Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας
Ηγέομαι: προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι αρχηγός, οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ (Χαρ. Αθ. Μπαλτάς, Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1995,
σ. 269)
Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Οι αγαθοί οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμα και σε θριάμβους. Οι κακοί, σε αποτυχίες και καταστροφές. Οι περισσότεροι ηγέτες έχουν μεικτό “μητρώο”, που περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές στιγμές. Η αναζήτηση της σειράς αυτής των Ελλήνων ηγετών περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα της ιστορίας των Ελλήνων, από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή. Η νέα Ελλάδα έχει ασφαλώς τη μερίδα του λέοντος, ίσως γιατί παραδόξως είναι η λιγότερο γνωστή. Το σχολείο άφησε περισσότερα κενά στη νεότερη απ’ ό,τι στην αρχαία ιστορία.
Η κοινή πάντως αντίληψη, που συστηματικά διαμόρφωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, είναι η ενότητα της ιστορίας μας μέσα στον χρόνο.
Ο Καποδίστριας έσπειρε το σπόρο του, έθεσε θεμέλια και δημιούργησε εύφορο έδαφος εκεί όπου επικρατούσε τέλμα ή ξηρότητα. Να πούμε, πολύ συνοπτικά, τι σημαίνει αυτό επί του πρακτέου; Ιδού ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα: έθεσε τις βάσεις για τη διοικητική διάρθρωση του ελληνικού κράτους, οργανώνοντας παράλληλα το στράτευμα (είναι άλλωστε ο ιδρυτής της Σχολής Ευελπίδων, με πρώτη της έδρα το Ναύπλιο).
Επίσης, προσπάθησε σθεναρά να θέσει τα θεμέλια της οικονομικής υπόστασης του νεοσύστατου κράτους – σε μια περίοδο που ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας δεν είχε λήξει. Αν μάλιστα είχε κατορθώσει να ιδρύσει και κρατική τράπεζα για τις ανάγκες του δημοσίου, προσπάθεια που υπονομεύτηκε από τους μόνιμους αντιπάλους του, τους κοτζαμπάσηδες και τους καραβοκύρηδες, ο εμβρυακός κρατικός μηχανισμός θα ενισχυόταν καθοριστικά. Ειδικά σε ό,τι αφορά την παιδεία, ο Καποδίστριας έθεσε σε λειτουργία πάνω από εκατό σχολεία με περίπου δέκα χιλιάδες μαθητές στα τρία μόλις χρόνια της διακυβέρνησής του. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση γεωργικών σχολών, αλλά και στην ανάπτυξη της δημόσιας υγείας, καθώς και των πρώτων ταχυδρομικών υπηρεσιών. Οι αναφορές είναι επιγραμματικές, καθώς ο Παναγιώτης Πασπαλιάρης, ο συγγραφέας του ανά χείρας τόμου, θα βάλει για τα καλά τον αναγνώστη στις λεπτομέρειες και τις πιο λεπτές πτυχές του έργου του Καποδίστρια. Μπορούμε όμως, με βάση όσα αναφέραμε, να μιλήσουμε για μια μεθοδική, συστηματική, κοπιώδη προσπάθεια η Ελλάδα να αποκτήσει ένα σύγχρονο –για τα δεδομένα της εποχής– κράτος, στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Οι καποδιστριακές μεταρρυθμίσεις λοιπόν ήταν μια κοσμογονία για την ελάχιστη Ελλάδα του 1828–1831. Και πάντως ήταν οπωσδήποτε μια μεγάλη έκρηξη που οδήγησε στη συνέχεια τη χώρα, και παρά τα πισωγυρίσματα και τα στραβοπατήματα, τις δραματικές ανατροπές και τα τραγικά επεισόδια των εμφυλιακών συγκρούσεων, σε μια συνεχή συνθήκη διαστολής.
Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως; Πως αν κάποιος μιλήσει για τον Καποδίστρια είναι καταδικασμένος να επιδοθεί σε μια ανιαρή αγιογραφία – άτοπη και άκυρη, όπως όλες οι σχετικές αγιογραφίες; Και πάλι, για το εύστοχο και το ουσιαστικό των σχετικών αναλύσεων και κρίσεων, ανατρέξτε στο κατατοπιστικό και ευθύβολο κείμενο του Παναγιώτη Πασπαλιάρη, το οποίο ακολουθεί. Εδώ απλώς εμείς θα θίξουμε μια μάλλον ενδιαφέρουσα παράμετρο: ότι η περίπτωση Καποδίστρια δίχασε κατά καιρούς τους Έλληνες ιστορικούς. Ο τολμηρός και αφοσιωμένος «εκσυγχρονιστής», που πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του την αφοσίωσή του στο καθήκον, χτυπώντας κατά μέτωπο τον παραδοσιακό άξονα ισχύος στην Ελλάδα, τους κοτζαμπάσηδες, τους μεγαλοκαπεταναίους και τα συμφέροντά τους, υπήρξε, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, φερέφωνο ξένων δυνάμεων, ένας δυνάστης, ένας απολυταρχικός –με σύγχρονους όρους– ένας «ελιτιστής», ο οποίος προσέγγιζε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αν όχι με εχθρότητα πάντως με βαθύτατη καχυποψία. Υπάρχει μια άποψη που θέλει τον Καποδίστρια να μην ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε «δικτάτορα».
Το τελεσίγραφο που έθεσε, από πολύ νωρίς, ή να καταργηθεί το σύνταγμα ή ο ίδιος να εγκαταλείψει τη χώρα, μοιάζει σήμερα με ωμό εκβιασμό και πράγματι, έως τον πρόωρο χαμό του, ο Καποδίστριας είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Οι ιστορικοί της αριστεράς μνημονεύουν και τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος παρακολουθούσε τον Καποδίστρια και, σύμφωνα τουλάχιστον με τον μαρξιστή ιστορικό Τάσο Βουρνά, τον θεωρούσε «πολιτικά ανυπόληπτο».
Ας δεχθούμε λοιπόν ότι ο Καποδίστριας είχε δικτατορικές τάσεις, λαμβάνοντας όμως υπόψη την ίδια στιγμή πόσο παρακινδυνευμένο είναι να προβάλλουμε αβασάνιστα και «οριζόντια» σύγχρονες έννοιες και αντιλήψεις περί δημοκρατίας και δικαίου σε εποχές μακρινές, που ήταν άκρως διαφορετικές από τη σημερινή.
“Οι καποδιστριακές μεταρρυθμίσεις λοιπόν ήταν μια κοσμογονία για την ελάχιστη Ελλάδα του 1828–1831”.
Από την άλλη, θα μπορούσαμε ίσως να εντοπίσουμε ορισμένες, τρόπον τινά, αναλογίες με το σήμερα – όχι ως προς τις κοινωνικές συνθήκες της τότε Ελλάδας, αλλά ως προς την αναγκαιότητα που ο Καποδίστριας είδε σε μια σειρά δραστικών αλλαγών σε ολόκληρη τη χώρα (τη μικρή εκείνη Ελλάδα που παρέλαβε), τις οποίες σήμερα εμείς θα ονομάζαμε μεταρρυθμίσεις. Τονίζω εδώ την αγωνία και τον αγώνα του να προβεί όντως σε μεταρρυθμίσεις που θα μεταμόρφωναν την Ελλάδα, μια Ελλάδα που λυτρώνεται με πολύ αίμα από τον ξένο ζυγό, αλλά και που σπαράσσεται εσωτερικά, θυμίζοντας έστω και πολύ αχνά αυτό που βιώνουμε σήμερα, τα τελευταία χρόνια: ιστορίες εξωτερικών δανεισμών, ξένων δυνάμεων που στηρίζουν το ελληνικό κράτος αλλά την ίδια στιγμή ελέγχουν κιόλας· εκπρόσωποι της πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης που τίθενται υπέρ του λεγόμενου ξένου παράγοντα, ενώ άλλοι γίνονται σφοδροί πολέμιοί του· πόλωση και οξύτητα εντός της χώρας· οικονομική δυστοκία και ανέχεια – φαντάσματα του βαθέος παρελθόντος, που μοιάζουν να μας καταδιώκουν ακόμα.
Συναφής ως προς τα παραπάνω είναι και ο ισχυρισμός πως ο παράγοντας που όπλισε το χέρι των Μαυρομιχαλαίων την Κυριακή το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 ήταν η άρρωστη νοοτροπία στην οποία ο Καποδίστριας εναντιώθηκε με απύθμενη σφοδρότητα: ο τοπικισμός. Ένας τοπικισμός που αναπόφευκτα βρίσκεται στον αντίποδα της στάσης που επιθυμεί ένα κράτος υπεράνω των τοπικών, οικογενειακών μικροσυμφερόντων – αυτό, δηλαδή, που σε μεγάλο βαθμό ταλανίζει ακόμα τη χώρα, παρά την αλματώδη εξέλιξή της, τον εξευρωπαϊσμό της. Γι’ αυτό και, μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, ο Καποδίστριας είναι ένας σύγχρονός μας, ακόμα και μέσα στις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του, μέσα στα διλήμματα και τις αστοχίες του, ο ρόλος που διαδραμάτισε και που επωμίστηκε –θα έλεγε κανείς με χαρακτηριστικά τραγικού ήρωα– τον καθιστούν μια από τις πλέον εμβληματικές ηγετικές φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Και βέβαια, όπως θα διαπιστώσετε από τη μονογραφία που επιχειρεί ο Παναγιώτης Πασπαλιάρης, ο βίος και το έργο του Καποδίστρια συνιστούν μια άκρως συναρπαστική αφήγηση.
Συχνά στις σύντομες βιογραφίες, σε λεξικά και στο διαδίκτυο ο Καποδίστριας αναφέρεται ως «Ρώσος» Υπουργός Εξωτερικών ελληνικής καταγωγής και πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη μας, οι αναφορές αυτές τον αδικούν. Η βασική του ιδιότητα ήταν αυτή του αρχηγού του υπόδουλου ελληνικού έθνους, που το 1821 επαναστάτησε ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία.
Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, ο Καποδίστριας έστειλε επιστολή στους Κουντουριώτες και σε άλλους προκρίτους μέσω του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που εκείνο τον καιρό εκτελούσε αγόγγυστα μάλλον τις διαταγές του. Έδινε οδηγίες πώς να χειριστούν την άμυνα των επαναστατημένων περιοχών, πώς να διοικήσουν, πώς και πού να κινηθούν διπλωματικά. Ήταν η εποχή που πίστευε πως θα κινητοποιούσε τη Ρωσία υπέρ των Ελλήνων. Έναν χρόνο μετά, πριν από την αναχώρησή του από την Αγία Πετρούπολη, στάλθηκε σε σημαντικούς οπλαρχηγούς μια ανώνυμη επιστολή, που εύστοχα, κατά τη γνώμη μας, ταυτίστηκε ο αποστολέας της με αυτόν. Σε αυτήν τους έλεγε πως η υπόθεση του ξεσηκωμού τον απασχολούσε από παλιά και τους καλούσε να συνεχίσουν τον αγώνα χωρίς να περιμένουν τη βοήθεια της Ρωσίας.
Οι Δυνάμεις ήταν εχθρικές απέναντί τους το ίδιο και ο Πάπας, που δρούσε σαν χαλίφης της Ιεράς Συμμαχίας και της καταπίεσης των λαών της Ευρώπης. Μόνοι τους θα κέρδιζαν την ελευθερία τους και αυτό ήταν προς το συμφέρον τους. Αλλιώς θα είχαν την τύχη της Πολωνίας ή άλλων κρατών, που απλώς άλλαζαν ηγεμόνα ή δεσπότη. Έπρεπε να καταλάβουν τα φρούρια που κατείχαν ακόμη οι Τούρκοι, να δημιουργήσουν τακτικό στρατό, να πάρουν δάνεια από πλούσιους Ευρωπαίους, να κλείσουν τα στενά που οδηγούσαν από Βορρά προς Νότο, να πάρουν με το μέρος τους τους Αλβανούς, να κερδίσουν τη συμπάθεια των ξένων και να μη φοβούνται τις μεγάλες στρατιές των Τούρκων, γιατί αυτές δεν είχαν ελπίδα στο άγονο τοπίο της πατρίδας, δεν θα μπορούσαν να τραφούν. Έναν μήνα μετά ο αδελφοποιτός του Καποδίστρια Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έκαψε τα σπαρτά του Άργους και έστησε ενέδρα στον Δράμαλη, ο οποίος αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Κόρινθο, γιατί δεν μπορούσε να θρέψει το ασκέρι του, που αποτελούνταν από 30.000 πεζούς και ιππείς. Στα Δερβενάκια ο Γέρος του Μοριά τον αποδεκάτισε και στερέωσε για τα καλά την επανάσταση.
Το 1822 ο Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης ζήτησαν από τον Καποδίστρια να έρθει στην πατρίδα για να αναλάβει την ηγεσία του Αγώνα. Το 1824 οι πρόκριτοι τον εκλιπαρούσαν να έρθει στην Κέρκυρα για να τους βοηθήσει από εκεί. Το ζήτησε και ο ίδιος για να διευθύνει εκ του σύνεγγυς τον Αγώνα, όμως ο Τσάρος δεν του το επέτρεψε, όσο παρέμενε, έστω και τυπικά, στη θέση του Υπουργού. Τον ίδιο καιρό προσπαθούσε με συνεχείς επιστολές να ωθήσει τις παρατάξεις και τους οπλαρχηγούς σε συμφιλίωση και άμεση διακοπή των εσωτερικών διενέξεων. Το 1823 συνέστησε στους Έλληνες να μη δεχτούν δάνειο του τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, της Ρόδου και της Μάλτας με αντάλλαγμα τη Ρόδο, την Κάρπαθο, τη Σύρο και άλλα νησιά του Αιγαίου. Αρνήθηκε επίσης να συναντήσει τον Τόμας Κόχραν κατόπιν αιτήματος του Βρετανού στρατιωτικού, πριν o Κόχραν αναλάβει τη διοίκηση της ελληνικής ναυτικής δύναμης, καθώς τον θεωρούσε τυχοδιώκτη.
Τον Ιανουάριο του 1825 ο Καποδίστριας δέχτηκε την επίσκεψη του Ρούντολφ Σιφέρλι, ανθρώπου του πρίγκιπα Λεοπόλδου του Σαξ Κόμπουργκ. Τον Λεοπόλδο είχε ζητήσει ως ηγεμόνα μια ελληνική αντιπροσωπεία στον Κάνιγκ. Ο Λεοπόλδος έστειλε διερευνητικά τον απεσταλμένο του στον Καποδίστρια για να μάθει αν έχει αντίρρηση σε αυτό και αν θα βοηθούσε από υπεύθυνη θέση στην Ελλάδα. Το 1825, στις 26 Οκτωβρίου, τον επισκέφθηκε ο πρώτος ξάδελφος του Τζόρτζ Κάνιγκ, ο μετέπειτα πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Πύλη Στράτφορντ Κάνιγκ. Ο Στράτφορντ ήταν παλιός γνώριμος και φίλος του Καποδίστρια, από την εποχή των ζητημάτων της Ελβετίας. Τον βολιδοσκόπησε σχετικά με το ενδεχόμενο η Ελλάδα να γινόταν αυτόνομη υπό την επικυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, κατά το πρότυπο των Ιόνιων νησιών. Αρνήθηκε να συγκατανεύσει σε τέτοιο ενδεχόμενο. Τον χειμώνα του 1825 ο τσάρος Αλέξανδρος πέθανε ξαφνικά στο Τάνγκαροκ και την εξουσία ανέλαβε ο αδελφός του μέγας δούκας Νικόλαος.
Ο Νέσελρόντε ενημέρωσε τον Καποδίστρια για την αλλαγή πολιτικής της Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα και για την υπογραφή στην Αγία Πετρούπολη από τον Γουέλινγκτον, τον ίδιο και τον Λίβεν του Πρωτοκόλλου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας, στις 4 Απριλίου του 1826. Το Πρωτόκολλο είχε σκοπό τον εξαναγκασμό της Πύλης σε συμβιβασμό. Σε μεγάλο και καρποφόρο ταξίδι που έκανε ο Καποδίστριας στο Παρίσι, τον συνάντησε την τρίτη κιόλας μέρα της παραμονής του σε ξενοδοχείο της πόλης, χωρίς ραντεβού, ο Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας. Θέλησε να διερευνήσει τις μελλοντικές του κινήσεις μετά το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης. Εκεί συναντήθηκε ακόμη με τον φίλο του, πρεσβευτή της Ρωσίας στο Παρίσι, Πότσο ντι Μπόργκο, και τον παρότρυνε να ενθαρρύνει περαιτέρω την αλλαγή πολιτικής της Ρωσίας υπέρ των Ελλήνων, επηρεάζοντας γι’ αυτό τον νέο Τσάρο. Τρεις μήνες περίπου πριν από την τριμερή Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που παραχωρούσε αυτονομία στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας ήταν γνώστης της εξέλιξης αυτής.
Φαίνεται πως οι ξένοι διπλωμάτες της εποχής γνώριζαν τότε καλύτερα από τους Έλληνες σήμερα τον πραγματικό ρόλο του Καποδίστρια στην υπόθεση των Ελλήνων. Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τις ενέργειες των άλλων Ελλήνων της εποχής, τις αποστολές στην Ευρώπη, τα συντάγματα και τις εθνοσυνελεύσεις, την ηγεσία του Αγώνα στο πεδίο της μάχης, είναι μάλλον φανερό πως ο μυστικός αρχηγός της επανάστασης τον καιρό εκείνο περιόδευε για τη διάσωσή της, την εξασφάλιση χρημάτων για τον επισιτισμό του στρατού της και την επιβολή της ως νόμιμης διεκδίκησης ενός λαού. Διεκδίκηση που έπρεπε να αναδειχτεί στην πρώτη γραμμή της διεθνούς πολιτικής σκηνής, και ως τέτοια αναδείχτηκε.
Τα αίτια της αντίδρασης ενάντια στον Κυβερνήτη έχουν αναλυθεί πολλές φορές από τους ιστορικούς, αλλά και τον απλό κόσμο, που ακόμη και σήμερα έχει άποψη ή μάλλον διαίσθηση για το τι έγινε τότε. Κατά τη γνώμη μας το πιο βασικό από αυτά ήταν η απέχθεια του Κυβερνήτη για τους προκρίτους. Είχε τους λόγους του. Έγραφε στον Ιγνάτιο εμπιστευτικά: «Μόνον ολίγοι τινές απατώνται, νομίζοντες ότι τα χρήματα ταύτα [η βοήθεια της Ρωσίας και της Γαλλίας] είναι δι’ αυτούς και μέλλωσι να πάθωσι ό,τι και αι λίραι του δανείου. Ότι μεν κλέπτουσι παντού, όπου διοίκησις υπάρχει, είναι αναμφίβολον. Αλλά δεν ευρίσκεται τόπος εις εμέ γνωστός, όπου πλησίον των κλεπτών να υφίστανται χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αγαίων, ανεστίων, και καταπείνων, καθώς εν Ελλάδι. Στοχασθείτε, δεσπότη μου, ότι αι άθλιαι αυταί οικογένειαι πάσχουσιν εξ αιτίας των κλεπτιστάτων αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων, και ενθαρρύνατέ με, αν δύνασθε, να είμαι συγκαταβατικός προς μίαν δράκα ανθρωπαρίων μεταλλοθέων, επ’ ουδενί των οποίων όμως ουδέ κατέστησα την βαρείαν χείρα της δικαιοσύνης, ουδέ καταστήσω, αρκούμενος να τους γνωρίσω καλώς και να τους παραδώσω ποτέ, ει χρεία, εις τας αράς του λαού».
Αυτά τα έγραφε τον Ιούνιο του 1828. Βρήκε τους προκρίτους όταν ήρθε κλειδωμένους στα σπίτια τους με φρουρές έξω από αυτά. Τους έβαλε στην κυβέρνηση σε περίοπτες θέσεις. Διεξήγαγε με ηρεμία τον αγώνα που ελευθέρωσε τα εδάφη και έφερε την ανεξαρτησία. Έκανε εκλογές και σε μια επίδειξη δύναμης έσβησε την εξουσία τους στη Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους το καλοκαίρι του 1829. Όρισε πως τα «δοσίματα» των επαρχιών θα έρχονταν στην κεντρική διοίκηση, που θα τα μοίραζε σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι στους προκρίτους, όπως γινόταν επί Οθωμανών. Όρισε ακόμη δικαστήρια, αποστερώντας τους το δικαίωμα να δικάζουν αυτοί τις διαφορές. Παρ’ ότι συγκατένευσε στο να δοθούν αποζημιώσεις στην Ύδρα, τη Μάνη και στα Ψαρά, που είχαν υποστεί τόσες ζημιές και καταστροφές εξαιτίας του Αγώνα, αρνήθηκε τα υπέρογκα ποσά που ζητούσαν. Δεν ήθελε να στερήσει σημαντικούς πόρους από τον λαό για χάρη λίγων οικογενειών στην Ύδρα – των οικογενειών που είχαν σκοτώσει τον Αντώνη Οικονόμου στο Άργος το 1821, τον άνθρωπο που τους έσυρε στον Αγώνα.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που είχε χάσει μέλη της οικογένειάς του στον Αγώνα και που θεωρούσε την υπόθεση της λευτεριάς δική του, αρνήθηκε επίσης να συμμορφωθεί. Από το Ναύπλιο ξεσήκωσε κάποιους συγγενείς του να στασιάσουν κατά της κυβέρνησης. Δεν θα δεχόταν σε καμία περίπτωση περιορισμό των προνομίων του, δεν είχε κάνει την επανάστασή γι’ αυτό. Δεν θα δεχόταν επίσης να δώσει χρήματα στο ταμείο. Η Ελλάδα τού όφειλε, δεν της όφειλε. Ο Καποδίστριας του είπε πως αυτός και άλλοι 25 ήταν η κατάρα του έθνους, ο λόγος που δεν θα πήγαινε μπροστά. Έσπευσε στη Μάνη τον Απρίλιο του 1831, όπου τα κυβερνητικά στρατεύματα έλυσαν τη στάση χωρίς να χυθεί αίμα.
Ο Τσάμης Καρατάσσος στασίασε επίσης το 1831 στη Βοιωτία, ηττήθηκε σε αψιμαχίες και κατέφυγε στην Ύδρα, όπου είχε μεταφερθεί το κέντρο της αντιπολίτευσης. Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, αγωνιστής και ευεργετημένος από τον Καποδίστρια και τον Εϋνάρδο στις σπουδές του στο εξωτερικό, μετέφερε την έκδοση της εφημερίδας του Απόλλων από το Ναύπλιο στην Ύδρα το 1830. Σε αυτή εξέφραζε όλο το αντιπολιτευτικό του μένος εναντίον του Καποδίστρια, ζητώντας τη δολοφονία του. Στο μεταξύ ο Μιαούλης, που είχε περάσει στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης, μαζί με τον Αντώνιο Κριεζή και διακόσιους Υδραίους αποφάσισαν ένα εντυπωσιακό χτύπημα. Πήγαν στον Πόρο και με έφοδο κατέλαβαν τον ναύσταθμο. Ο Κυβερνήτης ταράχτηκε από την απείθεια του ναυάρχου του και έστειλε τον Κωνσταντίνο Κανάρη από θαλάσσης και τον Νικηταρά από ξηράς για να καταστείλουν τη στάση. Ζήτησε από τους ναυάρχους των Δυνάμεων να τον βοηθήσουν. Μόνο ο Ρώσος ναύαρχος Πέτρος Ρίκορντ δέχτηκε. Σημειώθηκαν αψιμαχίες και σκοτώθηκαν αρκετοί, Ρώσοι κυρίως. Ο Μιαούλης είχε διαταγή να ανατινάξει τα ελληνικά πλοία, αν έβλεπε πως έχανε τον Πόρο. Αυτό και έπραξε. Την 1η Αυγούστου του 1831 ανατίναξε το «Ελλάς» και βύθισε το «Ύδρα». Το «Καρτερία» σώθηκε από Μυκονιάτη ναύτη που έκοψε το φιτίλι.
Ποιος όμως έδωσε τη διαταγή στον Μιαούλη; Ο ίδιος είπε αργότερα ότι ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Έχοντας παραιτηθεί αρκετές φορές από τις θέσεις που του εμπιστευόταν ο Καποδίστριας, ο Φαναριώτης πολιτικός είχε μεταβεί στην Ύδρα ως πολιτικός σύμβουλος των εκεί προκρίτων. Η σταδιοδρομία του είναι αμφίσημη. Είχε βοηθήσει στην επιτυχή απόκρουση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, αλλά πέτυχε την αποπομπή του Βαρνακιώτη, του πιο σημαντικού τότε οπλαρχηγού της Ρούμελης, ως προδότη. Το ίδιο έκανε αργότερα και με τον Καραϊσκάκη. Ο Κολοκοτρώνης τον είχε απειλήσει κάποτε ότι θα τον καταχέριζε αν τον έβρισκε μπροστά του. Στο δέμας και στο ύφος ο κατοπινός πρωθυπουργός του Όθωνα έμοιαζε πολύ με αυτό που κατηγορούσαν οι δικοί του τον Κυβερνήτη: εξουσιομανής, αδίστακτος, καιροσκόπος.
Ο Μαυροκορδάτος είχε συλλάβει την ιδέα να παραχωρήσει στην Μεγάλη Βρετανία διαρκή συμμαχία το 1824 και ήταν από τότε ο βασικός πυλώνας της βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα. Σε συμφωνία πιθανότατα με τη Μεγάλη Βρετανία είχε αποφασίσει πως μόνο η εξόντωση του Καποδίστρια θα οδηγούσε στην κατάρρευση της «κερκυραϊκής» κυβέρνησης, όπως την έλεγαν ειρωνικά, και την επικράτηση της βρετανικής επιρροής. Η βρετανική κυβέρνηση ανησυχούσε πάντα για τη ρωσική επιρροή στην Ελλάδα. Πολλά μέλη της πίστευαν πως ο Καποδίστριας ήταν σε συνεννόηση με τον Τσάρο για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία ελληνικού προτεκτοράτου της Ρωσίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Χωρίς να απέχει πολύ από τις εθνικές επιδιώξεις του Καποδίστρια, έτσι όπως τις εξέθεσε σε υπόμνημά του στον Τσάρο, η κατηγορία στο σκέλος του προτεκτοράτου ήταν άδικη. Ως υπουργό της Ρωσίας τον κατηγορούσαν για εύνοια προς τους Έλληνες και ως Κυβερνήτη της Ελλάδας τον κατηγορούσαν για εύνοια προς τη Ρωσία. Από τα δύο αποδείχτηκε ιστορικά μόνο το πρώτο, το οποίο είναι και το μόνο που αποδίδει δικαιοσύνη στις ενέργειές του. Μικρότερες κινήσεις, όπως η δήωση αυστριακών πλοίων που ανεφοδίαζαν τον οθωμανικό στρατό στον πόλεμο με τη Ρωσία, απλώς απαντούσαν στις «αβρότητες» του Μέτερνιχ έναντι της Ελλάδας, αλλά και στα συμφέροντα της τελευταίας να κερδίσει η Ρωσία τον πόλεμο.
Η μεταβολή της πολιτικής κατάστασης στη Γαλλία με το πραξικόπημα και την εκλογή του δούκα της Ορλεάνης ως βασιλιά είχε δυσμενείς συνέπειες για την Ελλάδα. Η Γαλλία ήταν πια με το μέρος της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Γάλλος αντιπρέσβης έβλεπε κι αυτός τον Καποδίστρια ως πράκτορα της Ρωσίας και σε πλείστες περιπτώσεις δημιουργούσε προσκόμματα σε αυτόν και την πολιτική του. Η καθοριστική του βοήθεια προς τους υποψήφιους δολοφόνους του Κυβερνήτη πιθανότατα συνέβαλε στα γεγονότα που θα επακολουθούσαν.
“Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν ας με δολοφονήσουν. Τόσον το χειρότερον δι’ αυτούς. Θα έλθη κάποτε η μέρα κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου”.
Το σύνολο της σειράς “Ηγέτες” ή μεμονωμένους τόμους της θα βρείτε σε επιλεγμένα σημεία.