Μία επίκαιρη εισήγηση, 55 ετών, για τη μισθοδοσία του κλήρου

Μία επίκαιρη εισήγηση, 55 ετών, για τη μισθοδοσία του κλήρου

2' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συμπληρώθηκαν εφέτος 50 χρόνια από την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄ Χατζησταύρου (1968). Ενας από τους τομείς στον οποίον επικεντρώθηκε κατά την πενταετή παραμονή του στον θρόνο των Αθηνών (1962-1967) ήταν η διευθέτηση της εφημεριακής μισθοδοσίας, ζήτημα απροσδόκητα επίκαιρο και στις ημέρες μας.

Αν και το ύψος του μισθού των εφημερίων που καθορίστηκε το έτος 1945 και εντεύθεν υπήρξε ικανοποιητικό για τα δεδομένα της εποχής, στη συνέχεια δεν έτυχε ανάλογης αναπροσαρμογής, με αποτέλεσμα το 1963 να μην επαρκεί για την κάλυψη ούτε των μάλλον στοιχειωδών βιοτικών αναγκών. Τέθηκε, έτσι, το ζήτημα εξεύρεσης πόρων, εκ μέρους τόσο της Εκκλησίας όσο και της Πολιτείας, για μία γενναία και οριστική αντιμετώπιση του ζητήματος.

Στην κατεύθυνση αυτή η πρόταση της, υπό τον Κ. Καραμανλή, κυβέρνησης αποτυπώνεται σε Σχέδιο της 23ης Οκτωβρίου 1962, με συντάκτη τον Δημ. Αλιπράντη, υφυπουργό Οικονομικών. Στόχευση του Σχεδίου αποτελεί, κατά δήλωση του συντάκτη του, η οικονομική επάρκεια και αυτοτέλεια της Εκκλησίας, ώστε με «μόνην παρουσίαν και συμβολήν της Πολιτείας», να εξασφαλίσει μόνιμες πηγές εσόδων του προϋπολογισμού της, που θα προέρχονται τόσο από ίδιους πόρους όσο και από τη μόνιμη ετήσια κρατική επιχορήγηση. Προτείνεται έτσι η ίδρυση ενιαίου Οικονομικού Οργανισμού της Εκκλησίας, ο οποίος, υπό τη διεύθυνση πενταμελούς Δ.Σ. όπου το κράτος θα έχει την πλειοψηφία, θα αναλάβει τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου, βάσει νέου μισθολογίου. Επί του Σχεδίου η κυβέρνηση αναμένει την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου ούτως ώστε να προχωρήσει τάχιστα στην κατάθεση του υπό κατάρτιση νομοσχεδίου για να καταστεί νόμος του κράτους και να εφαρμοστεί από 1.1.1963.

Η Ιερά Σύνοδος απορρίπτει το κυβερνητικό Σχέδιο, καταγγέλλοντας προχειρότητα στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και «απειλώντας» ότι «η άνευ εγκρίσεως της Εκκλησίας, εισαγωγή εις την Βουλήν, τοιούτου νομοθετήματος, θα προκαλέση εκκλησιαστικήν θύελλαν». Διατυπώνεται, μάλιστα, η εκτίμηση ότι το συγκεκριμένο Σχέδιο ακυρώνει στην ουσία ένα επίτευγμα της Εκκλησίας, τη μισθοδοσία του κλήρου από το δημόσιο ταμείο (1945), το οποίο δεν υπήρξε οικονομικό αίτημα της Εκκλησίας αλλά ηθική οφειλή της Πολιτείας… Η κρισιμότητα της περίστασης επιβάλλει την έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας, που προσδιορίζεται για την 21η Ιανουαρίου 1963.

Στην εισήγησή του ο Χατζησταύρου, αφού επισημαίνει ότι η «δημιουργική ασάφεια» του Σχεδίου δεν επέτρεψε στη Σύνοδο να το εγκρίνει, υπογραμμίζει τον «πολυσχιδή και ειδικό» χαρακτήρα του ζητήματος, στη μελέτη του οποίου δεν «δύναται με τας ιδίας αυτής δυνάμεις να προχωρήση η Εκκλησία». Για τον λόγο αυτό προτείνει τη σύσταση επιτροπής ειδικών.

Περαιτέρω, σχολιάζοντας την κυβερνητική πρόταση να ανατεθεί η εφημεριακή μισθοδοσία σε έναν ενιαίο Οικονομικό Οργανισμό της Εκκλησίας, «του κράτους αναλαμβάνοντος την κάλυψιν των ανοιγμάτων του λογαριασμού δι’ επιχορηγήσεώς του», διερωτάται «εις τι σκοπεί η προτεινόμενη λύσις […] και κατά τι θα προαγάγη αύτη το θέμα της μισθοδοσίας». Υποστηρίζει έτσι ότι με τη λύση αυτή απλώς θα αποκολληθεί η μισθοδοσία από το δημόσιο ταμείο για να προσαρτηθεί στην Εκκλησία, η οποία θα χρηματοδοτείται από την Πολιτεία. «Αλλά η μεταβίβασις εις την Εκκλησίαν», γράφει ο Χατζησταύρου, «της αρμοδιότητος της πληρωμής της μισθοδοσίας, θέλει μεταβάλει το Δημόσιον εις απλούν χρηματοδότην, δυνάμενον, υπό το νέον τούτο καθεστώς, ευκολότερον και όποτε το θελήση να διακόψη την επιχορήγησίν του».

Τελικώς, η κυβέρνηση εγκατέλειψε την ιδέα της μονομερούς νομοθέτησης. Με απόφασή του Μαρτίου 1963, επιβεβαίωσε την υποχρέωση του κράτους να συνεχίσει να συμβάλει, όπως έπραττε ήδη από το 1945, στην ενίσχυση των εκκλησιαστικών πόρων, μέχρις ότου επιτευχθεί η ανασύνταξη των περιουσιακών πραγμάτων της Εκκλησίας και μέσω αυτής καταστεί εφικτό να καλύπτει η Εκκλησία αυτοδυνάμως τις ανάγκες της…

Οποιαδήποτε ομοιότητα ή αναλογία με πρόσωπα ή σημερινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Ή μήπως όχι;

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος, δικηγόρος, είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή