Το Κίνημα των Αδεσμεύτων

7' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πρώτη Διάσκεψη Κορυφής του Κινήματος των Αδεσμεύτων (ΚτΑ) στο Βελιγράδι, 1 με 6 Σεπτεμβρίου 1961, αποτελεί σταθμό μιας διττής διαδικασίας στο νέο διεθνές σύστημα που προήλθε από την έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώτον, πρόκειται για μια διαδικασία «κοινωνικοποίησης» των νέων κρατών που έχουν δημιουργηθεί από την αποτίναξη των αποικιακών καθεστώτων στις νόρμες και τους κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς του διεθνούς συστήματος. Η κοινωνικοποίηση αυτή είχε τον χαρακτήρα μιας σκληρής και πολλές φορές συγκρουσιακής αλληλεπίδρασης μεταξύ των αναγκών και των οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των νέων αυτών κρατών, των παλαιών αποικιοκρατικών δυνάμεων και των αναδυόμενων υπερδυνάμεων, και όχι της μονομερούς συμμόρφωσης των πρώτων προς τους άλλους δύο. Δεύτερον, τα περισσότερα από αυτά τα κράτη ήθελαν να αποφύγουν τη δημιουργία ενός σκληρού διπολικού διεθνούς συστήματος όπου μια χώρα δεν θα είχε την επιλογή εξόδου από τον συνασπισμό στον οποίο εντάχθηκε. Η ύπαρξη ενός χαλαρού διπολικού συστήματος θα απομάκρυνε την πιθανότητα μιας πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ των δύο συνασπισμών αφού θα άφηνε έναν «χώρο» αδέσμευτων κρατών για διπλωματικούς ελιγμούς και διαμεσολάβηση. Η αντιαποικιοκρατική συνδιάσκεψη στο Μπαντούνγκ, το 1955, αποτέλεσε την έναρξη αυτής της διαδικασίας «κοινωνικοποίησης», με τις χώρες που έβγαιναν από τον αποικιοκρατικό ζυγό να θέτουν μετ’ επιτάσεως τα προτάγματά τους για πλήρη απεξάρτηση από τις αποικιακές δομές, αυτοδύναμη ανάπτυξη και κυρίως δικαιοσύνη στις διεθνείς σχέσεις.

Ευέλικτη γραμμή στην ιδρυτική πράξη του κινήματος

Η Διάσκεψη του Βελιγραδίου έρχεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη καμπή του Ψυχρού Πολέμου. Ο ανταγωνισμός των πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων είχε πάλι οξυνθεί μετά την απόφαση των Σοβιετικών για αναστολή του μονομερούς (από την πλευρά τους) μορατόριουμ. Επίσης, η κρίση του Βερολίνου είχε οδηγήσει στην αύξηση των αμερικανικών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη και στην απόφαση της Ανατολικής Γερμανίας για την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου. Την ίδια στιγμή η επανάσταση στην Κούβα και η κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο αμφισβητούσαν την προβλεπόμενη από το δόγμα Μονρόε ηγεμονία των ΗΠΑ στο δυτικό ημισφαίριο και η εχθρότητα των ΗΠΑ προς τη νέα κυβέρνηση τροφοδοτούσε την προσέγγιση της δεύτερης προς το σοβιετικό στρατόπεδο. Η άγρια σύγκρουση στο Κονγκό αποτελούσε ακόμη ένα σημείο κρίσης αυτής της διαδικασίας «κοινωνικοποίησης», αλλά και μια αντιστοίχιση στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, αφού μια σειρά από ριζοσπαστικές αφρικανικές κυβερνήσεις, με την έμμεση στήριξη της ΕΣΣΔ, κατηγορούσαν τη Δύση και τις ΗΠΑ για νεοαποικιοκρατία.

Σε αυτό το κρίσιμο ιστορικό σημείο της ψυχροπολεμικής περιόδου η συνάντηση κορυφής του Βελιγραδίου θα δώσει τη δυνατότητα σε μια ομάδα διάσπαρτων μη συνδεδεμένων με τους δύο συνασπισμούς κρατών, που έβγαιναν από τη Συνδιάσκεψη του Μπαντούνγκ, να αποτελέσουν ένα θεσμοθετημένο και σχετικά συμπαγές ΚτΑ. Η Διάσκεψη του Βελιγραδίου αποτελεί, με άλλα λόγια, την ιδρυτική πράξη του κινήματος. Τα κριτήρια συμμετοχής δεν ήταν από την αρχή σαφή και αποδεκτά από όλους. Υπήρχαν δύο «σχολές σκέψεις» λίγο πριν από τη διάσκεψη. Η μία, με πρωτοβουλία κυρίως της Ινδονησίας, η οποία είχε εκείνη την εποχή στραφεί προς μια ακραία ουδετερόφιλη πολιτική, και υποστηρικτές νέα μέλη της άτυπης ομάδας των αδέσμευτων κρατών όπως το Μάλι, η Γουινέα, η Κούβα και η Γκάνα, ζητούσε να αποκλειστούν από τη διάσκεψη τα κράτη εκείνα που δεν ήταν ανοιχτά εχθρικά προς τη Δύση. Η δεύτερη σχολή σκέψης, με πρωτοβουλία της Ινδίας υποστηριζόμενης κυρίως από την Καμπότζη και την Κεϊλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα) και μετά από την Αίγυπτο και τη Γιουγκοσλαβία, επιθυμούσε πιο ευέλικτα κριτήρια για το ποιο κράτος θα γινόταν αποδεκτό.

Ο Ινδός πρωθυπουργός Τζαβαχαρλάλ Νεχρού δεν επιθυμούσε να μετατραπεί η διάσκεψη σε έναν «εξορκισμό» και μαστίγωση των κακών του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Μάλιστα η Ινδία δεν επιθυμούσε καθόλου τη θεσμοθέτηση του κινήματος. Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε εδώ τα γεωπολιτικά συμφέροντα των βασικών εκπροσώπων των δύο σχολών. Οι σινοϊνδικές σχέσεις βρίσκονταν σε όξυνση για το ζήτημα του Θιβέτ, η Ινδία είχε υποδεχθεί την εξόριστη θιβετιανή κυβέρνηση στο έδαφός της και οι συνοριακές συγκρούσεις στα σινοϊνδικά σύνορα είχαν αλματωδώς αυξηθεί. Σε αυτή τη φάση ο Νεχρού δεν επιθυμούσε έντονη αντιπαλότητα με το δυτικό στρατόπεδο. Την ίδια στιγμή, η προσέγγιση της Ινδονησίας με την Κίνα δημιουργούσε προβλήματα στις ινδοϊνδονησιακές σχέσεις.

Τελικά τα κριτήρια που υιοθετήθηκαν απηχούσαν την ευέλικτη γραμμή του Νεχρού και των μετριοπαθών αλλά μπορούσαν να ερμηνευθούν με διαφορετικό τρόπο από κάθε κράτος. Η Γιουγκοσλαβία συνέχιζε μια πολιτική ισορροπιών προς τις δύο υπερδυνάμεις, προωθώντας μια επαναπροσέγγιση με τη Σοβιετική Ενωση του Χρουστσόφ, χωρίς ωστόσο να διακινδυνεύει την αμερικανική βοήθεια. Ο Τίτο έβλεπε το ΚτΑ με λιγότερο ιδεολογικούς και περισσότερο πρακτικούς όρους, ως μέσο για την αναπλήρωση της απουσίας κρίσιμων διεθνών συμμαχιών που είχε προκαλέσει η σύγκρουση Τίτο – Στάλιν. Τελικά συμμετείχαν 25 κράτη, κυρίως από την Ασία και την Αφρική, ενώ έλειπαν τα περισσότερα κράτη της Λατινικής Αμερικής και ουδέτερα ευρωπαϊκά κράτη όπως η Ιρλανδία και η Αυστρία.

Αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ

Στο δυτικό στρατόπεδο, η αμερικανική πολιτική επηρεαζόταν από δύο γραμμές. Η μία ήταν αρνητική και έβλεπε με ισχυρή καχυποψία το ΚτΑ. Πίστευε ότι τα αντιιμπεριαλιστικά και αντιδυτικά χαρακτηριστικά θα υπερίσχυαν, κάνοντας το κίνημα έναν χώρο επιρροής του κομμουνιστικού στρατοπέδου, και πρότεινε την αποθάρρυνση κρατών που βρίσκονταν εγγύτερα στη Δύση ή ήταν ουδέτερα ως προς τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες συγκρότησης του ΚτΑ. Η άλλη γραμμή ήταν περισσότερο εφεκτική βλέποντας θετικά τη διάσκεψη. Η διακυβέρνηση Κένεντι, που θεωρούσε ότι ο μετα-αποικιακός κόσμος θα αποτελούσε ένα κρίσιμο πεδίο ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, απέδιδε μεγάλη σημασία στις σχέσεις με τα αδέσμευτα κράτη. Παράλληλα με ήδη γνωστές πολιτικές, όπως η Συμμαχία για Πρόοδο (Alliance for Progress) και τα Ειρηνευτικά Σώματα (Peace Corps), ο Κένεντι και οι πιο προοδευτικοί σύμβουλοί του θεωρούσαν ότι αδέσμευτες χώρες, όπως κυρίως η Ινδία, η Αίγυπτος και η Ινδονησία, έλεγχαν το ισοζύγιο ισχύος σε έναν μετα-αποικιακό κόσμο. Την ίδια στιγμή όμως και ενόψει της δραστήριας κουβανικής συμμετοχής στη διάσκεψη, η Αμερική αποθάρρυνε τη συμμετοχή κρατών της Λατινικής Αμερικής σε αυτήν. Ο Αμερικανός πρέσβης στο Βελιγράδι, ο γνωστός θεωρητικός και αναλυτής της πολιτικής της αποτροπής της σοβιετικής επεκτατικότητας Τζορτζ Κέναν, επιφυλακτικός ως προς τα αποτελέσματα της διάσκεψης, προσπαθούσε να επηρεάσει τη Γιουγκοσλαβία, και μέσω αυτής τη διάσκεψη, υπέρ των αμερικανικών θέσεων για το Βερολίνο και τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, ώστε να αποφευχθούν σκληροί αντιδυτικοί τόνοι στις αποφάσεις και τα ανακοινωθέντα.

Η σοβιετική διπλωματία επιθυμούσε την άσκηση της μεγαλύτερης δυνατής επιρροής στη διάσκεψη με πρώτο στόχο την υιοθέτηση από τους Αδέσμευτους αποφάσεων που θα υποστήριζαν τις θέσεις της στα κεντρικά ψυχροπολεμικά ζητήματα, ιδιαίτερα στα ζητήματα του Βερολίνου και των εξοπλισμών. Είχε όμως και γεωπολιτικούς στόχους. Επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τη Διάσκεψη του Βελιγραδίου για μια επαναπροσέγγιση με τη Γιουγκοσλαβία και μέσω αυτής να προσελκύσει τη νασερική Αίγυπτο στο σοβιετικό στρατόπεδο. Προφανώς η σοβιετική πολιτική συνέπιπτε με την αμερικανική εκτίμηση για τον κομβικό ρόλο της Αιγύπτου στον μετα-αποικιακό κόσμο.

Η επικράτηση της πλευράς των μετριοπαθών

Οι τελικές αποφάσεις αντικατόπτριζαν περισσότερο τη θέση του Νεχρού και των μετριοπαθέστερων, που επιζητούσαν ευελιξία στα ζητήματα των σχέσεων Ανατολής – Δύσης. Η διάσκεψη τάχθηκε κατά όλων των πυρηνικών δοκιμών, χωρίς όμως ειδική αναφορά στη σοβιετική διακοπή του μορατόριουμ, ενώ όλες οι δυνάμεις παροτρύνονταν να ξεκινήσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις για τον αφοπλισμό. Για το ζήτημα του Βερολίνου η διάσκεψη ζητούσε την αποφυγή χρήσης βίας και τον σεβασμό στην ενότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία όλων των κρατών. Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων κρατών έθετε το ζήτημα της αναδιοργάνωσης του ΟΗΕ, ώστε να ενισχυθεί η αποφασιστική συμμετοχή των νέων κρατών. Υπήρχε βέβαια μια πολύ δυναμική ομάδα κρατών, όπως η Κούβα, η Ινδονησία, το Ιράκ και η Γιουγκοσλαβία, που πίεσε για θέσεις ευνοϊκές προς τη Σοβιετική Ενωση, αλλά οι περισσότερες χώρες εκφράζονταν για τις ΗΠΑ με σεβασμό και προσδοκία. Η αμφιταλάντευση και επιφυλακτικότητα των ΗΠΑ απέναντι στη διάσκεψη άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στις αντιδυτικές δυνάμεις, που κυριάρχησαν στην επόμενη Διάσκεψη του Καΐρου, το 1964.

Περιγράφοντας τη συνδιάσκεψη της Μπαντούνγκ, ο Αφροαμερικανός ακτιβιστής Ρίτσαρντ Γουάιτ σημείωνε: «Οι αποσυνάγωγοι, οι προσβεβλημένοι, οι πληγωμένοι, οι διωγμένοι συναντώνται. Εδώ βρίσκεται η εθνική, θρησκευτική και ταξική συνείδηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποιος είχε σκεφτεί να οργανώσει μια τέτοια συνάντηση; Και τι κοινό είχαν αυτά τα έθνη μεταξύ τους; Τίποτα, για μένα, εκτός από τα αισθήματα που τους είχε προξενήσει η ιστορική σχέση τους με τη Δύση. Αυτή η ίδια η συνάντηση των καταφρονημένων ήταν ένα είδος καταδίκης του δυτικού κόσμου». Η Διάσκεψη του Βελιγραδίου αποτέλεσε τη θεσμική έκφραση της περιπετειώδους ένταξης αυτών των καταφρονημένων στη διεθνή κοινωνία. Πενήντα χρόνια αργότερα, το 2011, τα κράτη-μέλη του ΚτΑ συναντήθηκαν και πάλι στο Βελιγράδι. Ηταν φανερό ότι το ΚτΑ είχε πρόβλημα στη διατύπωση νέων στόχων και προτεραιοτήτων στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Είχαν αλλάξει τόσο τα κράτη του κινήματος όσο και η διεθνής κοινωνία.

* Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (www.cemmis.edu.gr).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή