Διεθνές σύστημα και Ρωσία/ΕΣΣΔ

Διεθνές σύστημα και Ρωσία/ΕΣΣΔ

6' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γεγονός παγκόσμιας ακτινοβολίας και υπερεθνικών διαστάσεων, η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε άμεση επίδραση τόσο στις διεθνείς σχέσεις όσο και στις εσωτερικές υποθέσεις των ευρωπαϊκών –και όχι μόνο– κρατών. Εξάλλου, στα τέλη της δεκαετίας του 1910 στρατηγικός στόχος των Μπολσεβίκων δεν ήταν η εμπέδωση του κομμουνιστικού καθεστώτος μόνο στη Ρωσία (το δόγμα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» υιοθετήθηκε αργότερα από τον Στάλιν), αλλά η «εξαγωγή» της επανάστασης και εκτός της Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η άνοδος κομμουνιστικών –άρα φιλικών προς τη Μόσχα– κυβερνήσεων σε κράτη της (κατεστραμμένης από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) ευρωπαϊκής ηπείρου όχι μόνο θα συνέβαλε στην εμπέδωση της εξουσίας των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, αλλά ήταν απολύτως συμβατή με το δόγμα της «παγκόσμιας επανάστασης» που προωθούσαν οι Λένιν και Τρότσκι. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, τον Μάρτιο του 1919 ιδρύθηκε η Κομιντέρν, διεθνής οργανισμός επιφορτισμένος με τον συντονισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Ευρώπη: Πανικός και αντίδραση

Η εξέγερση των Σπαρτακιστών στον απόηχο της γερμανικής ήττας, η εγκαθίδρυση της «Βαυαρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας» και η επικράτηση του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος υπό τον Μπέλα Κουν στα συντρίμμια της Δυαδικής Αυτοκρατορίας δημιούργησαν προς στιγμήν την εντύπωση ότι ο στόχος της «παγκόσμιας επανάστασης» ήταν εφικτός. Οι όποιες προσδοκίες, όμως, έμελλε σύντομα να διαψευσθούν: η γερμανική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Σοσιαλδημοκράτη Φρίντριχ Εμπερτ κατέστειλε βίαια την κομμουνιστική επανάσταση (κάτι που όμως συνέβη χάρη στη συνεργασία της με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των Φράικορπς), ενώ το καθεστώς του Μπέλα Κουν συνετρίβη μετά τη στρατιωτική παρέμβαση της Τσεχοσλοβακίας και της Ρουμανίας στα εσωτερικά της Ουγγαρίας. Ηταν ακριβώς έπειτα από αυτές τις απογοητεύσεις που το σταλινικό δόγμα του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» άρχισε σταδιακά να κερδίζει έδαφος.

Η επικράτηση των Μπολσεβίκων προκάλεσε πραγματικό πανικό στα μεσαία και ανώτερα στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο εξάπλωσης της επανάστασης εκτός της Ρωσίας. Αυτός ακριβώς ο φόβος ήταν που οδήγησε τις ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών, μετά το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης, στην απόφαση να εμπλακούν ενεργά στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο εναντίον του Κόκκινου Στρατού – δίχως όμως επιτυχία. Την ίδια στιγμή, η αδυναμία των δημοκρατικών κυβερνήσεων να δώσουν λύσεις στα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα που κληροδότησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε την απογοήτευση και τη δυσπιστία μεγάλης μερίδας του πληθυσμού για τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς (ιδιαίτερα σε κράτη δίχως μακρά δημοκρατική παράδοση), κάτι που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν άτομα με έντονα αυταρχικές και αντικοινοβουλευτικές αντιλήψεις.

Η περίπτωση Μουσολίνι

Ως προς τούτο, ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ιταλίας: χώρα με παλαιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, εξήλθε του Μεγάλου Πολέμου με σημαντικές απώλειες, ενώ η αποτυχία εξασφάλισης ικανοποιητικών εδαφικών ανταλλαγμάτων στο συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων επιβάρυνε το ήδη εύθραυστο (λόγω και του εκλογικού νόμου της απλής αναλογικής) πολιτικό σύστημα. Η εντυπωσιακή άνοδος του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (το οποίο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση είχε υιοθετήσει επαναστατική ρητορεία) σε συνδυασμό με την αδυναμία των φιλελεύθερων κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν μια πρωτοφανή κοινωνική αναταραχή κατά το 1919-1921 άνοιξε τον δρόμο στον Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτη μιας περιθωριακής παραστρατιωτικής φασιστικής οργάνωσης, που κέρδισε την εύνοια της ανώτερης τάξης και του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ, υποσχόμενος να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι δημοκράτες: να συντρίψει τον κομμουνισμό.

Η περίπτωση του Μουσολίνι ήταν κομβική, καθώς έδειξε πώς αυταρχικοί ηγέτες δίχως ισχυρά λαϊκά ερείσματα μπορούσαν να καταλάβουν την εξουσία, εκμεταλλευόμενοι την «κομμουνιστική απειλή» και την αδυναμία των εκλεγμένων κυβερνήσεων να κατευνάσουν τις ανησυχίες της μεσαίας τάξης. Εκτοτε, η κατάλυση των κοινοβουλευτικών θεσμών και η επιβολή δικτατορικών καθεστώτων έγιναν στο όνομα (και) της προστασίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών από την επέλαση του κομμουνισμού.

Σχέση αμοιβαίας καχυποψίας με τη Δύση

Η διπλωματική απομόνωση στην οποία βρέθηκε η Σοβιετική Ενωση μετά και την οριστική επικράτηση των Κόκκινων στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο –απόρροια της αμοιβαίας δυσπιστίας μεταξύ της κομμουνιστικής Μόσχας και των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κυβερνήσεων– είχε ισχυρό αντίκτυπο στις διεθνείς σχέσεις της εποχής. Πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο η τσαρική Ρωσία αποτελούσε ισχυρό παράγοντα στη λειτουργία του συστήματος της ισορροπίας των δυνάμεων, το οποίο (παρά τις αδυναμίες του) είχε εξασφαλίσει για την ευρωπαϊκή ήπειρο μια (πρωτοφανή) ειρήνη εκατό ετών. Μετά τον Οκτώβριο του 1917, όμως, η Σοβιετική Ενωση δεν ενσωματώθηκε αμέσως στο διεθνές σύστημα (και οι ευθύνες δεν ήταν μόνο δικές της), με δραματικές συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη.

Κατ’ αρχάς, την επαύριον του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Σοβιετική Ενωση δεν μετείχε στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Δεδομένης της απουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, ο νεοσύστατος οργανισμός που είχε ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης κατέστη στην ουσία ευρωκεντρικός, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά του. Οταν το 1934 η Σοβιετική Ενωση εισήλθε τελικά στους κόλπους της ΚτΕ ήταν πολύ αργά: η ναζιστική Γερμανία είχε αποχωρήσει ένα έτος νωρίτερα, ενώ ο οργανισμός της Γενεύης και το σύστημα της συλλογικής ασφάλειας είχαν ήδη δεχτεί ισχυρό πλήγμα λόγω της αδυναμίας διευθέτησης της κρίσης της Μαντζουρίας. Η αιθιοπική κρίση του 1935-1936 θα έδινε απλώς τη χαριστική βολή στην ΚτΕ.

Διπλωματική απομόνωση

Δεύτερον, η απομόνωση στην οποία βρέθηκε η νέα κομμουνιστική ηγεσία στη Μόσχα την έστρεψε (μοιραία;) στην αναζήτηση διπλωματικών ερεισμάτων σε μία συνεργασία με τον έτερο μεγάλο ηττημένο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: τη Γερμανία. Συχνά λησμονείται ότι η άρση του διπλωματικού αδιεξόδου της Σοβιετικής Ενωσης επήλθε ουσιαστικά με τη συμφωνία του Ραπάλλο, που υπέγραψαν οι δύο χώρες τον Απρίλιο του 1922. Ακολούθησε η υπογραφή μυστικού παραρτήματος, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, με το οποίο ο (αφοπλισμένος) γερμανικός στρατός αποκτούσε τη δυνατότητα να εκπαιδεύει το δυναμικό του σε σοβιετικό έδαφος. Επρόκειτο για την πρώτη παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αλλά και για μια πρώτη ένδειξη ότι οι ιδεολογικές διαφορές θα μπορούσαν να παραμερισθούν χάριν κοινών πολιτικών και στρατηγικών επιδιώξεων.

Τρίτον, η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και της Σοβιετικής Ενωσης ουδέποτε επέτρεψε την ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών, ακόμα κι όταν η Ευρώπη διολίσθαινε και πάλι προς μια νέα ολέθρια σύγκρουση. Αν και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 επιχειρήθηκε η σύμπηξη ενός αντιφασιστικού μπλοκ (το 1935 η Γαλλία και η Σοβιετική Ενωση υπέγραψαν συμμαχία) και ο Στάλιν ενθάρρυνε τη στρατηγική των Λαϊκών Μετώπων, η αίσθηση ότι το Λονδίνο προσπαθούσε να «στρέψει» το Βερολίνο προς ανατολάς (δηλαδή εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης) έτεινε να καταδικάσει κάθε σκέψη για αναβίωση της Εγκάρδιας Συνεννόησης. Η πεποίθηση ότι ιδεολογικοί λόγοι δεν θα επέτρεπαν στη Μόσχα να συνεργαστεί με το Βερολίνο απεδείχθη μη ρεαλιστική. Εξάλλου, ο Στάλιν, όσο κυνικός κι αν ήταν, εξακολουθούσε να είναι και κομμουνιστής, και ως κομμουνιστής δεν έβλεπε ιδιαίτερες διαφορές ανάμεσα στους φασίστες και στους δημοκράτες: ήταν όλοι καπιταλιστές. Και από τη στιγμή που οι δημοκράτες αρνούνταν να συνεργασθούν μαζί του, η συνεννόηση με τον Χίτλερ ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαίο κακό, αν ληφθούν υπόψη τα οφέλη που είχε το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ και για τις δύο χώρες. Η ουσία όμως παραμένει: η απροθυμία των δυτικών δημοκρατιών και της Σοβιετικής Ενωσης να συνεργασθούν είτε στο πλαίσιο της ΚτΕ είτε σε διακρατικό επίπεδο διευκόλυνε την έλευση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Επίδραση στους Κινέζους κομμουνιστές

Θα ήταν λάθος να περιορισθεί η αναφορά στις προεκτάσεις που είχε η Οκτωβριανή Επανάσταση μόνο στην Ευρώπη, όταν την ίδια σχεδόν περίοδο, τον Ιούλιο του 1921, ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ).

Οπωσδήποτε οι σχέσεις του ΚΚΚ με τη Μόσχα δεν ήταν πάντοτε ομαλές, αφού τα ευρύτερα συμφέροντα του Κρεμλίνου δεν συμβάδιζαν κατ’ ανάγκην με τις απαιτήσεις των Κινέζων κομμουνιστών. Επιπλέον, οι στρατηγικές επιλογές και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΚΚΚ δεν ακολουθούσαν πάντα τα προστάγματα της Μόσχας, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Μάο στην ιεραρχία του κόμματος.

Παρ’ όλα αυτά, η Οκτωβριανή Επανάσταση και η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρωσία αποτέλεσαν έμπνευση και οδηγό για ένα μικρό κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο σταδιακά απέκτησε ισχυρά λαϊκά ερείσματα, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές της αχανούς χώρας.

Και το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία εάν ληφθεί υπόψη ότι ο κομμουνισμός επικράτησε σε μια κατεξοχήν παραδοσιακή κοινωνία, όπως ήταν αυτή της Κίνας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, και ότι επιβίωσε (και ακόμη επιβιώνει) ακόμα και μετά την κατάρρευση του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη.

* Ο κ. Μανόλης Κούμας είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή