Κάλπες αβεβαιότητας στην Ιταλία

Κάλπες αβεβαιότητας στην Ιταλία

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απόψε το βράδυ, καθώς θα ανακοινώνονται τα αποτελέσματα από τις βουλευτικές εκλογές της Ιταλίας, θα προκύψει το ερώτημα «πώς φθάσαμε ώς εδώ;». Θα αποτελέσει έκπληξη πρώτου μεγέθους αν κάποια πολιτική δύναμη προσεγγίσει την αυτοδυναμία, καθώς η τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης βυθίζεται σε ένα πολιτικό τέλμα που καθιστά όλο και δυσκολότερο τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οι θεσμικές εγγυήσεις, κυρίως ο σταθεροποιητικός ρόλος του προέδρου της Δημοκρατίας και η μακρά ιταλική παράδοση συνέχειας του κράτους ανεξαρτήτως πολιτικών αναταράξεων, καθησυχάζουν την Ευρώπη, αλλά δεν κρύβουν το βαθύ πολιτικό ζήτημα.

Από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής ορθοδοξίας, το πρόβλημα περιγράφεται ως προεκλογική παροχολογία και δυσκολία της Ιταλίας να εφαρμόσει σε πλήρη έκταση μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. «Η Ιταλία έχει ακόμη μπροστά της σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν είναι η στιγμή για μεγάλες παροχές, πρέπει να ζητήσουμε από τους πολίτες και άλλες θυσίες», δήλωσε την Πέμπτη στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit ο Μάριο Μόντι, που υπήρξε επικεφαλής τεχνοκρατικής κυβέρνησης το 2011-2013. Υστερα από μια ατυχή απόπειρα εκλογικής καθόδου, ο Μόντι φέτος δεν είναι υποψήφιος –ένδειξη της ελάχιστης απήχησης που έχουν οι απόψεις αυτές στο εκλογικό σώμα– αλλά δεν το βάζει κάτω. Προτείνει κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού ανάμεσα στο Δημοκρατικό Κόμμα των Ματέο Ρέντσι και Πάολο Τζεντιλόνι, στη Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι «και ίσως και τη Λέγκα» του Ματέο Σαλβίνι. «Ενας μεγάλος συνασπισμός θα μοίραζε ισότιμα το πολιτικό κόστος των αντιδημοφιλών μέτρων ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά», υποστηρίζει.

Περισσότερη λιτότητα

Το βιοτικό επίπεδο στην Ιταλία παραμένει 5% κάτω από τα επίπεδα του 2000 (στη Γερμανία βρίσκεται 20% πάνω), ενώ για μερίδα του πληθυσμού οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες. Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώνει χωρίς άλλες προοπτικές πέραν της μετανάστευσης, ενώ δύο εκατομμύρια νέοι ούτε εργάζονται ούτε σπουδάζουν. Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και η ελαφριά πτώση της ανεργίας (11,1% τον Ιανουάριο) συνδυάζονται με αύξηση της επισφαλούς και χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, εντείνοντας το αδιέξοδο. Σε αυτό το σκηνικό έρχεται ο Μόντι, εκφραστής των απόψεων των Βρυξελλών, και ζητεί ακόμη περισσότερη λιτότητα, μείωση του κόστους εργασίας και περικοπές δαπανών, εκτιμώντας ότι ακόμη και η Λέγκα του Βορρά, το κόμμα που ερμηνεύει την Ευρωζώνη ως θηλιά στον λαιμό της ιταλικής οικονομίας, θα στηρίξει μια κυβέρνηση προώθησης της ατζέντας αυτής – την οποία, σημειωτέον, ούτε ο ίδιος μπόρεσε να υλοποιήσει όταν ήταν πρωθυπουργός με τη στήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος και της Φόρτσα Ιτάλια.

Την ίδια στιγμή, η ιταλική Αριστερά έχει απαξιωθεί και τίποτα δεν θυμίζει ότι η χώρα κάποτε διέθετε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης. Το πολιτικό αποτέλεσμα είναι τριπλό:

• Πρώτον, μεγάλη μερίδα Ιταλών έχει επιλέξει να γυρίσει εντελώς την πλάτη στην πολιτική σκηνή. Στις ηλικίες κάτω των 25 ετών, ένας στους δύο δεν σκοπεύει να προσέλθει σήμερα στις κάλπες, ενώ η αποχή είναι εντονότερη στα στρώματα που έχουν χάσει κάθε ελπίδα.

• Δεύτερον, το Κίνημα 5 Αστέρων, που ξεκίνησε ως οργανωμένη απόρριψη της παραδοσιακής πολιτικής, προβλέπεται να αναδειχθεί πρώτο κόμμα με ποσοστό γύρω στο 30%. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα κυβερνήσει, παρόλο που η παρουσίαση επιτελείου αξιόλογων πανεπιστημιακών, τους οποίους προορίζει για υπουργικές θέσεις, επιδιώκει να δηλώσει ότι ετοιμάζεται για έναν τέτοιο ρόλο.

• Τρίτον, παρατηρείται αναβίωση φασιστικών ιδεών, με ακροδεξιά κόμματα και οργανώσεις όπως η Fοrza Nuova και η Casa Pound να αυξάνουν τη δύναμή τους, στο πλαίσιο της ανάγκης για εξωτερίκευση του θυμού και της αρχετυπικής αναζήτησης του υποτιθέμενου ισχυρού άνδρα που θα σώσει τον ιταλικό λαό.

Τον ρόλο αυτό διεκδικούν οι Μπερλουσκόνι και Σαλβίνι, έχοντας συμφωνήσει ότι όποιος από τους δύο αποσπάσει περισσότερες ψήφους από τον άλλον θα γίνει πρωθυπουργός (στην περίπτωση του Σαλβίνι) ή θα ορίσει τον πρωθυπουργό (στην περίπτωση του Μπερλουσκόνι, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα εκλέγεσθαι λόγω καταδίκης για φορολογική απάτη). Ο Μπερλουσκόνι προετοιμάζει ως αντικαταστάτη τον πρώην δημοσιογράφο, εκπρόσωπο Τύπου του κόμματός του, επίτροπο και νυν πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντόνιο Ταγιάνι, ενώ, σε μια απίστευτη επίδειξη πολιτικής επιμονής, σκοπεύει να επανέλθει ο ίδιος στην πρωθυπουργία για πέμπτη φορά σε ηλικία 82 ετών, αν η μετεκλογική ακυβερνησία οδηγήσει σε νέες εκλογές το 2019, έτος που ανακτά τα πολιτικά του δικαιώματα.

Ο Μπερλουσκόνι πρωταγωνίστησε στην προεκλογική εκστρατεία μέσα από… σόλο εμφανίσεις στην τηλεόραση (δεν έγινε καν debate πολιτικών αρχηγών), αδυνατώντας, λόγω ηλικίας, να πραγματοποιήσει πολιτικές συγκεντρώσεις. Στους τηλεοπτικούς δέκτες συνάντησε την εκλογική του πελατεία, η οποία αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από ηλικιωμένους, που έχουν δυσανάλογα μεγάλη εκλογική επιρροή λόγω του οξύτατου ιταλικού δημογραφικού προβλήματος και της τάσης τους, σε αντίθεση με τους νεαρότερους, να προσέρχονται στις κάλπες – χαρακτηριστικά που λειτουργούν αναμφίβολα υπέρ του Μπερλουσκόνι.

Ο,τι κι αν συμβεί απόψε, στις 23 Μαρτίου τα πολιτικά κόμματα θα συμφωνήσουν στο πρόσωπο του προέδρου της Βουλής και της Γερουσίας, ενώ τους προσεχείς μήνες, με τη μεσολάβηση του προέδρου της Δημοκρατίας, θα βρεθεί μια λύση διακυβέρνησης. Η διέξοδος, αντιθέτως, για τη βαθιά δυσφορία που βιώνει η χώρα θα εξακολουθήσει να αναζητείται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή