Oι έγκυες Ολλανδές στις οποίες χορηγήθηκε βιάγκρα, στο πλαίσιο μεγάλης κλινικής μελέτης, πρέπει να περιμένουν τα αποτελέσματα με αγωνία, μετά τον θάνατο ένδεκα μωρών. Στην έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δέκα νοσοκομεία σε ολόκληρη την Ολλανδία, συμμετείχαν γυναίκες των οποίων ο πλακούντας δεν λειτουργούσε αποτελεσματικά. Τους συνταγογραφήθηκε sildenafil, ένα φάρμακο το οποίο είναι γνωστό με το εμπορικό όνομα βιάγκρα. Το βιάγκρα, το οποίο διαστέλλει τα αιμοφόρα αγγεία, χρησιμοποιείται κατά της στυτικής δυσλειτουργίας στους άνδρες και σε ανθρώπους που πάσχουν από υπέρταση. Η ελπίδα των επιστημόνων ήταν ότι το φάρμακο θα βοηθούσε στην καλύτερη ροή αίματος στον πλακούντα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμβρύου.
Οι έγκυες που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν έμβρυα των οποίων η ανάπτυξη στη μήτρα ήταν ελλιπής. Τα έμβρυα αυτά, με δεδομένο την απουσία θεραπευτικής μεθόδου, δεν είχαν πολλές ελπίδες να ζήσουν. Ωστόσο η κλινική έρευνα σταμάτησε την περασμένη εβδομάδα, όταν μία ανεξάρτητη επιτροπή, η οποία επόπτευε την έρευνα, διαπίστωσε ότι περισσότερα μωρά από το προβλεπόμενο γεννιούνταν με αναπνευστικά προβλήματα. Συνολικά το φάρμακο χορηγήθηκε σε 93 γυναίκες, ενώ δεκαεπτά βρέφη παρουσίασαν προβλήματα στους πνεύμονες και έντεκα από αυτά πέθαναν. Από τις 90 γυναίκες που ανήκαν σε ομάδα ελέγχου και λαμβάναν ένα ψευδοφάρμακο, τρία μωρά παρουσίασαν παρόμοια αναπνευστικά προβλήματα αλλά κανένα δεν πέθανε. Πλέον δέκα έως δεκαπέντε γυναίκες περιμένουν να μάθουν αν το μωρό τους επηρεάστηκε. Οι ειδικοί φοβούνται ότι το φάρμακο προκάλεσε πνευμονική υπέρταση, με αποτέλεσμα τα μωρά να λαμβάνουν πολύ λίγο οξυγόνο.
Σε συνέντευξή του στην ολλανδική εφημερίδα De Volkskrant ο επικεφαλής της έρευνας Βέσελ Γκάνζεβουρτ τόνισε: «Θέλαμε να δείξουμε ότι αυτός ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος να ενισχύσουμε την ανάπτυξη του εμβρύου. Ομως συνέβη το αντίθετο. Είμαι σοκαρισμένος. Το τελευταίο πράγμα που θέλεις είναι να βλάψεις τους ασθενείς. Ηδη προειδοποιήσαμε Καναδούς συναδέλφους που πραγματοποιούν αντίστοιχη έρευνα. Κι αυτοί σταμάτησαν προσωρινά την ερευνητική προσπάθεια».
Η ολλανδική έρευνα, με την συμμετοχή 350 ασθενών, άρχισε το 2015 και επρόκειτο να ολοκληρωθεί το 2020.