Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Γιοβάννα Σπίρι
Ένας αυθεντικός ύμνος στην αγάπη προς τη φύση και τους ανθρώπους και στη φιλία. Αυτή είναι η ιστορία της Χάιντι. Είναι, μάλιστα, τέτοια η πίστη της Σπίρι στη δύναμή τους, που τις δείχνει να ξεπερνούν κάθε εμπόδιο. Όλα ξεκινούν τη στιγμή που η θεία Ντέτε θα εμπιστευτεί τη Χάιντι στον θείο από το Αλμ, που ζούσε απομονωμένος στην καλύβα του στα ψηλά βουνά. Εκεί το μικρό κορίτσι, με παρέα τον Πέτερ, έναν λίγο μεγαλύτερό της βοσκό, ανακαλύπτει τις ομορφιές της ζωής στο βουνό κι αλλάζει, αλλάζοντας συνάμα και τον παππού. Η σύντομη παραμονή της στην Φρανκφούρτη θα δυναμώσει την αγάπη της για τη φύση και ταυτόχρονα θα χτίσει μια μεγάλη φιλία, με την καθηλωμένη σε καροτσάκι Κλάρα, κόρη ενός εύπορου εμπόρου. Αυτή η φιλία και η ζωογόνος δύναμη της φύσης, όταν η Κλάρα θα επισκεφθεί την καλύβα του παππού, θα αλλάξουν και τη δική της ζωή και θα καταφέρουν το ακατόρθωτο.
Γεννημένη 1829 στο Χίρτσελ, ένα γραφικό χωριό της Ελβετίας, η Γιοχάνα Σπίρι μεγάλωσε με πλούσιες παραστάσεις από τη φύση και την αγάπησε με πάθος.
Αυτές οι παραστάσεις τη συνόδευαν κι όταν, παντρεμένη πια, μετακόμισε το 1952 στη Ζυρίχη. Αυτές και η νοσταλγία για τη γενέτειρά της είναι η πηγή από την οποία εμπνεύστηκε τη «Χάιντι», που άρχισε να τη γράφει το 1872.
Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία, για παιδιά αλλά και για ενήλικους. Το 1884 είχε την ατυχία να χάσει τον γιο και το σύζυγό της. Μόνη πλέον, αφιερώθηκε στις φιλανθρωπίες και τη συγγραφή έως το θάνατό της, το 1901.
Την άλλη μέρα, αμέσως μετά που ο Σεμπάστιαν άνοιξε την πόρτα για να μπει ο καθηγητής, το κουδούνι ξαναχτύπησε, αυτή τη φορά όμως τόσο δυνατά, που ο αρχιθαλαμηπόλος νόμισε πως είχε επιστέψει ξαφινά ο χερ Σίσμαν. Όρμησε στην πόρτα, την άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σ' ένα αγόρι με κουρελιασμένα ρούχα και ένα οργανετό κρεμασμένο στον ώμο.
Ορφανή από μάνα και πατέρα η Χάιντι, πέφτει στην επιμέλεια της νεαρής της θείας, η οποία είναι αναγκασμένη να δουλέψει ως υπηρέτρια στην πόλη. Μην μπορώντας η Ντέτε να τη φροντίσει- την παραδίδει στον εκ πατρός παππού της.
Οι αφηγήσεις που απευθύνονταν στα παιδιά ήταν τα παραμύθια. Αριστουργηματικά και εμβληματικά ενίοτε, γεμάτα από συμβολισμούς και αρχέτυπα, πλην δίχως ανταπόκριση με την πραγματικότητα. Μάγισσες, δράκοι, στοιχειωμένα παλάτια και πεντάμορφες πριγκιποπούλες που περιμένουν, ναρκωμένες, τον πρίγκιπά τους.
Σε ένα τέτοιο λογοτεχνικό περιβάλλον, η Γιοχάνα Σπίρι γράφει στα 1881 την Χάιντι. Τη μικρούλα των Άλπεων. Και ταράζει τα νερά.
Η Χάιντι ουδεμία σχέση έχει με την Σταχτοπούτα ή με την Κοκκινοσκουφίτσα. Είναι μια ηρωίδα απολύτως ρεαλιστική, ένα κορίτσι που θα μπορούσε να ζει δίπλα μας και τότε αλλά και σήμερα. Κυρίως ίσως σήμερα.
Ορφανή από μάνα και πατέρα η Χάιντι, πέφτει στην επιμέλεια της νεαρής της θείας, η οποία είναι αναγκασμένη να δουλέψει ως υπηρέτρια στην πόλη. Μην μπορώντας η Ντέτε να τη φροντίσει- την παραδίδει στον εκ πατρός παππού της. Ο γέρο Αλμ, πρόσωπο ύποπτου παρελθόντος και χαμηλής υπόληψης μεταξύ των συγχωριανών του, ζει απομονωμένος σε μια καλύβα στο βουνό. Έχει δύο κατσίκες για να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του και ως μόνη συναναστροφή έναν νεαρό βοσκό, τον Πέτερ. Ο Πέτερ ζει με την μάνα του και με την τυφλή γιαγιά του και παραμένει από πείσμα αναλφάβητος.
Εγκαθιστάμενη στο βουνό η Χάιντι, όχι απλώς προσαρμόζεται ταχύτατα μα και μαγεύεται από την άγρια φύση. Μοιάζει κάπως με θηλυκός Χακ Φιν – συνδέεται με την ίδια τρυφερότητα με τις κατσικούλες και με την τυφλή γιαγιά. Ο κόσμος της είναι οι Άλπεις.
Η θεία Ντέτε, φευ!, θα την ξεριζώσει από τον παράδεισο της. Θα την κατεβάσει στην Φρανκφούρτη για να την δώσει παρακόρη σε μια πλούσια οικογένεια, να την κάνει με το στανιό φιλενάδα της ανάπηρης θυγατέρας. Η Χάιντι ασφυκτιά στο αρχοντικό, υποφέρει διδασκόμενη τις «καθώς πρέπει» συμπεριφορές, μαραζώνει συντροφεύοντας την Κλάρα που είναι καθηλωμένη στην πολυθρόνα. Το σκάει κι ανεβαίνει στο ψηλότερο καμπαναριό μπας κι αντικρίσει τα βουνά της. Αποπειράται ματαίως να δραπετεύσει. Καταλήγει, από μελαγχολία, να υπνοβατεί τις νύχτες.
Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ(ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ)
Διάβαζα τη “Χάιντι” σε μια διασκευή για εικονογραφημένα βιβλία, που μου είχαν χαρίσει όταν ήμουν μικρή. Το βιβλίο αυτό το είχα -και το έχω ακόμα- στο εξοχικό μας, στον Κιθαιρώνα. Ποτέ δεν το έφερα στην Αθήνα, σαν ήταν εκεί ο φυσικός του τόπος. Να ανασαινει βουνό και πεύκο, να ακούει τα πουλιά και να εχει κρυφό διάλογο με τις κατσίκες και τα πρόβατα που περνούσαν κάθε απόγευμα έξω απ’το κτήμα
Τα παιδικά μου σαββατοκύριακα ήταν μια επιστροφή στη φύση και η “Χάιντι” ένα βιβλίο στο οποίο επέστρεφα...
Υπήρχαν πολλά που με συνέδεαν με τη μικρή ελβετίδα ή έτσι άρεσε στην παιδική φαντασία μου να νομίζει. Βρισκόμουν στα βουνά, με τον παππού και τη γιαγιά μου, ελεύθερη στο βουνό, μακρυά από την άχαρη βοή της πόλης. Τα παιδικά μου σαββατοκύριακα ήταν μια επιστροφή στη φύση και η “Χάιντι” ένα βιβλίο στο οποίο επέστρεφα- μικρότερη μου το διάβαζε η γιαγιά μου η Καίτη και αργότερα το διάβαζα μόνη μου τα μεσημέρια που εκείνη κοιμοταν.
Αγάπησα τη μικρή ηρωίδα και όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Τον λιγομιλητο αλλά γεμάτο καλοσύνη παππού, τον Πέτερ που όλο πεινούσε, τη γιαγιά και την λατρεία της για ψωμάκια, την γλυκιά Κλάρα. Είχα πλάσει ένα πρόσωπο για τον καθένα τους στο μυαλό μου, το οποίο περιείχε και στοιχεία από δικούς μου ανθρώπους.
Στο παιδικό μου σύμπαν τα ελβετικά όρη έμοιαζαν πιο πολύ με τον Κιθαιρώνα και τα δέντρα δεν ήταν μόνο έλατα αλλά και πεύκα και ελιές… Όμως όλα αυτά συνυπήρχαν μέσα στο βιβλίο και δημιουργούσαν ένα εντελώς προσωπικό σύμπαν. Αυτό που με γοητεύει ακόμα και σήμερα στη “Χάιντι” είναι ο τρόπος που μιλάει για την δύναμη που δίνει στον άνθρωπο μια ζωή σε αρμονία με τη φύση. Ένα παιδί που ζει στην πόλη θα το ευχαριστηθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ένα παιδί που ζει κοντά στη φύση. Όμως πιστεύω πως και στις δύο περιπτώσεις, η εντύπωση για τον αναγνώστη είναι μαγευτική.