Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Ο ηγέτης της δημοκρατίας
Ηγέομαι: προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι αρχηγός, οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ (Χαρ. Αθ. Μπαλτάς, Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1995,
σ. 269)
Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Οι αγαθοί οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμα και σε θριάμβους. Οι κακοί, σε αποτυχίες και καταστροφές. Οι περισσότεροι ηγέτες έχουν μεικτό “μητρώο”, που περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές στιγμές. Η αναζήτηση της σειράς αυτής των Ελλήνων ηγετών περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα της ιστορίας των Ελλήνων, από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή. Η νέα Ελλάδα έχει ασφαλώς τη μερίδα του λέοντος, ίσως γιατί παραδόξως είναι η λιγότερο γνωστή. Το σχολείο άφησε περισσότερα κενά στη νεότερη απ’ ό,τι στην αρχαία ιστορία.
Η κοινή πάντως αντίληψη, που συστηματικά διαμόρφωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, είναι η ενότητα της ιστορίας μας μέσα στον χρόνο.
Τι µπορεί να πει ο Περικλής στον πολίτη του 21ου αιώνα; Και δεν αναφέροµαι στο αδιαµφισβήτητο ιστορικό του βάρος, αυτό που ακόµη και σήµερα προσπαθούν να αποτιµήσουν οι ειδικοί ερευνητές. Αναφέροµαι σε αυτό το «ειδικό βάρος» της εντελώς ιδιαίτερης εκείνης εποχής, στην αµεσότητα µε την οποία συνέχισε να απευθύνεται στη διάρκεια των αιώνων, των εποχών, όσο απόµακρες και διαφορετικές κι αν ήταν. Όπως λέει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, κάποτε η κλασική Ελλάδα ήταν τµήµα της συλλογικής µας ευαισθησίας. Είναι ακόµα έτσι; Ή µήπως τα πράγµατα έχουν αλλάξει τόσο ριζικά ώστε να αναφερόµαστε στη ∆ηµοκρατία του Περικλή σαν ένα ιστορικό παράδειγµα, ένα απόµακρο πρότυπο το οποίο µιλούσε µια γλώσσα εντελώς διαφορετική από τη δική µας;
Το 2005 οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συναντήθηκαν στο ∆ουβλίνο για να εγκρίνουν το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγµατος, αποφάσισαν πως η απόσταση που χωρίζει τη σηµερινή ευρωπαϊκή ∆ηµοκρατία από την Αθήνα του Περικλή είναι τόσο µεγάλη ώστε δεν αξίζει ούτε µία αναφορά στο έργο του. Η Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία ήταν πολεµοχαρής, κατακτητική, δουλοκτητική και σεξιστική, µιας και οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωµα ψήφου, απεφάνθησαν. Έτσι αποφάσισαν να διαγράψουν τη µαγική εκείνη φράση από τον Επιτάφιο του Περικλή, που παραθέτει ο Θουκυδίδης: «Το πολίτευµά µας καλείται ∆ηµοκρατία γιατί σ’ αυτό αποφασίζουν οι πολλοί.» – «ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται.» Θα µπορούσε να πει κανείς πολλά για το ιστορικό αίσθηµα των υπουργών Εξωτερικών – µε την εξαίρεση του Έλληνα και του Κύπριου που ψήφισαν υπέρ της διατήρησης του αποσπάσµατος. Θα µπορούσε κανείς να τους θυµίσει, για παράδειγµα, πως οι γυναίκες άρχισαν να ψηφίζουν στην Ευρώπη τον περασµένο αιώνα, πως η δουλοκτησία βύθισε τις Ηνωµένες Πολιτείες σε έναν αιµατηρότατο εµφύλιο µόλις δύο αιώνες πριν. Όσο για το αν ο Περικλής και η ∆ηµοκρατία του ήσαν πολεµοχαρείς, σ’ αυτό οι ευρωπαίοι υπουργοί µοιάζουν να συµπλέουν µε τις απόψεις του υιού Μπους και των συµβούλων του, όπως του περιώνυµου Γούλφοβιτς, οι οποίοι ξεκινώντας για το Ιράκ θύµισαν πως και η Αθήνα του Περικλή έκανε πόλεµο για να εξάγει τη ∆ηµοκρατία. Ναι, µόνο που η «εξαγωγή» γινόταν στο πλαίσιο του ίδιου πολιτισµικού περιβάλλοντος, σε πόλεις-κράτη που µιλούσαν την ίδια γλώσσα, πίστευαν στους ίδιους θεούς και µοιράζονταν τις ίδιες παραδόσεις.
Σε τι µας αφορά λοιπόν η Αθηναϊκή ∆ηµοκρατία, το έργο του Κλεισθένη και του Εφιάλτη που το τελειοποίησε ο Περικλής και οδήγησε την Αθήνα στην καταστροφή του Πελοποννησιακού πολέµου; Τι σχέση έχει εκείνη η ∆ηµοκρατία που δεν υπήρξε προϊόν λαϊκής επανάστασης, αλλά απόφαση, συνειδητή, της αθηναϊκής αριστοκρατίας, της ελίτ, των επίλεκτων, µε τις σύγχρονες δηµοκρατίες για τις οποίες χύθηκε πολύ αίµα και πολλά κεφάλια έπεσαν στη φρίκη της γκιγιοτίνας και την τροµοκρατία του Ροβεσπιέρου;
∆υο τρία πράγµατα που πρέπει να θυµόµαστε γι’ αυτήν. Κι ας ήταν άµεση, σε αντίθεση µε αυτό που ονειρεύονται οι σηµερινοί οπαδοί της άµεσης ∆ηµοκρατίας, όσοι θέλουν να µετατρέψουν το διαδίκτυο σε Βουλή, το εκλεκτορικό σώµα ήταν αυστηρά προσδιορισµένο. Έπρεπε να είναι Αθηναίοι πολίτες, και µάλιστα στην εποχή του Περικλή, από πατέρα και µητέρα Αθηναίο. Καµιά εικοσιπενταριά χιλιάδες σε ένα σύνολο πληθυσµού 250.000 ψήφιζαν µόνον στην Εκκλησία του ∆ήµου. Ποιοι ανταποκρίνονταν στην πρόσκληση του κήρυκα: «Τίς ἀγορεύειν βούλεται;» Μόνον όσοι µπορούσαν να µιλήσουν, όσοι ήξεραν να χειρίζονται τη νέα θαυµατουργή µηχανή που είχαν ανακαλύψει οι Αθηναίοι, τον λόγο. Η ∆ηµοκρατία γεννήθηκε µαζί µε τους δηµαγωγούς – η λέξη εξάλλου απέκτησε την αρνητική σηµασία που έχει σήµερα πολύ αργότερα στην ιστορία. Όλα αυτά βέβαια αφορούν την ιστορία που τα έχει καταχωρίσει στα αρχεία του χρόνου, κάπου στο µακρινό παρελθόν του δικού µας παρόντος, σε έναν κόσµο που ήταν εντελώς διαφορετικός από τον δικό µας. Πίστευε σε διαφορετικούς θεούς, δεν είχε ακόµη ξεκαθαρίσει τις διαφορές ανάµεσα στο δηµόσιο και το ιδιωτικό, η δύναµη του πλούτου δεν είχε ξεφύγει από τα όρια του ανθρωπίνως δυνατού όπως σήµερα και, το κυριότερο, ο πολίτης που σήκωνε το χέρι του για να ψηφίσει πόλεµο στην Εκκλησία θα πήγαινε να πολεµήσει ο ίδιος. Θα πρόσφερε το σώµα του, και τη ζωή του, για να επικυρώσει την ψήφο του – κάτι που σχετικοποιούσε την ευκολία της «χαλαρής» ψήφου ή της ψήφου διαµαρτυρίας. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει κάτι εντελώς ιδιαίτερο που αφορά στην περίπτωση του Περικλή και έχει να κάνει µε τον χαρακτήρα του ιστορικού του ρόλου. Θα µπορούσε να το αποκαλέσει κανείς «το θάρρος της δηµιουργίας», το θάρρος ενός ανθρώπου που αγάπησε τόσο πολύ τον κόσµο του –κι ο κόσµος του ήταν η πόλη του, η Αθήνα–, πίστεψε τόσο πολύ σ’ αυτόν ώστε να αντλήσει την εµπιστοσύνη που του χρειαζόταν για να πειραµατιστεί µε τους όρους της ύπαρξής του.
“Tην ορµή της η ∆ηµοκρατία του Περικλή την αντλούσε από το γεγονός ότι συνεχώς αναρωτιόταν για τις συνθήκες της ύπαρξής της. Ήταν φτιαγµένη στα µέτρα και για τα όρια του ανθρώπινου νου”.
Η ∆ηµοκρατία ξεκίνησε την ιστορική της σταδιοδροµία ως πείραµα. Ο Περικλής δεν είχε πρότυπα να ακολουθήσει, ανακάτεψε τα ανθρώπινα υλικά αναζητώντας τη σύνθεση, όπως ο χηµικός ανακατεύει τα στοιχεία στο εργαστήριό του. Κι αυτή ήταν η µεγάλη δύναµη της ∆ηµοκρατίας, αυτή που της επέτρεψε να αναδυθεί ως κοινωνικό όραµα αφού έµεινε θαµµένη για αιώνες. Η διαφορά της ∆ηµοκρατίας από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι ότι δεν στηρίζεται στην ασφάλεια ενός ιδεολογικού συστήµατος, ενός πλέγµατος ιδεών που ερµηνεύει τον κόσµο και καθυποτάσσει τον άνθρωπο στην ερµηνεία του. Κι αν η σηµερινή ∆ηµοκρατία πάσχει, και οι υποστηρικτές της ξέρουν πολύ καλά ότι πάσχει, είναι γιατί ακριβώς κινδυνεύει να χάσει αυτόν τον χαρακτήρα του πειραµατισµού. Κυρίαρχη, σαν το καταληκτικό κεφάλαιο της ιστορίας ενός µεγάλου πολιτισµού, του δυτικού, η ∆ηµοκρατία σήµερα έχει χάσει την πνοή της, την ορµή της, το θάρρος της.
Αυτό το θάρρος που είχε ο Περικλής όταν, µια µέρα του 430 π.Χ., λίγο πριν υποκύψει κι αυτός στον µεγάλο λοιµό που σάρωσε την Αθήνα, τα έπαιξε όλα για όλα µπροστά στα πτώµατα των Αθηναίων που έπεσαν στον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέµου. Απευθυνόταν στις µητέρες, στις συζύγους, στις αδελφές και τις κόρες των νεκρών και µε µια µεγαλειώδη χειρονοµία –τον φαντάζεσαι να απλώνει το χέρι του για να αγκαλιάσει τον Παρθενώνα– εξαγόρασε τον θάνατο τόσων Αθηναίων λέγοντας στους επιζήσαντες «καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα». Πρέπει να έχεις µεγάλη εµπιστοσύνη στο έργο σου για να ξέρεις ότι θα επιζήσει από τον θάνατό σου. Πρέπει να έχεις µεγάλη εµπιστοσύνη στον κόσµο σου για να µπορείς να αναρωτιέσαι συνεχώς για τις συνθήκες της ύπαρξής του χωρίς να φοβάσαι µήπως τον καταστρέψεις. Και την ορµή της η ∆ηµοκρατία του Περικλή την αντλούσε από το γεγονός ότι συνεχώς αναρωτιόταν για τις συνθήκες της ύπαρξής της. Ήταν φτιαγµένη στα µέτρα και για τα όρια του ανθρώπινου νου.
Λέγεται πως την ώρα που οι Αθηναίοι µπήκαν στα πλοία για τη Σαλαµίνα ο σκύλος της οικογένειας του Ξάνθιππου έπεσε στη θάλασσα και κολύµπησε πίσω από το πλοίο. Ξεψύχησε µόλις βγήκε στη στεριά. Οι στιγµές ήταν δραµατικές και το µέλλον αβέβαιο. Ο πόλεµος, βίαιος διδάσκαλος, όπως τον χαρακτήρισε ο Θουκυδίδης, χάραξε βαθιά πατριωτική συνείδηση στους πολίτες και µόρφωσε τολµηρούς χαρακτήρες. Ο Περικλής έπαιρνε τα µαθήµατά του στον χειρισµό του πολέµου, αλλά και των εσωτερικών πολιτικών αναταραχών, όντας ευνοούµενο µέλος µιας από τις σηµαντικότερες οικογένειες της εποχής. Εναπόκειτο στην ευφυΐα του να σταθµίσει τα γεγονότα, τους ανθρώπους, τις κοινωνικές τάσεις και τους εχθρούς, για να διαµορφώσει την ηγετική του φυσιογνωµία.
Την ευφυΐα του ανέλαβαν να καλλιεργήσουν οι πιο µεγάλοι ίσως δάσκαλοι της εποχής. Στο γυµναστήριο ασκούσε το σώµα του στην πάλη και τη δύναµη. Στο σπίτι ο Πυθοκλείδης και ο πιο σηµαντικός Αθηναίος µουσικοδιδάσκαλος, ο ∆άµωνας, τον δίδαξαν την τέχνη της µουσικής. Του δίδαξαν τις νότες, τη λύρα και τον αυλό, αλλά, όπως είπαν οι κακές γλώσσες, ο ∆άµωνας τού δίδαξε και τη σοφιστική τέχνη. Μετέδωσε ίσως στον νεαρό µαθητή του έναν εσωτερικό ρυθµό µε συµµετρία και ισορροπία, εντελώς διαφορετικό από τον ξέφρενο ρυθµό των πολιτικών γεγονότων της εποχής. Ως «µεγαλοπράγµων και φιλοτύραννος», ο ∆άµωνας εξορίστηκε τα κατοπινά χρόνια, όταν από δάσκαλος του Περικλή είχε γίνει σύµβουλος και υποκινητής πολλών φιλοδηµοκρατικών µέτρων.
Ένας ακόµα µεγάλος δάσκαλος της εποχής, ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, µαθητής του Παρµενίδη, ήρθε από τη φηµισµένη πόλη της Καλαβρίας στην Αθήνα για λίγα χρόνια. Υπερασπίστηκε τις ιδέες του δασκάλου του, ο οποίος δεν αναγνώριζε κανέναν άλλον κόσµο πέραν του φυσικού. Τα φιλοσοφικά προβλήµατα που έθετε στον Περικλή ήταν ερεθιστικά για τη σκέψη και όχι χωρίς αξία για τις επιλογές της ενήλικης ζωής του, κυρίως για την ευρηµατικότητα, στην οποία υπερτερούσε ο πολιτικός του λόγος.
Τα περισσότερα όµως τα πήρε από τον Κλαζοµένιο Αναξαγόρα. Φυσιοκράτης φιλόσοφος από την πηγή της νέας σκέψης που είχε εισρεύσει στην ιστορία της ανθρωπότητας, τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, ο Αναξαγόρας µετοίκησε στην Αθήνα λίγο µετά τους Περσικούς πολέµους και προφανώς έβγαζε το ψωµί του διδάσκοντας τις φυσικές επιστήµες στους γόνους των πλούσιων Αθηναίων. Έγραψε µάλιστα και ένα έργο µε τις ανακαλύψεις του, το Περί Φύσης, που µπορούσε κάποιος να αγοράσει έναντι µιας δραχµής. Η ζωή γι’ αυτόν είχε νόηµα µόνο αν µπορούσε µέχρι το τέλος της να µελετά τις κινήσεις των ουράνιων σωµάτων και να προσπαθεί να τις αντιληφθεί µε τη λογική του. Γι’ αυτόν ο ήλιος ήταν ένας πυρακτωµένος βράχος µεγαλύτερος από την Πελοπόννησο και η σελήνη µια ετερόφωτη γη µε βουνά και φαράγγια. Η βάση για τον υλικό κόσµο, τον ορατό στο µάτι του ανθρώπου, είναι τα «σπέρµατα», µικρά σωµατίδια που έχουν µέσα τους τα πάντα. Υπήρχαν ανέκαθεν και χρειάστηκε απλά ένας κινητή ριος µοχλός για τη διαµόρφωση των διαφορετικών οντοτήτων του σύµπαντος, που καθορίζονται από τη διαφορετική τους αναλογία σε «σπέρµατα». Αυτός ήταν ο «νους»: αγνός και απόλυτος, µόνος µε τον εαυτό του και παντογνώστης, έθεσε σε µια αρχική δίνη τα «σπέρµατα» και από τη δίνη προήλθαν τα πάντα, ακόµα και ο άνθρωπος, το ζώο που εξαιτίας των χεριών του κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τα υπόλοιπα και να αποκτήσει και αυτό νου.
«Νου» αποκαλούσαν τον Αναξαγόρα οι σύγχρονοί του. Η θεωρία του για την πηγή των πάντων δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Σωκράτη, ο οποίος όµως θα προτιµούσε ο νους να καθορίζει τα πάντα, και µετά την αρχική ώθηση που έδινε στα σπέρµατα. Πέρα από τους καταπληκτικούς συνειρµούς που δηµιουργεί η θεωρία του Αναξαγόρα σε σχέση µε τη σύγχρονη επιστήµη, δεν θα µπορούσε κανείς παρά να µακαρίσει την τύχη των µαθητών του και ιδιαίτερα του ευφυούς Περικλή. Ήταν ευτύχηµα για την Αθήνα και για τον Περικλή η παρουσία του Αναξαγόρα στην πόλη. Ακόµα και όταν οι θεωρίες του συζητιόντουσαν ως ασεβείς, πάντως συζητιόντουσαν. Κάτι ερέθιζε το µυα λό των ανθρώπων για να σκεφτούν περισσότερο. Ο πόλεµος και οι συµφορές, οι σύµφυτες µε αυτόν, δεν ήταν πια ζωοδότριες πηγές της δεισιδαιµονίας, αντίθετα έγιναν αντικείµενο ελέγχου για το µυαλό του καθενός ξεχωριστά και για όλους µαζί. Οι συνθήκες υπήρχαν, το ίδιο πλέον και οι διαφωτιστές των πολλών. Οι Αθηναίοι έµελλε µέσα από τον µαθητή του Αναξαγόρα, τον Περικλή, να πιστέψουν στη λογική εξήγηση των πραγµάτων και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία να προσπαθήσουν να προβλέψουν το µέλλον τους όχι µε χρησµούς και λιτανείες, αλλά µε τη συζήτηση και την εξέταση ενός ζητήµατος από πολλούς, µέσω της κοινής λογικής. Με άλλα λόγια ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας λαός αποφάσιζε να χτίσει ο ίδιος το µέλλον του, µε δοµικά υλικά τον ορθό λόγο και τις κοινές αποφάσεις.
Οι δύο άνδρες θα συνέχιζαν να είναι φίλοι για πάνω από 30 χρόνια. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως στον Αναξαγόρα οφείλεται η ατάραχη φυσιογνωµία του Περικλή, η στιβαρή ροή του λόγου του και οι γεµάτες λογική αγορεύσεις του. Ο Αναξαγόρας χτυπήθηκε από τους εχθρούς του Περικλή το 434 π.Χ. Γλίτωσε από τη φυλακή χάρη στις ενέργειες του µεγάλου του φίλου, αλλά εξορίστηκε µε κατηγορίες θρησκευτικού περιεχοµένου και εγκαταστάθηκε στη Λάµψακο, όπου και πέθανε µάλλον το 428 π.Χ.
Μετά την αποτυχία της σύγκλησης του συνεδρίου, ο Περικλής έπεισε τον λαό να ξεκινήσει μόνος του την ανοικοδόμηση των ιερών. Πήραν από το κοινό ταμείο 5.000 τάλαντα, ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό, και όρισαν πως κάθε χρόνο θα έπαιρναν άλλα 200 τάλαντα από τις εισφορές των συμμάχων. Ένα τάλαντο έφτανε για να πληρώνονται οι μισθοί 200 κωπηλατών μιας τριήρους για έναν μήνα. Τα χρήματα των συμμάχων θα τόνωναν αυτήν τη φορά την οικονομία της Αθήνας, χιλιάδες εργάτες θα είχαν πλούσιο μεροκάματο, περισσότερα εμπορεύματα θα έρχονταν στην πόλη και σπουδαιότεροι ακόμα άνθρωποι θα αναζητούσαν ευκαιρίες στο οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Ελλάδας. Η ειρήνη σε λίγα χρόνια θα δημιουργού σε την πολυπληθέστερη πόλη της Ελλάδας, ίσως και ολόκληρης της Μεσογείου. Την ευτυχέστερη επίσης.
Αν όντως σκέφτηκε έτσι ο Περικλής, σταθμίζοντας καλά τις αλλαγές που βίωνε η πόλη ήδη σε καιρό πολέμου, δεν είχε αστοχήσει καθόλου. Συνέλαβε ένα τιτάνιο έργο ανοικοδόμησης των ιερών, το οποίο εκτέλεσε με αποφασιστικότητα και ταχύτητα. Ήταν η καθημερινή του ασχολία για χρόνια. Παραμελούσε τον πολεμικό οίστρο των Αθηναίων, υπογράφοντας συνθήκες ειρήνης όπου και όπως μπορούσε, και έβρισκε χαρά με το να είναι ένας από τους «επιστάτες» των έργων. Ήταν τόσο δυνατή η παρόρμησή του, που δεν θα αστοχούσε κάποιος αν συνέδεε την ανοικοδόμηση των ιερών της πόλης του με τις σκηνές που βίωσε ως παιδί, όταν αυτά καταστρέφονταν από τον Ασιάτη δυνάστη. Στο Σούνιο χτίστηκε ναός του Ποσειδώνα, στον Ραμνούντα ναός της Νέμεσης, στις Αχαρνές ναός του Άρη. Ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς χτίστηκε στον Αγοραίο Κολωνό, όμως τα καλύτερα φυλάσσονταν για την Ακρόπολη. Στη νότια κλιτύ χτίστηκε ένα ωδείο, το πρώτο μέγαρο μουσικής στην ιστορία του πολιτισμού, για να τελούνται οι μουσικοί αγώνες των Παναθηναίων. Στην είσοδο της Ακρόπολης χτίστηκαν τα μνημειώδη Προπύλαια. Τέλος, στην κορυφή της ανεγέρθηκε ναός αφιερωμένος στην Αθηνά Παρθένο, όπου θα φυλάσσονταν και τα χρήματα της πόλης.
Τα έργα ήταν σίγουρα προμελετημένα από κάποιους κύκλους, γι’ αυτό εκτελέστηκαν με ταχύτητα. Ένα μικρό μέρος της «ομάδας», που υπαινισσόμαστε διαρκώς σ’ αυτήν τη βιογραφία ότι καθοδηγούσε μυστικά τις επιθυμίες του Δήμου μέσω του αρχηγού της Περικλή, βγήκε στην επιφάνεια. Υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση όλου του προγράμματος ήταν ο Φειδίας, γιος του Χαρμίδη, ο πιο μεγάλος γλύπτης της πόλης. Το εργαστήριό του ανέλαβε προπάντων τη διακόσμηση του Παρθενώνα, όπως ονομάστηκε τον κατοπινό αιώνα, με τα περίφημα γλυπτά του, καθώς και με το δωδεκάμετρο χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς στο εσωτερικό του. Αρχιτέκτονας του ναού της Ακρόπολης ήταν ο Ικτίνος, που στην κατασκευή χρειάστηκε τη βοήθεια πολλών και κυρίως του Καλλικράτη. Επιπλέον σχεδιάστηκε η πολεοδομική οργάνωση του Πειραιά, ίσως και άλλων περιοχών. Υπεύθυνος για το έργο αυτό ήταν ο Ιππόδαμος από τη Μίλητο. Το τελεστήριο στην Ελευσίνα κατασκευάστηκε από τον Κόροιβο, τον Μεταγένη τον Ξυπέτιο και τον Ξενοκλή από τον Χολαργό. Τα Προπύλαια τα έχτισε ο Μνησικλής.
Τα έργα δεν ήταν αποτέλεσμα μιας τρέλας σαν αυτήν που έπιανε συνήθως τους τυράννους. Ήταν αποτέλεσμα μιας τεράστιας επιστημονικής και φιλοσοφικής διεργασίας που λάμβανε χώρα στην πόλη αρκετά χρόνια πριν ο Περικλής δώσει το πράσινο φως. Οι παραστάσεις στις ζωφόρους, τις μετόπες, την ασπίδα του χρυσελεφάντινου αγάλματος της θεάς και αλλού ήταν παρμένες από την αθηναϊκή μυθική ιστορία. Υπήρχε ακόμα η παράσταση μιας σύγχρονης πομπής, αυτής των Παναθηναίων. Ο στόχος ήταν σαφής: με την επίφαση της θρησκευτικής ζωής έπρεπε να τονωθεί η εθνική περηφάνια. Όλα τα υπόλοιπα ήταν καλές τέχνες, μαθηματικά, γεωμετρία και φιλοσοφία. Κάποιοι υποστηρίζουν πως πολλές από τις αναλογίες του Παρθενώνα ακολουθούν τη χρυσή αναλογία, που συναντάται στα δημιουργήματα της φύσης. Στον ναό αυτό δεν υπάρχει καμία ευθεία, παρά μόνο καμπύλες, όπως και στη φύση. Το έδαφος είναι κυρτό, οι κίονες επικλινείς που αν μπορούσαν να υψωθούν για πολλά μέτρα ακόμα θα συναντιόντουσαν δημιουργώντας μια πυραμίδα. Δεν χρειάζεται να φανταζόμαστε σήμερα πως υπήρχε κάτι μυστικό ή μαγικό πίσω από αυτές τις εμπνεύσεις. Απλά η επιστήμη είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο απ’ όσο γενικά πιστεύεται, και με αυτόν τον παράξενο τρόπο, με το να βλέπει καθημερινά τα επιτεύγματά της, ο λαός της Αθήνας γινόταν ο πρώτος λαός που εμβαπτιζόταν σε αυτήν.
Οι λόγοι, οι υπολογισμοί και οι τύποι που καθόρισαν το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή χάθηκαν. Αυτό που έμεινε είναι οι διηγήσεις των αρχαίων συγγραφέων, που δεν θα πρέπει να θεωρηθούν σήμερα απλώς προπαγανδιστικές του έργου του. Πεντακόσια χρόνια μετά την ολοκλήρωσή τους ένας επισκέπτης της Αθήνας, ο Πλούταρχος, έγραψε: «Γι’ αυτό είναι ακόμη αξιοθαύμαστα τα έργα του Περικλή: δημιουργήθηκαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα για να διαρκέσουν πολύ. Ξεχωριστά το καθένα από αυτά ως προς την ωραιότητά του είναι αρχαίο, αλλά ως προς τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια του παραμένει, ακόμη και σήμερα, σύγχρονο, λες και φτιά χτηκε χτες. Τέτοια είναι η παντοτινή νεότητα που αναβλύζει από αυτά τα έργα. Διατηρεί την όψη τους αναλλοίωτη στον χρόνο, σαν να τα ποτίζει το παντοτινό πνεύμα μιας αγέραστης ψυχής».
“Κάποιοι υποστηρίζουν πως πολλές από τις αναλογίες του Παρθενώνα ακολουθούν τη χρυσή αναλογία, που συναντάται στα δημιουργήματα της φύσης. Στον ναό αυτό δεν υπάρχει καμία ευθεία, παρά μόνο καμπύλες, όπως και στη φύση”.
Το σύνολο της σειράς “Ηγέτες” ή μεμονωμένους τόμους της θα βρείτε σε επιλεγμένα σημεία.