Η καρδιά στον Σουλτς, το μυαλό στη Μέρκελ

Η καρδιά στον Σουλτς, το μυαλό στη Μέρκελ

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Αύγουστο δεν έχει ειδήσεις, όπως επιτάσσει το δημοσιογραφικό στερεότυπο. Ωστόσο, στη Γερμανία αυτός ο μήνας έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι αποτελεί την τελευταία στροφή πριν από τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Με τα εκατομμύρια προσφύγων και μεταναστών να έχουν συρρεύσει στη χώρα, αλλά με το «ελληνικό πρόβλημα» να έχει υποχωρήσει στη γερμανική ειδησεογραφία, οι Γερμανοί πολιτικοί, κυρίως η Αγκελα Μέρκελ και ο Μάρτιν Σουλτς που μονομαχούν για την πρωτιά, δουλεύουν νυχθημερόν για την ψήφο των πολιτών, που προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ της υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης της πολύφερνης μεσαίας τάξης και της καχυποψίας απέναντι στους νέους πληθυσμούς που εξακολουθούν να καταφθάνουν μαζικά στη χώρα.

Η «Κ» συνομίλησε με νέους Γερμανούς και Ελληνες επιστήμονες που ζουν και εργάζονται στη Γερμανία. Ολοι τους εκφράζουν μια μικρή ανησυχία για το πώς θα κινηθούν οι ψηφοφόροι στις επερχόμενες εκλογές. Παρά ταύτα, παρατηρείται μια ομόθυμη εμπιστοσύνη στον γερμανικό «αυτόματο πιλότο», ο οποίος δεν επιτρέπει εκπλήξεις μακριά από το πλαίσιο της αστικής, δυτικού τύπου δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο παρατηρείται, βέβαια, και η «άτακτη» υποχώρηση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, του ακροδεξιού κόμματος που είχε διεισδύσει στα μεσαία και τα μικρομεσαία στρώματα της χώρας, καθώς εκείνα ήταν που έβλεπαν πιο έντονες τις αλλαγές στο οικονομικό και κοινωνικό τους στάτους. Εξάλλου, αυτές οι ευρείες κοινωνικές ομάδες είναι σχεδόν πάντοτε εκείνες που κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα.

«Αν κινδύνευε ποτέ η Αγκελα Μέρκελ να χάσει τις εκλογές, θα ήταν λόγω μεταναστευτικού και προσφυγικού. Να σημειώσουμε εδώ ότι στη Γερμανία είναι πολύ ξεκάθαρος ο διαχωρισμός μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη, όχι μόνο θεσμικά αλλά και στην καθημερινότητα του Γερμανού πολίτη. Η καγκελάριος, όμως, αν και κόκκινο πανί για την Ακροδεξιά, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κλείσει τα σύνορα. Δεν είναι στη γερμανική κουλτούρα ο αποκλεισμός. Μπορεί το σύστημα υποδοχής και φιλοξενίας να έχει φρακάρει και ο μηχανισμός να είχε αργήσει να αντιδράσει διότι δεν είχε αντιληφθεί το εύρος του ζητήματος, η χώρα, όμως, θα συνεχίσει να κάνει το καλύτερο που μπορεί σε αυτό το ζήτημα», αφηγείται στην «Κ» η ποιήτρια Ευτέρπη Κωσταρέλη, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και λέκτωρ Γενετικής και Βιολογίας του Καρκίνου στο Λέστερ της Βρετανίας.

Η Ελλάδα ως… δημαγωγία

«Από την άλλη», συνεχίζει η ίδια, «ο Μάρτιν Σουλτς κράτησε ικανοποιητική στάση στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, ενώ την ίδια στιγμή, όπως και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, χρησιμοποιούν την Ελλάδα ως επικοινωνιακό παιχνίδι – και τίποτε άλλο. Εξάλλου, το “ελληνικό ζήτημα” είναι πρόσφορο για εκλογές, διότι βοηθάει τη… δημαγωγία. Να μην ξεχνάμε, πάντως, ότι ο μέσος Γερμανός είναι φιλέλληνας. Συνάδελφοι και φίλοι στη Γερμανία ενδιαφέρονται και με ρωτούν διαρκώς πώς πάνε τα πράγματα στη χώρα. Η Ελλάδα, για εκείνους, είναι υψηλός τουριστικός και πολιτιστικός προορισμός».

Στο ίδιο πνεύμα φαίνεται να κινείται ο Γερμανός δικαστικός Κ.Σ. «Η Αγκελα Μέρκελ ρίσκαρε με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ωστόσο δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, αφού αυτές είναι οι προσωπικές της αρχές και αξίες. Προέταξε τις ανθρωπιστικές αξίες έναντι μιας σίγουρης νίκης στις εκλογές. Ηταν μια ανθρώπινη και πολιτική στάση. Μην ξεχνάτε ότι κατάγεται από την Ανατολική Γερμανία. Πάντως, πρέπει να σας πω ότι υπήρχε μεγάλη μερίδα Γερμανών που ασκούσαν σκληρή κριτική στη Μέρκελ όχι επειδή άνοιξε τα σύνορα, αλλά διότι επαναπροωθούσε μετανάστες στο Αφγανιστάν, το οποίο μόνον ασφαλές δεν είναι. Ο Μάρτιν Σουλτς, από την άλλη, παρότι δεν είναι καθόλου λαϊκιστής, γίνεται αποδεκτός από τον μέσο πολίτη ως “ένας από εμάς”. Οι Γερμανοί, όμως, ψηφίζουμε με το μυαλό».

Διαρκή ερωτήματα

Ο συγγραφέας Ακης Παπαντώνης, επίκουρος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, αναφέρει στην «Κ» ότι «το σύνηθες είναι να μη γνωρίζεις πολύ καλά τι συμβαίνει, να παραμένεις αφοσιωμένος στα πειράματα ή στα γραψίματά σου. Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, όπου βρισκόμουν από το 2008 έως το 2013 για το μεταδιδακτορικό μου, κάθε άλλο παρά σε διαρκή επαφή ήμουν με τα εγχώρια πολιτικά τεκταινόμενα – και ας ήταν μια χαρά τα αγγλικά μου. Στη Γερμανία, από το 2013 έως σήμερα, πιάνω τον εαυτό μου διαρκώς διερωτώμενο περί των τοπικών εκλογών στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, περί της εμφάνισης του ακροδεξιού μορφώματος PEGIDA σε γειτονικά κρατίδια, περί της απόφασης Σουλτς να αναμετρηθεί με την Αγκελα Μέρκελ στις επερχόμενες εκλογές. Κι ας μη με βοηθούν καθόλου τα φτωχά γερμανικά μου. Ολα αυτά σε μια χώρα που ευημερεί οικονομικά εν μέσω μιας προβληματικής πραγματικότητας στην Ευρώπη. Η δική μου ανάγνωση –αυτή δηλαδή ενός μετανάστη, μοριακού βιολόγου, πατέρα δύο παιδιών στο σπίτι (και οκτώ στο εργαστήριο)– είναι πως οι τύχες των χωρών της Ευρώπης είναι πλέον πολύ στενότερα συνδεδεμένες απ’ όσο ενδεχομένως φαντάζεται κανείς. Απόνερα από τις κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις σε οποιαδήποτε χώρα της ηπείρου τελικά αναμειγνύονται με τα νερά του Ρήνου ή του Νέκαρ. Το σώφρον είναι, πια, να παρακολουθείς με ενάργεια, να μην παύεις να ελπίζεις, να μη σιωπάς».

Η Θεανώ Βασιλικού, διδάκτωρ Νομικής, που δικηγορεί στο Μόναχο όπου και έχει μεγαλώσει, θεωρεί ότι το φαινόμενο της συγκυβέρνησης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων τα τελευταία χρόνια δημιούργησε συνάμα ένα είδος κρατικού μονοπωλίου, με τον μόνο ουσιαστικό αντίλογο να έρχεται από τους Linke. «Ο συνδυασμός των ποσοστών έντονης ανεργίας, όχι μόνο στα κράτη της πρώην ανατολικής Γερμανίας, και με μία καγκελάριο που η πολιτική στάση της απέναντι στο προσφυγικό θεωρείται ιδίως από τους ίδιους πολιτικούς κόλπους της μάλλον πιο αριστερή και από το συγκυβερνών SPD, αποτελούν βασικά αίτια ενίσχυσης ακροδεξιών προτάσεων, όπως η AfD. Ο δε νευραλγικός ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη και ο χειρισμός και η στάση της απέναντι σε χώρες με οικονομικά προβλήματα (κυρίως Ελλάδα, Κύπρο, Ιταλία) πολλαπλασίασαν τον διχασμό. Στην πολιτική σκηνή της χώρας, το βεβαρημένο πολιτικό παρελθόν της Γερμανίας ξενίζει και δίνει διαφορετική διάσταση στα πράγματα από ό,τι η άνοδος της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, αλλά η απογοήτευση που υπάρχει έντονη στον Γερμανό από μια κυρίως γραφειοκρατική και απόμακρη Ευρώπη σε συνδυασμό με ένα καταπατημένο εθνικό φρόνημα για τουλάχιστον δύο γενιές οδήγησε στην ενίσχυση και άνοδο της AfD. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι ο Γερμανός τόλμησε να βγάλει τη γερμανική σημαία και να πανηγυρίσει την απόκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου μόλις το 2006. Σε μια παρόμοια συνάντηση σε πανεπιστημιακούς κόλπους με αφορμή το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου το 2012, συνάδελφοι Γερμανοί είχαν φέρει γερμανικά σημαιάκια, ενώ οι πρεσβύτεροι της παρέας δυσανασχετούσαν και σχολίαζαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο στη δική τους γενιά».

Το θάρρος του SPD

Ο Γκέοργκ Κέπφερλ, διδάκτωρ Νομικής επίσης, εστιάζει περισσότερο στο πρόσωπο του Μάρτιν Σουλτς ως μιας νέας πρότασης για τις γερμανικές εκλογές. «Πολλοί αισθάνονται ελπιδοφόρα, διότι, με τον Σουλτς, το SPD επέλεξε τελικά έναν υποψήφιο που φαίνεται να μη συμβαδίζει με την αντιλαϊκή μεταρρυθμιστική πολιτική του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ωστόσο, κατά τη δική μου άποψη, το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι το SPD έδειξε θάρρος. Επιλέγοντας τον τέως πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως υποψήφιο, πήρε σαφή θέση υπέρ μιας περαιτέρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εναντίον του αυξανόμενου αντιευρωπαϊκού εθνικισμού που μολύνει την κυρίαρχη πολιτική σε όλη την Ευρώπη. Εξακολουθώ να ελπίζω ότι μια πιο ενωμένη και κοινωνική Ευρώπη δεν είναι έργο ούτε του παρελθόντος ούτε ενός μη ρεαλιστικού μέλλοντος».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή