσιαλιστικό πείραμα της ΓΛΔ δεν είχε ελπίδα επιτυχίας. Δημοσίως πάντως, ο α΄ γραμματέας του SED διαβεβαίωνε πως «κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει ένα τείχος».|

Ναρκοθετημένο συρματόπλεγμα και περιπολίες

Μετά την αποτυχία του Χρουστσόφ να εκδιώξει τις δυτικές δυνάμεις από το Δυτικό Βερολίνο, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την εφαρμογή της πολιτικής Ούλμπριχτ. Στις 20 Ιουλίου 1961 η Μόσχα έδωσε το «πράσινο φως» για την ανέγερση του Τείχους, το οποίο σωστά εκλήφθηκε στη Δύση ως σημάδι αδυναμίας του ανατολικού μπλοκ να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τις φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες. Ηταν το εναλλακτικό σενάριο που επέτρεπε στον Χρουστσόφ να σώσει τα προσχήματα και το γόητρο της Σοβιετικής Ενωσης: η πολιτική του στο γερμανικό ζήτημα είχε περιέλθει σε αδιέξοδο, αφού οι δυτικές δυνάμεις είχαν απορρίψει το τελεσίγραφό του, δηλώνοντας απερίφραστα πως δεν θα παραιτούνταν των δικαιωμάτων τους στο Δυτικό Βερολίνο.

Οι λεπτομέρειες για τη διχοτόμηση του Βερολίνου συζητήθηκαν εκτενώς στη Μόσχα ανάμεσα στον Ούλμπριχτ και τον Χρουστσόφ την 1η Αυγούστου 1961. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3-5 Αυγούστου, ο Ούλμπριχτ ενημέρωσε τους ομολόγους του από τις χώρες-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας για το επικείμενο κλείσιμο των συνοριακών τομέων του Ανατολικού Βερολίνου, λόγω της «εξωτερικής απειλής» από τη Δυτική Γερμανία. Τα πραγματικά αίτια δεν αναφέρθηκαν. Στις 13 Αυγούστου, και με την κάλυψη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι ανατολικογερμανικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο για την κατασκευή ενός τείχους, με την τοποθέτηση συρματοπλέγματος και τη ναρκοθέτησή του, με την κατασκευή παρατηρητηρίων, την έναρξη περιπολιών και την έντονη παρουσία αστυνομικών, οι οποίοι είχαν την εντολή –εμμέσως πλην σαφώς– να κάνουν χρήση των όπλων τους ώστε να εμποδίσουν κάθε απόπειρα διαφυγής. Παράλληλα διακόπηκαν οι συγκοινωνίες από και προς το Ανατολικό Βερολίνο και απαγορεύτηκαν οι αμοιβαίες επισκέψεις μεταξύ συγγενικών προσώπων. Με αυτό τον βίαιο τρόπο, οικογένειες χωρίστηκαν και μακρόχρονες σχέσεις φιλίας δοκιμάστηκαν ένθεν κακείθεν των «συνόρων».

Οι μυστικές υπηρεσίες

Εκτός των μυημένων, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εκείνη την ημέρα ότι επρόκειτο για μια μόνιμη κατάσταση. Ωστόσο, για τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της ΟΔΓ η ανέγερση του Τείχους δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Ηδη, το 1957, η CIA είχε εξετάσει την πιθανότητα να περιφράξει η Ανατολική Γερμανία το Δυτικό Βερολίνο, ενώ από τις αρχές του 1961 πλήθαιναν οι υποψίες για την ύπαρξη ενός τέτοιου σχεδίου. Παρά τις πληροφορίες που διέθεταν, οι κυβερνήσεις των δυτικών δυνάμεων δεν αντέδρασαν, αφού οι ανατολικογερμανικές αρχές είχαν φροντίσει επιμελώς να μην παραβιάσουν «τα σύνορα» με το Δυτικό Βερολίνο. Οπως και στην περίπτωση της εξέγερσης του Ιουνίου του 1953, δεν τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής επέμβασης στη σοβιετική ζώνη επιρροής.

Η επιλογή της 13ης Αυγούστου (ημέρα Κυριακή) δεν ήταν τυχαία, αφού η κίνηση στην πόλη ήταν περιορισμένη και τα καταστήματα κλειστά. Εν τούτοις δεν έλειψαν ορισμένες αυθόρμητες και ασυντόνιστες μεταξύ τους διαμαρτυρίες, κυρίως της ανατολικογερμανικής νεολαίας. Σποραδικές διαμαρτυρίες υπήρξαν και από την άλλη πλευρά «των συνόρων», με συνθήματα κατά του καθεστώτος Ούλμπριχτ. Αν και δεν επαναλήφθηκαν τα γεγονότα της 17ης Ιουνίου του 1953, η ανατολικογερμανική αστυνομία συνέλαβε το χρονικό διάστημα από τις 13 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου πάνω από 6.000 άτομα, που θεωρήθηκαν επικίνδυνα για την ασφάλεια του καθεστώτος.

Η επιχείρηση για την ανέγερση του «αντιφασιστικού προστατευτικού φράγματος» (όπως ονομάστηκε το Τείχος στην κομμουνιστική αργκό) τελούσε υπό την ευθύνη του υπουργείου Εσωτερικών, στο οποίο υπάγονταν η συνοριακή αστυνομία και οι «Ομάδες Αγώνα της Εργατικής Τάξης», δηλαδή ο κομματικός στρατός του SED, σε συνεργασία με τη «Λαϊκή Αστυνομία». Επισήμως διακηρύχθηκε πως η κίνηση αυτή απέβλεπε στον τερματισμό της «διείσδυσης στη δημοκρατική Γερμανία των δολιοφθορέων και κατασκόπων που στέλνουν η ρεβανσιστική ΟΔΓ και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις». Στην πραγματικότητα, η συγκατάθεση της Μόσχας για την ανέγερση του Τείχους αποσκοπούσε στην επιβίωση του καθεστώτος Ούλμπριχτ με τη διακοπή του κύματος των προσφύγων προς την ΟΔΓ μέσω του Δυτικού Βερολίνου.

Ενδεχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος Ούλμπριχτ θα συνιστούσε σοβαρότατο πολιτικό και ηθικό πλήγμα για ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ.

Στα επόμενα χρόνια, μετά την ανέγερση του Τείχους, ο ετήσιος μέσος όρος των φυγάδων προς τη Δυτική Γερμανία μειώθηκε δραστικά. Εως το 1989, τουλάχιστον ενενήντα εννέα άτομα έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Η αιμορραγία της Ανατολικής Γερμανίας σε εργατικό δυναμικό σταμάτησε οριστικά, ενώ παράλληλα έγινε δύσκολη η πρόσβαση των Δυτικογερμανών –που ήταν μάρτυρες της οικονομικής ευημερίας του Δυτικού Βερολίνου– στον ανατολικό τομέα της πόλης. Επίσης, το Τείχος δυσχέρανε σε μεγάλο βαθμό τη ροή πληροφοριών προς το Δυτικό Βερολίνο –η μοναδική νησίδα ελευθερίας πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα»– σχετικά με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ανατολική Γερμανία. Εκτός αυτού, οι περίπου 50.000 Ανατολικογερμανοί που εργάζονταν καθημερινώς στο Δυτικό Βερολίνο, οι λεγόμενοι Grenzgänger, έχασαν τη δουλειά τους εν μια νυκτί, δημιουργώντας ένα επιπρόσθετο κοινωνικό πρόβλημα. Οι ελπίδες του κομμουνιστικού καθεστώτος για τη μετάγγιση της «καπιταλιστικής ηθικής» στους χώρους εργασίας της ΓΛΔ, μέσω της αξιοποίησης των Grenzgänger, δεν επαληθεύτηκαν και πολύ σύντομα ξεπεράστηκαν από τη «σοσιαλιστική καθημερινότητα».

Ειρηνική συνύπαρξη

Παραδόξως, το Τείχος δημιούργησε συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ του ανατολικού μπλοκ και της Δύσεως. Το Βερολίνο έπαψε πια να αποτελεί εστία διεθνών κρίσεων. Με ανακούφιση οι δυτικές δυνάμεις, κυρίως οι ΗΠΑ, διαπίστωσαν πως τα συμμαχικά τους δικαιώματα στο Δυτικό Βερολίνο παρέμειναν άθικτα, γεγονός που απομάκρυνε την πιθανότητα ενός (ανεπιθύμητου) πολέμου. Η «συνάντηση» των αμερικανικών και σοβιετικών τεθωρακισμένων στο Checkpoint Charlie στη Friedrichstraße, όπου το σημείο ελέγχου για τους αξιωματούχους των δυτικών δυνάμεων και άλλων κρατών, στα τέλη Νοεμβρίου του 1961 υπήρξε ένα μεμονωμένο επεισόδιο δίχως συνέχεια. Συγχρόνως, τα δύο γερμανικά κράτη συνειδητοποιούσαν πως η ύπαρξή τους δεν ήταν απλώς προσωρινή. Η κατάσταση αυτή ενέπνευσε την Ostpolitik του μετέπειτα σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου και δήμαρχου του Δυτικού Βερολίνου κατά την ανέγερση του Τείχους, Willy Brandt.

* Ο κ. Βάιος Καλογρηάς είναι διδάσκων – σύμβουλος στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή