Οταν μια μεγάλη εφημερίδα γυρίζει σελίδα

Οταν μια μεγάλη εφημερίδα γυρίζει σελίδα

4' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. «Hταν μια στιγμή έξαψης και ανησυχίας». Με αυτήν τη φράση περιγράφει η Τρέισι Γκραντ, αναπληρώτρια εκτελεστική διευθύντρια της Washington Post και βετεράνος 23 ετών στην εφημερίδα, το σοκ της πώλησης της εφημερίδας το φθινόπωρο του 2013.

Βρισκόμαστε –μια ομάδα Ευρωπαίων από διαφορετικές χώρες και επαγγελματικούς τομείς– στα νέα γραφεία της εφημερίδας στο κέντρο της αμερικανικής πρωτεύουσας. Η ξενάγηση αποτελεί μέρος ενός προγράμματος που έχει οργανώσει το German Marshall Fund of the United States, μία δεξαμενή σκέψης που εστιάζει στην προώθηση της στενότερης συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Το newsroom απλώνεται σε έναν τεράστιο όροφο, ακτινοβολεί από καθαριότητα και έχει παντού οθόνες – άλλες που δείχνουν ειδήσεις και άλλες με δεδομένα για την αναγνωσιμότητα των θεμάτων της εφημερίδας. Το λογότυπο της εφημερίδας είναι επίσης πανταχού παρόν, ώστε να φαίνεται στο φόντο όταν κάποιος δημοσιογράφος δίνει συνέντευξη στο στούντιο του ορόφου σε κάποιο τηλεοπτικό δίκτυο.

Οπως αφηγείται την ιστορία η κ. Γκραντ, η αναταραχή που προκάλεσε η πώληση στο προσωπικό δεν οφειλόταν μόνο στην αποχώρηση της οικογένειας Γκρέιχαμ, που επί 80 χρόνια είχε στηρίξει την εφημερίδα στις επιτυχίες άλλα και στους δύσκολους καιρούς («ο Ντον Γκρέιχαμ ήξερε τα ονόματα όλων των εργαζομένων και των περισσότερων παιδιών τους», μας λέει), οφειλόταν εξίσου στην ταυτότητα του νέου αγοραστή, του Τζεφ Μπέζος της Amazon, που είχε γίνει πολυδισεκατομμυριούχος, ανατρέποντας τα πάντα στον χώρο των εκδόσεων και όχι μόνο. Τι σκοπούς είχε για τη Washington Post;

Η εφημερίδα που αποκάλυψε το σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ, πριν από την έλευση του Μπέζος, βρισκόταν σε μία παρατεταμένη περίοδο παρακμής. Το 2008, η τότε εκδότρια Κάθριν Γουέιμουθ, εγγονή της θρυλικής Κάθριν Γκρέιχαμ (που ήταν επικεφαλής της Post στην πιο δοξασμένη εποχή της), ανακοίνωνε ότι η εφημερίδα θα απευθυνόταν σχεδόν αποκλειστικά στη Ουάσιγκτον – δηλαδή στην κάλυψη της εθνικής πολιτικής σκηνής και λοιπών θεμάτων που συνδέονταν με τη ζωή της πρωτεύουσας.

Ο στόχος του Μπέζος, όπως τον περιγράφει η κ. Γκραντ, είναι ο ακριβώς αντίθετος. «Θέλει να μας μετατρέψει ταχύτατα από μία τοπική εφημερίδα με εθνική φήμη σε ένα εθνικό και διεθνές μέσο ενημέρωσης», εξηγεί.

Δίνοντας μία τάξη μεγέθους, αναφέρει ότι η κυκλοφορία της έντυπης Post, στο αποκορύφωμά της, έφτανε το ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Ουάσιγκτον, το Μέριλαντ και τη Βιρτζίνια – «τον περασμένο μήνα είχαμε 80 εκατομμύρια αναγνώστες σε όλον τον κόσμο».

Το 2013 ήταν κομβική χρονιά για την αντιστροφή της καθοδικής πορείας της εφημερίδας για ακόμα έναν λόγο. Τότε ανέλαβε τα ηνία ως διευθυντής ο Μάρτι Μπάρον, μία σπουδαία φυσιογνωμία του αμερικανικού Τύπου. Ο Μπάρον, τον οποίο είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσαμε εν δράσει στην απογευματινή σύσκεψη της εφημερίδας, ήταν ο διευθυντής της Boston Globe όταν η εφημερίδα ξεσκέπασε το σκάνδαλο με τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων από Καθολικούς ιερείς στη Βοστώνη (η υπόθεση μνημονεύθηκε στο «Spotlight», που βραβεύθηκε με το Οσκαρ καλύτερης ταινίας). Η Γκραντ πιστώνει στον Μπάρον την αναπτέρωση του ηθικού της εφημερίδας.

Οι νέοι πόροι, φυσικά, βοήθησαν επίσης. Οπως αναφέρει η αναπληρώτρια εκτελεστική διευθύντρια της Post, το προσωπικό της εφημερίδας αυξήθηκε, μετά την εξαγορά από τον Τζεφ Μπέζος, από 575 σε περίπου 700 άτομα, μεταξύ των οποίων 40 που απασχολούνται στην παραγωγή οπτικοακουστικού υλικού για την ιστοσελίδα της εφημερίδας. Ωστόσο εξακολουθεί να απέχει πολύ από τα 950 άτομα που απασχολούνταν στην παραγωγή των ειδήσεων στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Πόση υπομονή με την αξιόλογη αλλά όχι αναγκαστικά ευανάγνωστη δημοσιογραφία θα έχει όμως ο άνθρωπος που ποσοτικοποιεί τα πάντα και που έλεγε στα στελέχη του να κυνηγούν μικρούς εκδοτικούς οίκους «όπως ένα τσιτάχ κυνηγά μία καχεκτική γαζέλα»; Δεν υπάρχει ο φόβος να δεχτούν οι δημοσιογράφοι πιέσεις για να ασχοληθούν με θέματα που διαβάζονται ευρέως αλλά δεν έχουν σχέση με το σοβαρό ρεπορτάζ;

Για την Τρέισι Γκραντ, έχει τεράστια σημασία η ύπαρξη προσωπικοτήτων σαν τον Μπάρον, που έχουν το κύρος να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη. Παράλληλα όμως παραδέχεται ότι δεν μπορεί η εφημερίδα να αγνοεί τις μετρήσεις στις οθόνες.

Ρευστότητα, η νέα σταθερά

Πριν από το Διαδίκτυο, θυμάται η Τρέισι Γκραντ, μία εφημερίδα σαν την Post επέλεγε τα πέντε θέματα της ημέρας και η επιλογή αυτή καθόριζε πλήρως την ειδησεογραφική ατζέντα. «Στη νέα εποχή, είναι ένας διάλογος: οι αναγνώστες μπορούν να μας πουν τι θέλουν να διαβάζουν, για πόση ώρα, αν προτιμούν να το δουν αντί να το διαβάσουν. Πρέπει να μπορούμε να ανταποκριθούμε». Παράλληλα, τα όρια του κλάδου έχουν γίνει πιο ασαφή – και οι ανταγωνιστές έναντι των οποίων μετριέται έχουν πολλαπλασιαστεί. «Είναι οι μεγάλες εφημερίδες, αλλά είναι και τα τηλεοπτικά κανάλια, μερικές φορές –με θλίβει που το παραδέχομαι– είναι και το Buzzfeed». Αρα, όπως συμπεραίνει, «είναι η καλύτερη, αλλά και η πιο σύνθετη εποχή για το επάγγελμα του δημοσιογράφου». Οι πολυσχιδείς προκλήσεις της νέας εποχής συνδέονται άμεσα με την αδυναμία εξεύρεσης ενός βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου για την ψηφιακή εποχή. «Παρότι οι συνδρομές στην έντυπη έκδοση έχουν μία ακάθεκτη καθοδική πορεία, εξακολουθούν να αποτελούν τα 2/3 των εσόδων της Washington Post Company», λέει η κ. Γκραντ. «Πρόκειται για ένα στατιστικό στοιχείο που με κρατάει ξύπνια τα βράδια».

Ο Τζεφ Μπέζος, λέει η δημοσιογράφος, «μιλάει για επαναφορά, σε ηλεκτρονική εκδοχή, της σχέσης του αναγνώστη με το ημερήσιο φύλλο, ώστε να είναι διατεθειμένος να πληρώσει γι’ αυτό». Μένει να φανεί τι μορφή θα πάρει αυτό, και αν θα είναι κερδοφόρο χωρίς να θυσιαστεί η ποιοτική δημοσιογραφία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή