«Η πιο βαρετή διεθνής διαφορά στον κόσμο». Με αυτή την αφοριστική διαπίστωση είχε περιγράψει πριν από χρόνια το Κυπριακό η διεθνής επιθεώρηση Jane’s Foreign Report. Και δεν είναι μόνον οι ξένοι. Στα ελληνικά ΜΜΕ επικρατεί η αντίληψη ότι το Κυπριακό δεν «πουλάει» ως θέμα. Είναι επίσης γεγονός ότι κανείς δεν θυμάται μετά 42 χρόνια ποιος γύρος συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού είναι αυτός ή τι ακριβώς συζητήθηκε με τον προηγούμενο εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων.
Μέσα σε όλα αυτά προβάλλει ένα ερώτημα: Εμάς ως Ελλάδα μάς ενδιαφέρει πράγματι η Κύπρος; Από τυπικής πλευράς η απάντηση είναι καταφατική. Το Κυπριακό είναι το μοναδικό θέμα που απασχολεί συνεχώς από το 1955 την ελληνική εξωτερική πολιτική. Επιπλέον, η χώρα μας είναι μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από το σύνολο των υπό διαπραγμάτευση θεμάτων για το Κυπριακό μόνον στο θέμα των εγγυήσεων έχει εκφράσει τη θέση της η ελληνική κυβέρνηση, διότι εκεί διαθέτουμε τη νομική βάση για να έχουμε επισήμως άποψη.
Εκτός, όμως, από το τυπικό μέρος, υπάρχει και το ουσιαστικό: Πρέπει να μας ενδιαφέρει η Κύπρος; Ενας αντίλογος θα έλεγε: «Και τι μας νοιάζει εμάς το Κυπριακό; Κάναμε τα λάθη μας ως Ελλάδα στο παρελθόν αλλά επανορθώσαμε με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος, διαφορετικό από την Ελλάδα. Τι μας ενδιαφέρει εμάς σήμερα τι λύση θα δοθεί στην Κύπρο;».
Αναζητώντας την απάντηση, ας ξεκινήσουμε λίγο ανάποδα βλέποντας πώς προσεγγίζει η Τουρκία το Κυπριακό. Ολα τα μεγέθη του νησιού (πληθυσμιακά, οικονομικά) είναι περίπου αδιάφορα εάν συγκριθούν με τον μεγάλο γείτονα. Η Κύπρος αποκτά σημασία για τη γεωπολιτική ασφάλεια της Τουρκίας μόνον επειδή οι κάτοικοί της είναι Ελληνες. Οι Τούρκοι δεν επιθυμούν να «περικυκλωθούν» στο μεσογειακό θαλάσσιο μέτωπό τους από το συγκεκριμένο έθνος. Αυτή την αντίληψη είχαν οι κεμαλικοί από το 1956, τα ίδια συνεχίζουν και οι ισλαμιστές που εξαίρεσαν Ελλάδα και Κύπρο από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες». Επομένως, η Τουρκία τηρεί την πολύ συγκεκριμένη στάση της έναντι της Κύπρου επειδή εκεί κατοικούν Ελληνες.
Επιστρέφοντας σε μια πιο ορθόδοξη θεώρηση, πρέπει να αναρωτηθούμε για τον ρόλο που επιθυμούμε να έχουμε στην ευρύτερη περιοχή. Ενα κράτος αναβαθμίζεται γεωπολιτικά όταν μπορεί να ασκεί επιρροή πέραν των συνόρων του. Εάν η επιρροή του φθάνει στο σημείο να επηρεάζει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της περιοχής, καθίσταται επιθυμητός ως σύμμαχος.
Η Ελλάδα επιδιώκει αυτόν τον ρόλο (έστω και στην προσπάθειά της να τον χρησιμοποιήσει ως μέσον για να χαλαρώσει τον βρόχο της εφαρμογής των μνημονιακών υποχρεώσεων). Οι επιδόσεις της χώρας μας τα τελευταία χρόνια βρίθουν μιζέριας και αντιμετωπίζονται με απαξία από τη διεθνή κοινότητα.
Μοναδική περίπτωση που μας είδαν διαφορετικά ήταν όταν προσπαθήσαμε να αποκτήσουμε κάποιον περιφερειακό ρόλο σε συνδυασμό με την Κύπρο: Ελλάδα-Κύπρος με Ισραήλ ή/και με Αίγυπτο.
Εδώ πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι μόνον η ανεύρεση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων στις θαλάσσιες περιοχές του Ισραήλ και της Αιγύπτου καταδεικνύει ότι τα επόμενα 10 χρόνια η περιοχή μας θα αλλάξει ριζικά. Μείζον θέμα θα είναι ο τρόπος μεταφοράς της ενέργειας.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το Κυπριακό, αν και μοιάζει απομονωμένο από τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στη Θράκη, στην πραγματικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένο με αυτές. Η Τουρκία αμφισβήτησε όλο το νομικό καθεστώς του Αιγαίου μόλις το 1974 σε άμεση συνάρτηση με την εισβολή στην Κύπρο. Τα θέματα του Αιγαίου ετέθησαν ως αντίβαρο στις εξελίξεις στο νησί. Μπορεί αργότερα να απέκτησαν αυτονομία, αλλά στη βάση τους εξακολουθούν να συνδέονται άρρηκτα με το Κυπριακό. Θα είναι αδύνατον να υπάρξει οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων χωρίς λύση και του Κυπριακού.
Το «βαρετό» Κυπριακό εμφανίζεται να μπαίνει σε μια φάση ταχύτατων διαδικασιών με σκοπό την εξεύρεση λύσεως. Το θέμα αφορά πρωτίστως τα άμεσα θύματα της τουρκικής πολιτικής: τους Ελληνες της Κύπρου.
Ενδιαφέρει, όμως, κατά μείζονα βαθμό και την Ελλάδα. Η ηγεσία της Κύπρου διαχειρίζεται ένα θέμα που ξεπερνά τα όρια του νησιού και συνδέεται με όλο τον ελληνισμό.
Η ειρήνη στο Αιγαίο περνάει από την ειρήνη στην Κύπρο. Αντιστοίχως, μια κακή λύση στην Κύπρο θα έχει άμεσες συνέπειες στο Αιγαίο και στη Θράκη. Ισως να μην επιτρέπεται να την εκφράσουμε δημοσίως, αλλά καλούμαστε να έχουμε ισχυρή άποψη για την εκκολαπτόμενη πρόταση λύσεως του Κυπριακού που πρέπει να συζητήσουμε ευθέως με την ηγεσία του νησιού.
*Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.