Ηλίας Τζεμπετονίδης: Ο Eλληνας που μαγεύει το Παρίσι

Ηλίας Τζεμπετονίδης: Ο Eλληνας που μαγεύει το Παρίσι

8' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για να βρει κανείς τον Ηλία Τζεμπετονίδη στην Oπερα της Βαστίλης, πρέπει να κοιτάξει προς τη σειρά 16, και συγκεκριμένα στη θέση 44 της πλατείας, που διαθέτει 2.745 θέσεις. Εκεί κάθεται τα περισσότερα βράδια ο casting director της Oπερας του Παρισιού. Oπως εξηγεί, είναι «η καλύτερη θέση για να πηγαινοέρχομαι στα παρασκήνια όταν έχουμε παραστάσεις, δηλαδή 300 ημέρες τον χρόνο, διότι υπάρχει μια πόρτα από την οποία μπορώ να μπαινοβγαίνω διακριτικά».

Βέβαια τα παρασκήνια της Βαστίλης δεν είναι μια απλή αίθουσα αναμονής ή προετοιμασίας καλλιτεχνών. Πρόκειται για μια μικρή πόλη, η οποία αποτελείται από τέσσερις σκηνές το ίδιο μεγάλες με την κεντρική, με τη διαφορά ότι δεν είναι «ανοιχτές» για το κοινό. «Φιλοξενούν τα σκηνικά διαφορετικών παραστάσεων που ανεβαίνουν μέρα παρά μέρα την ίδια περίοδο». Πρόκειται για μια αυτοκρατορία στην Πόλη του Φωτός, τα νήματα της οποίας κινεί ο Ηλίας Τζεμπετονίδης. Επειτα από πέντε επιτυχημένα χρόνια στη Σκάλα του Μιλάνου, και στο Παρίσι από το 2014, είναι σήμερα από τους πιο περιζήτητους αξιολογητές ταλέντων όπερας και casting director σε όλο τον κόσμο. Δουλεύει σκληρά και θεωρεί ότι έχει μεγάλη ευθύνη απέναντι στο κοινό που έρχεται να απολαύσει όπερα στο θέατρό του.

Η πρόκληση του Παρισιού είναι μεγαλύτερη από της Σκάλας;

Ναι, θα έλεγα πως του Παρισιού είναι μεγαλύτερη τελικά. Γιατί το Παρίσι είναι ο μεγαλύτερος οπερατικός οργανισμός στον πλανήτη. Δεν υπάρχει κανένα άλλο opera house αυτή τη στιγμή που να έχει στη διάθεσή του δύο θέατρα που λειτουργούν ταυτόχρονα σε καθημερινή βάση: το ένα είναι η Οπερα Γκαρνιέ, κλασικό θέατρο όπερας, και το άλλο είναι η Βαστίλη, μοντέρνο θέατρο που, μαζί με τη Μετροπόλιταν Οπερα στη Νέα Υόρκη, θεωρούνται οι δύο μεγαλύτερες σκηνές από άποψη μεγέθους. Ο φόρτος εργασίας, λοιπόν, είναι τεράστιος. Πρέπει να είσαι καλά οργανωμένος για να τα διοικείς και τα δύο ταυτόχρονα. Βάζω προτεραιότητες, έχω μια πάρα πολύ καλή ομάδα της επιλογής μου με δύο βοηθούς casting directors και είμαστε σε πλήρη επικοινωνία για τον έλεγχο των πάντων. Σε κάθε παράσταση, αν δεν είμαι εγώ μέσα, είναι ένας από τους δύο και ακούει τους τραγουδιστές, παρακολουθεί την παράσταση. Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο, κανείς δεν το κάνει. Οι περισσότεροι casting directors πάνε στην πρεμιέρα και μετά στην τελευταία παράσταση. Εχω 17 παραστάσεις του «Μαγικού Αυλού» και θα έχω πλήρη ενημέρωση για την πορεία όλων των παραστάσεων. Εχω τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης και αυτό μου επιτρέπει να κρατάω το επίπεδο πάντα εκεί που οφείλει να είναι για ένα θέατρο εμβέλειας όπως αυτό του Παρισιού. Το ίδιο συνέβαινε και στη Σκάλα.

Το σύνθημα της Οπερας του Παρισιού μπροστά στην είσοδο γράφει «τολμήστε να επιθυμήσετε και να ανατριχιάσετε». Ισχύει ακόμα αυτό το απαιτητικό σύνθημα;

Οταν πριν από μερικά χρόνια ήρθαμε εδώ με τον Στεφάν Λίσνερ, γενικό διευθυντή της Οπερας, σκεφτήκαμε τι διαφορετικό έπρεπε να προσφέρουμε στο Παρίσι, σε σχέση με ό,τι γινόταν ήδη, ώστε να ανέβει πιο ψηλά από τη Μετροπόλιταν Οπερα και το Covent Garden. Επρεπε να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν ψηλά και να αποφασίσουμε τι διαφορετικό χρειαζόταν.

Το πετύχατε;

Το Παρίσι έχει ήδη τοποθετηθεί ψηλότερα από τα άλλα δύο θέατρα για συγκεκριμένους λόγους. Οι πιο εναλλακτικοί και επιτυχημένοι σκηνοθέτες που προέρχονται από το θέατρο και όχι από τον χώρο της όπερας έχουν βρει σήμερα βήμα σε δύο μεγάλες σκηνές στο Παρίσι. Για παράδειγμα ο Ivo Van Hove, που του χρόνου για πρώτη φορά θα παρουσιάσει «Boris Godounov» και την επόμενη σεζόν θα σκηνοθετήσει μια νέα παραγωγή «Don Giovanni». Εχουμε, επίσης, τους Warlikowski, Tcherniakov και Claus Guth, σκηνοθέτες που τολμούν να παρουσιάσουν με νέα ματιά το ρεπερτόριο. Σκοπός μας είναι να προσελκύσουμε on και off stage καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, μαέστρους, μονωδούς, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους στις κατάλληλες παραγωγές μπορούν να δημιουργήσουν και στη Γαλλία και παγκοσμίως μια δυναμική διακριτή και διαφοροποιημένη από τις άλλες μεγάλες οπερατικές σκηνές. Αυτό είναι δύσκολο, γιατί θέλει τόλμη, γιατί ρισκάρεις την ανταπόκριση που θα έχει το κοινό που προτιμά το κλασικό ανέβασμα των παραγωγών.

Ομως δεν ανεβάζουμε μια όπερα μόνο επειδή μας αρέσει. Εχοντας τη δυνατότητα να προγραμματίζουμε πάνω από είκοσι τίτλους, στο ρεπερτόριό μας περιλαμβάνονται παραγωγές με κλασική προσέγγιση στο ανέβασμα αλλά και παραγωγές από το ήδη υπάρχον ρεπερτόριο. Αυτή τη στιγμή, το Παρίσι είναι η μόνη Οπερα στον κόσμο με δέκα νέες οπερατικές παραγωγές για την επόμενη χρονιά. Ολοι ανεβάζουν τέσσερις με πέντε στην καλύτερη περίπτωση, όταν υπάρχει οικονομική ευχέρεια. Με πολύ καλό προγραμματισμό, δύο μεγάλα θέατρα γεμίζουν – μην ξεχνάτε ότι δουλεύουμε σε κλίμακα πενταετίας, προετοιμάζοντας τη σεζόν 2020-21. Επίσης, υπάρχει ένας μηχανισμός χρηματοδότησης και στήριξης από την κοινωνία και από τους φίλους της Opera de Paris παγκοσμίως. Αυτό το δίκτυο υποστήριξης είναι μοναδικό, δεν το έχω ξαναδεί, στηρίζει με αυτόνομες εκδηλώσεις πολύ υψηλού επιπέδου την Opera και αγγίζει, τολμώ να πω, τα όρια του φανατισμού.

«Moses und Aron»: ήταν συνειδητή επιλογή σας ως παράσταση της πρώτης σας σεζόν σε σχέση με το προσφυγικό που εξελισσόταν;

Απολύτως συνειδητή. Προσπαθούμε να θέσουμε την όπερα σε ένα επίπεδο που θα αφυπνίζει το κοινό. Τι είναι το θέατρο; Ποιος είναι ο ρόλος του; Της όπερας; Να μην έρχεται ο κόσμος απλώς να περάσει τρεις, τέσσερις όμορφες ώρες, αλλά, έστω για κάποια δευτερόλεπτα, μέσω της διάνοιας, της ιδιοφυΐας του Βάγκνερ, του Πουτσίνι, του Σόενμπεργκ, να ευαισθητοποιηθεί και να εμπνευστεί από την εμπειρία που υπάρχει πίσω από τις νότες. Από την άλλη, είναι δική μας δουλειά να οδηγήσουμε τον θεατή μακριά από την καθημερινότητα, να αγγίξουμε τα συναισθήματά του. Τα εργαλεία που έχουμε είναι τα συστατικά της όπερας, που είναι μοναδικά! Με τη σωστή επιλογή των μονωδών, του μαέστρου, του σκηνοθέτη, εάν καταφέρουμε να αναζωπυρώσουμε με ειλικρίνεια και πάθος αυτή την ένωση, τότε δημιουργούμε μια δυναμική που αγγίζει το κοινό και σας διαβεβαιώνω πως αυτό συνέβη με το «Moses und Aron».

Ηταν όμως και επίκαιρο το θέμα.

Ηταν επίκαιρο ως προς τους πρόσφυγες και την κατάσταση που ζούμε σήμερα παγκοσμίως. Βέβαια, εμείς το είχαμε αποφασίσει από το 2013 και το παρουσιάσαμε το 2015, οπότε συνέπεσε με την έξαρση στο προσφυγικό. Ομως ήταν και ένα δύσκολο εγχείρημα ως προς το κοινό, που μέχρι την προηγούμενη καλλιτεχνική περίοδο έβλεπε τζεφιρελικού είδους παραστάσεις και ξαφνικά εμείς καλούμε τον Romeo Castellucci, σχεδόν άγνωστο στον οπερατικό κόσμο, να παρουσιάσει όχι μια απλή συμβατική σκηνοθεσία, αλλά ένα όραμα. Μουσικά είναι πάρα πολύ δύσκολο κομμάτι. Μιλάμε για ατονική μουσική, δεν είναι «Τραβιάτα» ή «Τόσκα» που είναι οικεία ακούσματα στο κοινό. Τελικά, έγινε παγκόσμια επιτυχία. Ηταν ένα ρίσκο που θα μπορούσε να μη γίνει αποδεκτό από το κοινό, όμως, όπως σας είπα, το μυστικό είναι πάντα η ποιότητα.

Για ποια παράσταση είστε περισσότερο περήφανος από τότε που ήρθατε στο Παρίσι;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μόνο μία. Είμαι σίγουρα περήφανος για το «Moses und Aron» ως καλλιτεχνικό τόλμημα, για τον «Trovatore» με την Anna Netrebko, όπως και για τον «Lohengrin» φέτος με τον Jonas Kaufmann. Ολοι οι μεγάλοι μονωδοί που εμφανίζονταν σποραδικά κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια στο Παρίσι με ακολούθησαν από τη Σκάλα και πλέον τραγουδούν εδώ κάθε σεζόν. Στην όπερα χρειαζόμαστε τους μεγάλους τραγουδιστές, γιατί τελικά αυτοί κάνουν τη διαφορά, όμως το Παρίσι είναι μια πλατφόρμα και για τους νέους ταλαντούχους μονωδούς. 

Ολος ο γαλλικός Τύπος αποθέωσε την Pretty Yende. Πώς καταφέρατε να τη φέρετε στη Γαλλία; Είναι η μαύρη Μαρία Κάλλας;

Κάλλας δεν είναι, Κάλλας δεν θα υπάρξει ξανά ποτέ, δυστυχώς για όλους μας. Αυτό το κορίτσι το άκουσα στη Βιέννη το 2009 σε έναν διαγωνισμό: ήταν γεματούλα, άστοχα ντυμένη, δεν ήξερε πώς να κινήσει τα χέρια της, αλλά είχε απίστευτο χάρισμα. Ενα διαμάντι το οποίο ήθελε πολλή δουλειά για να αναδειχθεί. Ολοι πέσαμε πάνω της, όλοι την ήθελαν. Εγώ τότε την κάλεσα στην Ακαδημία Νέων που είχαμε στη Σκάλα. Εκεί διδάχθηκε όλα τα βασικά, αλλά κυρίως πώς να δουλέψει σκληρά. Το έκανε. Την πήγα στους συναδέλφους μου στο Covent Garden και στη Metropolitan για να την ακούσουν. Αξιζε ένα ταλέντο σαν αυτή να τη στηρίξουμε όσοι έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε. Οταν ήρθα στο Παρίσι, της έδωσα να τραγουδήσει τη Lucia di Lammermoor. Για πρώτη φορά, στα τριάντα χρόνια που υπάρχει η Οπερα της Βαστίλης, έγινε standing ovation για εξίμισι λεπτά στη μέση της όπερας, όχι στο τέλοςτης παράστασης. Τα έχασα! Την τελευταία βραδιά της είπα να το απολαύσει, γιατί «αυτά συμβαίνουν μία φορά στη ζωή». Επίσης, το 2019, στην Οπερα Γκαρνιέ θα κάνουμε για πρώτη φορά στην ιστορία του μελοδράματος την «Traviata» για μια έγχρωμη τραγουδίστρια, την Pretty Yende. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει.

Στην Ελλάδα ήσασταν ικανοποιημένος από τη δουλειά σας;

Ναι, ήμουν πολύ ικανοποιημένος. Τα έξι χρόνια στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης κατάφερα να κάνουμε από το τίποτα, χωρίς κανένα μέσο, χωρίς μόνιμες ορχήστρες και υποδομή για όπερα, δύο παραγωγές όπερας τον χρόνο. Δυστυχώς, όταν έφυγα, αυτό σταμάτησε και λυπάμαι πολύ γιατί όλη η δουλειά που κάναμε εκεί χάθηκε, μαζί και το κοινό που δημιουργήσαμε. Μετά, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου ήμουν τρία έντονα καλλιτεχνικά χρόνια, σε έναν οργανισμό με πολλές δυσκολίες, έφερα τις πρώτες συμπαραγωγές με διεθνείς σκηνές, όπως το Σαν Φρανσίσκο και το Αμστερνταμ. Πάντα θυμάμαι με μεγάλη περηφάνια τα χρόνια μου στην Ελλάδα. Υπήρξαν η βάση για ό,τι κατάφερα μέχρι σήμερα και αυτό ποτέ δεν το ξεχνώ. Βλέποντας την πορεία μου συνολικά, μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο σχολείο από το να είσαι πέντε χρόνια στη Σκάλα και να έχεις τον Daniel Barenboim μουσικό διευθυντή. Οι γνώσεις, οι εμπειρίες και οι συγκινήσεις που αποκόμισα από αυτά τα πέντε χρόνια δεν συγκρίνονται με τίποτε άλλο.

Στην Ελλάδα υπάρχουν αυτή τη στιγμή ταλέντα; Γιατί δεν τους γνωρίζουμε.

Υπάρχουν Ελληνες στον χώρο της όπερας και υπάρχουν και ταλέντα. Αυτό που δεν υπάρχει είναι μια, έστω μικρή, αγορά και ένα σύστημα αξιοκρατικό που θα τα αναδείξει. Εάν δεν υπάρξουν αυτά τα δύο και κυρίως το σύστημα αξιοκρατίας ώστε να προωθούνται στην Ελλάδα τα νέα ταλέντα, δεν θα τα ακούμε.

Μήπως τώρα, με τη δημιουργία του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αλλά και με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, προσφέρεται ένα πιο γόνιμο περιβάλλον;

Το πρόβλημα στην Ελλάδα με τους καλλιτεχνικούς οργανισμούς μέχρι σήμερα ήταν πάντοτε ότι καλούνταν καλλιτέχνες να τους διαχειριστούν διοικητικά και οικονομικά, και μάλιστα με επιτυχία. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Παντού στο εξωτερικό, στους μεγάλους και σοβαρούς καλλιτεχνικούς οργανισμούς οι άνθρωποι που διοικούν είναι μάνατζερ που κατέχουν αυτές τις ισορροπίες και μαζί με τον μουσικό διευθυντή και τα στελέχη τους δουλεύουν εναρμονισμένα στην ίδια κατεύθυνση. Ελπίζω το κράτος να καταφέρει, στις δύσκολες συνθήκες που διανύει η χώρα μας, να στηρίξει θεσμικά και οικονομικά πολιτιστικούς φορείς με μεγάλες δυνατότητες, όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος αλλά και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διαφορετικά ας μην έχουμε αυταπάτες για την καλή και δημιουργική πορεία τους. Επίσης, από την πλευρά τους, οι φορείς πρέπει να εξαντλήσουν τις δυνατότητες για σωστή οργάνωση και προγραμματισμό. Ο πολιτισμός μπορεί να φέρει χρήματα στην πατρίδα μας και πρέπει να υποστηριχθούν οι καλλιτέχνες και τα επαγγέλματα στον χώρο της όπερας, που είναι τα πρώτα που βάλλονται κάτω από τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή