Υστατη ευκαιρία για το κλίμα στο Παρίσι

Υστατη ευκαιρία για το κλίμα στο Παρίσι

8' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η σύνοδος του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, η οποία ξεκίνησε στο Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου και θα ολοκληρωθεί στις 11 Δεκεμβρίου, έχει χαρακτηριστεί «η ύστατη ευκαιρία» αποτροπής της καταστροφικής υπερθέρμανσης του πλανήτη. Η συμμετοχή 150 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (περισσότερων από ποτέ άλλοτε στη σχεδόν 25ετή ιστορία των διασκέψεων για το κλίμα), καθώς και η προεργασία μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων των χωρών με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, έχει δημιουργήσει συγκρατημένη αισιοδοξία ότι θα αποφευχθεί το φιάσκο της Κοπεγχάγης.

Τότε, το 2009, παρότι οι συμμετέχοντες αναγνώρισαν την ανάγκη να μην αυξηθεί η θερμοκρασία του πλανήτη πάνω από 2 βαθμούς Κελσίου, δεν προέκυψαν συγκεκριμένοι εθνικοί στόχοι για τη μείωση των εκπομπών που θα πετύχαινε αυτό το αποτέλεσμα. Η ελπίδα όσων αντιλαμβάνονται τους κινδύνους είναι ότι στις 11/12 οι στόχοι θα έχουν τεθεί ― αν και παραμένει γρίφος το πώς θα μεταφραστούν σε νομικές δεσμεύσεις των χωρών που θα τις αναλάβουν και αν και πόσο συχνά θα αναθεωρούνται ανάλογα με τις εξελίξεις. Συνολικά 180 χώρες είχαν παρουσιάσει σχέδια για περιορισμό των εκπομπών τους πριν ξεκινήσει η σύνοδος, αλλά το αθροιστικό αποτέλεσμα δεν ήταν αρκετό για να συγκρατηθεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στα επιθυμητά επίπεδα.

Ζήτημα η κατανομή βαρών

Η θετική κατάληξη, συνεπώς, είναι κάθε άλλο παρά προδιαγεγραμμένη. Ακόμα κι αν επιτευχθεί, η εφαρμογή της συμφωνίας θα είναι δυσχερής, με το ζήτημα της κατανομής των βαρών της προσαρμογής μεταξύ ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου να αποτελεί ανεξάντλητη πηγή μελλοντικών διενέξεων.

Την Παρασκευή η γαλλική προεδρία παρουσίασε ένα νέο προσχέδιο ανακοινωθέντος, σημαντικά συντομότερο από το σχεδόν 50σέλιδο προσχέδιο της Πέμπτης, το οποίο θα προετοίμαζε το έδαφος για τις υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών το Σαββατοκύριακο. Τα κύρια σημεία τριβής στις διαπραγματεύσεις ήταν ήδη φανερά.

Ομάδα χωρών, με επικεφαλής την Ινδία, απαιτούσε να συμπεριληφθεί στη συμφωνία όρος που θα δεσμεύσει τις ανεπτυγμένες χώρες να δαπανήσουν περισσότερους δημόσιους πόρους -άνω των 100 δισ. δολαρίων ετησίως μετά το 2020- για την ανάπτυξη της πράσινης τεχνολογίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης και της αύξησης των εκπομπών θα προέλθει από χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου κατά τις επόμενες δεκαετίες, είναι ζωτικό να μπουν από τώρα σ’ ένα μονοπάτι χαμηλών εκπομπών, αντί για τη «βρώμικη» οδό του κάρβουνου και των υδρογονανθράκων. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, επέμεναν να υπάρξει αυστηρή εξωτερική επιτήρηση των εκπομπών των αναπτυσσόμενων οικονομιών.

Αξίζει να θυμηθούμε το βασικό πλαίσιο της σύνθετης διαπραγμάτευσης (με τη βοήθεια ενός διαφωτιστικού Q&A των New York Times). Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων:

• Η θερμοκρασία του πλανήτη έχει ήδη αυξηθεί κατά σχεδόν έναν βαθμό Κελσίου (1,7 Φαρενάιτ) από το 1880.

• Η θέρμανση είναι πιο έντονη στην ξηρά, στην Αρκτική και στην Ανταρκτική.

• Το συντριπτικό μέρος της αύξησης της θερμοκρασίας που έχει λάβει χώρα μετά το 1950 οφείλεται σε ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

• Ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός ανακοίνωσε προ ημερών ότι η πενταετία 2011-5 ήταν η θερμότερη που έχει καταγραφεί.

• Αν οι εκπομπές συνεχίσουν να αυξάνονται ανεξέλεγκτα, η θερμοκρασία της Γης θα αυξηθεί κατά σχεδόν 5 βαθμούς Κελσίου, υπονομεύοντας τη δυνατότητα του πλανήτη να υποστηρίξει μεγάλους πληθυσμούς ανθρώπων.

Το πιο αισιόδοξο σενάριο εξαρτάται από τον συνδυασμό πολλών μεταβλητών. Θα πρέπει:

• η Γη να αποδειχθεί λιγότερο ευαίσθητη στη συσσώρευση αερίων του θερμοκηπίου από ό,τι πιστεύουν σήμερα οι επιστήμονες,

• η χλωρίδα και η πανίδα να προσαρμοστούν καλύτερα του αναμενομένου στις κλιματικές αλλαγές που έχουν ήδη καταστεί αναπόφευκτες και

• οι ανθρώπινες κοινωνίες να αναπτύξουν την πολιτική βούληση για την αποφασιστική αντιμετώπιση του φαινομένου και τα τεχνολογικά εργαλεία για να την επιτύχουν.

Με άλλα λόγια, είμαστε με την πλάτη στον τοίχο. Τα περιθώρια για μυωπικές αντιπαραθέσεις έχουν εκλείψει.

20 τρισ. θα κοστίσει αύξηση 1,5 βαθμού της θερμοκρασίας

Οι αμφισβητίες της κλιματικής αλλαγής, πέρα από τα όποια επιστημονικά τους επιχειρήματα, παγίως παραπέμπουν στις οικονομικές συνέπειες μιας ενεργού πολιτικής καταπολέμησης του φαινόμενου. Τα μέτρα περιορισμού των εκπομπών, λένε, θα επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και θα θέσουν τις χώρες που τα υιοθετούν σε μειονεκτική θέση έναντι ανταγωνιστριών που δεν διαθέτουν αντίστοιχες οικολογικές ευαισθησίες.

Τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι αναπτυσσόμενες χώρες, στις σύνθετες διαπραγματεύσεις τους για την αποτροπή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, έχουν αφομοιώσει την ιδέα της αντίστροφης σχέσης μεταξύ ανάπτυξης και περιορισμού του οικολογικού τους αποτυπώματος. Η εκστρατεία υπέρ της ανάγκης λήψης άμεσων μέτρων για την ανάσχεση του φαινομένου δεν θα πετύχει αν δεν αναδειχθεί ο βαθμός στον οποίο τα μέτρα αυτά, εκτός από περιβαλλοντικά σωτήρια, θα είναι και οικονομικά επωφελή.

Ηδη βιώνουμε τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Οι ισχυρότεροι καύσωνες που παρατηρούνται μεταφράζονται σε υψηλότερο κόστος ιατρικής περίθαλψης, περισσότερες χαμένες εργατοώρες και μειωμένες αποδόσεις των καλλιεργειών. Καιρικά φαινόμενα πρωτοφανούς σφοδρότητας, όπως ο τυφώνας «Κατρίνα», προκαλούν τεράστιες υλικές ζημιές και δημιουργούν νέες προκλήσεις για τον κλάδο των ασφαλειών. Σε ομιλία του στα τέλη Σεπτεμβρίου με θέμα την κλιματική αλλαγή και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, ανέφερε ότι ο αριθμός των καταγεγραμμένων ζημιών από ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα έχει τριπλασιασθεί σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, ενώ οι αποζημιώσεις που χορηγεί ο ασφαλιστικός κλάδος για τέτοιες ζημίες έχουν πενταπλασιαστεί (λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον πληθωρισμό) στην ίδια περίοδο, από 10 σε 50 δισ. δολάρια ετησίως.

Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Nature, η αποτυχία αναχαίτισης της κλιματικής αλλαγής θα έχει ως αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν εισόδημα το 2100 να είναι χαμηλότερο κατά 23% από ό,τι θα ήταν διαφορετικά. Οι επιπτώσεις θα διαφέρουν δραματικά ανάλογα με το σημερινό βιοτικό επίπεδο των χωρών: στο 40% των φτωχότερων χωρών, το μέσο εισόδημα αναμένεται να μειωθεί κατά 75%, ενώ στο 20% των πιο ανεπτυγμένων, προβλέπεται οριακά υψηλότερο. Η μελέτη εστιάζει αποκλειστικά στην επίδραση της θέρμανσης στην παραγωγικότητα, άρα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο οι συνέπειες -π.χ. της αύξησης της στάθμης των υδάτων ή των πιο ακραίων καιρικών φαινομένων- να είναι ακόμα χειρότερες.

Εκθεση που δημοσίευσε πρόσφατα η Citigroup («Energy Darwinism II: Why a Low Carbon Future Doesn’t Have to Cost the Earth») συμπεραίνει ότι αν η διεθνής κοινότητα περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου ώς το 2060, η απώλεια για το παγκόσμιο ΑΕΠ θα είναι κατά 52 τρισ. δολάρια μικρότερη σε σύγκριση με μια αύξηση 4,5 βαθμών Κελσίου. Βάσει της συμφωνίας του Κανκούν (2010), οι συμμετέχοντες στη διαδικασία της COP (Conference of the Parties) έχουν δεσμευτεί να εφαρμόσουν πολιτικές που θα περιορίσουν την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.

Ζήτημα ενέργειας

Ο πιο κρίσιμος τομέας για την ανάσχεση των τάσεων υπερθέρμανσης του πλανήτη στις επόμενες δεκαετίες είναι η ενέργεια. Το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, να υπερτριπλασιασθεί μεταξύ του 2015-2060, από 80 στα 260 τρισ. δολάρια. Τα 2/3 αυτής της θεαματικής διόγκωσης θα προέλθουν από τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες τείνουν να είναι πολύ πιο ενεργειακά σπάταλες από τον ανεπτυγμένο κόσμο.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της Citi, έως το 2040 αναμένεται να δαπανηθούν σχεδόν 200 τρισ. δολάρια για τις παγκόσμιες ενεργειακές ανάγκες. Η μελέτη εξετάζει δύο σενάρια σχετικά με τις ενεργειακές δαπάνες την επόμενη 25ετία: αυτό της «Δράσης» για τη μείωση των εκπομπών και αυτό της «Αδράνειας». Το κόστος της «Δράσης», όπως το υπολογίζουν, είναι 190,2 τρισ. δολάρια, 1,8 τρισ. λιγότερα από το κόστος της «Αδράνειας». Οπως το θέτουν: «Ενώ δαπανούμε περισσότερα για ανανεώσιμες πηγές και ενεργειακή αποδοτικότητα τα πρώτα χρόνια, η εξοικονόμηση σε κόστος καυσίμων στα ύστερα χρόνια θα αντισταθμίσει τις πρότερες επενδύσεις». Επιπλέον, δεδομένης της αναιμικής ανάκαμψης από την κρίση του 2007-9 που παρατηρείται στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι αναλυτές της Citi αναφέρουν ότι η αύξηση των επενδύσεων σήμερα μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στην οικονομία.

Τα 2/3 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προέρχονται από τον ενεργειακό τομέα. Το 43% των ενεργειακών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα –μακράν του πιο σημαντικού αερίου του θερμοκηπίου– προέρχεται από την καύση άνθρακα, το 33% από το πετρέλαιο και το 18% από φυσικό αέριο. Η ένταση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου των διαφόρων μορφών άνθρακα είναι σχεδόν διπλάσια από αυτήν του αερίου.

Ενεργειακά ρυπογόνες χώρες

Η Κίνα είναι με διαφορά η πιο ενεργειακά ρυπογόνος χώρα, καθώς ευθύνεται για το 27% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την κατανάλωση ενέργειας. Ακολουθούν οι ΗΠΑ με 14% και η Ε.Ε. με 9%. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ενέργειας στην υπερθέρμανση του πλανήτη επιβεβαιώνεται και ιστορικά: σύμφωνα με την έκθεση της Citi, η συσσώρευση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα μεταξύ 1870-2013 οφείλεται κατά 73% στην εκτόξευση της κατανάλωσης ενέργειας.

Οι πιο αισιόδοξοι βλέπουν στην περυσινή χρονιά ένα ενδεχόμενο σημείο καμπής. Μετά δεκαετίες αύξησης των ετήσιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προερχόμενες από τον ενεργειακό τομέα (εξαπλασιάστηκαν μεταξύ του 1950-2013), το 2014 έμειναν στάσιμες, παρότι το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά περίπου 3%. Ωστόσο, με το 1/5 σχεδόν του ανθρώπινου πληθυσμού να μην έχει ακόμα πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα (στο οποίο οφείλεται το 42% των ενεργειακών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) και με τις αναπτυσσόμενες χώρες να δαπανούν πολύ περισσότερη ενέργεια και περισσότερο άνθρακα για κάθε μονάδα ΑΕΠ που παράγουν, η πολυπόθητη αποσύνδεση της ανάπτυξης από τον άνθρακα απέχει ακόμα πολύ από το να εδραιωθεί.

Περί κόστους…

Στον δημόσιο διάλογο που αφορά την κλιματική αλλαγή και κατά πόσον ήδη βιώνουμε τις συνέπειές της, η εξαγωγή ξεκάθαρων συμπερασμάτων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Οπως αναφέρει ο Δημήτρης Ζεγγέλης, συνεπικεφαλής κλιματικής πολιτικής του Grantham Research Institute στο LSE, «είναι εξαιρετικά δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί το κόστος της κλιματικής αλλαγής που ήδη συμβαίνει. Δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τον κόσμο, όπως θα ήταν αν δεν υπήρχε. Κάποια φαινόμενα, όπως η άνοδος της στάθμης των θαλασσών, οφείλονται ευθέως στην κλιματική αλλαγή. Δεν μπορούμε όμως να αποδίδουμε συγκεκριμένα ακραία φαινόμενα στην κλιματική αλλαγή. Αυτή η σχέση παραμένει στη σφαίρα του υποθετικού, παρότι γνωρίζουμε  ότι η κλιματική  αλλαγή αυξάνει τη συχνότητα φαινομένων όπως σφοδρές καταιγίδες ή παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας».

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι πέρυσι εντάχθηκε στις τάξεις των οργανισμών που θεωρούν την κλιματική αλλαγή άμεσο (και όχι μελλοντικό) κίνδυνο και το αμερικανικό Πεντάγωνο. Μεταξύ των συνεπειών της, σε περυσινή έκθεση, οι ειδικοί του υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ ανέδειξαν τον κίνδυνο αυξημένων μεταναστευτικών ρευμάτων, καθώς η ξηρασία, οι αποτυχημένες σοδειές και το λιώσιμο των παγετώνων θα οδηγήσουν απελπισμένους ανθρώπους σε αναζήτηση τροφής και πόσιμου νερού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή