Ο καθηγητής του βρετανικού πανεπιστημίου Κέμπριτζ που συγκέντρωσε τα δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών του Facebook κατήγγειλε ότι ο ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης και η εταιρεία Cambridge Analytica τον χρησιμοποιούν ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Το Facebook βρίσκεται στο επίκεντρο ενός σκανδάλου μετά τις καταγγελίες ότι περιήλθαν παράνομα στην κατοχή της Cambridge Analytica, μιας εταιρείας με έδρα τη Βρετανία την οποία είχε προσλάβει ο Ντόναλντ Τραμπ για την προεκλογική του εκστρατεία του 2016, τα προσωπικά δεδομένα πάνω από 50 εκατομμύρια χρηστών του.
Το Facebook ανακοίνωσε ότι τα στοιχεία είχαν συγκεντρωθεί από τον Αλεξάντρ Κόγκαν, έναν καθηγητή ψυχολογίας, ο οποίος δημιούργησε μια εφαρμογή στον ιστότοπο την οποία κατέβασαν 270.000 άνθρωποι. Σύμφωνα με τον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης, στη συνέχεια ο Κόγκαν παραβίασε την πολιτική του περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων δίνοντας τα στοιχεία αυτά στην Cambridge Analytica.
«Τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας αποτέλεσαν σοκ για εμένα», δήλωσε ο Κόγκαν στο BBC. «Πιστεύω ότι ουσιαστικά τόσο το Facebook όσο και η Cambridge Analytica με χρησιμοποιούν ως αποδιοπομπαίο τράγο, αν και πιστεύαμε ότι έκαναν κάτι που ήταν πραγματικά κανονικό».
«Η Cambridge Analytica μας είχε διαβεβαιώσει ότι όλα ήταν απολύτως νόμιμα και βάσει των κανονισμών λειτουργίας», τόνισε ο Κόγκαν.
Ο επικεφαλής της Cambridge Analytica Αλεξάντερ Νιξ, που αποπέμφθηκε χθες, δήλωσε σε ένα βίντεο που καταγράφηκε με κρυφή κάμερα ότι η εταιρεία διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην εκλογική νίκη του Τραμπ.
Όμως ο Κόγκαν απάντησε ότι η Cambridge Analytica «υπερβάλει» για την ακρίβεια των δεδομένων που έλαβε και ότι οι πληροφορίες ήταν πιο πιθανό να έβλαψαν την εκστρατεία του Τραμπ.
Πάντως, ο ίδιος σε δηλώσεις του σήμερα παραδέχτηκε οτι παρέδωσε στοιχεία 30 εκατομμύρια ατόμων στην Cambridge Analytica ενώ όπως είπε ο ίδιος δεν αποκόμισε κάποιο οικονομικό όφελος.
Μάλιστα, όπως είπε το μόνο του λάθος είναι ότι δεν υπέβαλλε όσες ερωτήσεις ήθελε κατά τη διάρκεια της έρευνας, σχολιάζοντας παράλληλα πως είναι αμφίβολλο το κατά πόσο θα μπορούσε να επηρεάσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα με τα στοιχεία που είχε στα χέρια του.