Ο αντίστροφος εκσυγχρονισμός της Εκκλησίας

Ο αντίστροφος εκσυγχρονισμός της Εκκλησίας

5' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχω την εντύπωση πως οι περισσότεροι από εμάς παρακολουθούμε τις προστριβές των δύο παλαιοτάτων συμμάχων και συνεταίρων (Εκκλησίας και Πολιτείας) με τη σχετική απάθεια με την οποία πάντα αντιμετωπίζαμε εδώ στα δικά μας κλίματα τέτοιου είδους συσχετισμούς δυνάμεων – τις αραιές συγκρούσεις των γιγάντων. Οι αναγνώστες καλό είναι να έχουν υπόψη τους ότι στο κείμενο αυτό κυρίως γίνεται λόγος για την Ιεραρχία και μόνο δευτερευόντως για τον κλήρο και το ποίμνιο.
Για να δούμε τα πράγματα λίγο πιο καθαρά. Η Πολιτεία, που όψιμα ισχυρίζεται ότι ο ρόλος της Εκκλησίας είναι διακριτός και μάλιστα «πνευματικός» και όχι πολιτικός, ποτέ στο παρελθόν δεν υποστήριξε μια τέτοια διάκριση. Αντίθετα χρησιμοποίησε τον πνευματικό ρόλο της σημερινής αντιδίκου της για να καταστήσει πιο αποτελεσματική την δική της, την πολιτική δύναμη. Και πάντα πρόθυμη να υποστηρίξει τον ρόλο της Εκκλησίας, εδραίωνε έτσι με ξένα έξοδα κάποια στοιχειώδη δικά της ερείσματα στην περιοχή των ιδεών. Η Εκκλησία όμως πάντα είχε και πάντα άσκησε πολιτικό ρόλο και εδώ και παντού αλλού. Είναι ένας καθαρά κοσμικός και άρα πολιτικός οργανισμός?. Η Πολιτεία καμώνεται σήμερα πως δεν το έχει ξανακούσει, κάνει την έκπληκτη και διαπορεί με ύφος αγαθό, πώς της έτυχε τέτοιο κακό, να ξεσηκωθεί ο άλλος και να ζητά το μερτικό του από την πίτα.
Το πρόσχημα που χρησιμοποιεί πρόσφατα η Εκκλησία είναι να αφήνει να εννοηθεί ότι επιθυμεί τον εκσυγχρονισμό της και κατά συνέπεια διεκδικεί το δικαίωμα να έχει λόγο σε όλα τα ζητήματα. Πρέπει να εξετάσουμε όμως τι έννοια ακριβώς έχει ο εκσυγχρονισμός της, δεδομένου ότι διαφορετικά εκσυγχρονίζεται ένα λογισμικό για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που κάθε τόσο βγαίνει σε καινούργια έκδοση και διαφορετικά ένας θεσμός, που εν πολλοίς βρίσκεται ακόμα στην έκδοση που κυκλοφόρησε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως έχουμε να κάνουμε με το ακριβώς αντίθετο ενός εκσυγχρονισμού.
Τι νόημα μπορεί να έχει άραγε ο εκσυγχρονισμός ενός θεσμού του οποίου η βάση παραμένει ένα δόγμα πίστης αναλλοίωτο μέσα στους αιώνες; Οι φιλοσοφίες και τα πολιτικά συστήματα εκσυγχρονίζονται αναθεωρώντας κάποιες από τις αρχές τους, ώστε να παρακολουθούν τις εξελίξεις. Οι Εκκλησίες βρίσκουν άλλους τρόπους για να επιζούν ανάμεσα σε τέτοιες αλλαγές. Η άφεση αμαρτιών, η ανεκτικότητα είναι τα συνηθέστερα μέσα για την υπέρβαση των προσκομμάτων που παρεμβάλλει στη δογματική συνέπεια η βιοτική τύρβη². Η Ρωμαϊκή Εκκλησία (πιο διαδεδομένη, με περισσότερους πιστούς, δύναμη, επιρροή και χρήματα) απαλλάσσει τους πιστούς από τις συνέπειες των αμαρτημάτων με την εξομολόγηση. Οι μαφιόζοι κάνουν τον σταυρό τους, εξομολογούνται και εξακολουθούν την δράση τους. Αυτό δείχνει πως ο καθολικισμός διαθέτει απήχηση που εκτείνεται ακόμη και σε χώρους όπου δεν ισχύουν και δεν τηρούνται οι υπόλοιπες αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας.
Η Ορθοδοξία δεν έχει καταφέρει να απλώσει την επιρροή της σε αυτόν τον βαθμό. Ούτε στα λαϊκά ούτε στα ανώτερα στρώματα. Ούτε στους διανοούμενους αλλά ούτε και στους μη διανοούμενους, που για τις ανάγκες τους στρέφονται εναλλάξ σε μεγάλους πολιτικούς άνδρες και σε ποδοσφαιρικές ομάδες.
Αντίθετα, αντί να στέκει στα δικά της πόδια, αντί να στηρίζεται στην απήχησή της, εδραιώνοντας τη δική της εξουσία στις συνειδήσεις των πιστών, πασχίζει να υποκαταστήσει ένα μέρος της κρατικής μηχανής και να πετύχει έτσι διά της βίας όσα η ηθική και πνευματική της απήχηση δεν της εξασφαλίζει. Η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες δεν είναι μια απλή έκθεση σε κοινή θέα της πίστης των πολιτών, που ασφαλώς εφόσον πιστεύουν δεν έχουν και κανένα λόγο να ντρέπονται να το δείξουν. Είναι ένας ωμός τρόπος να αστυνομεύεται η αναγκαστική συμμετοχή μας σε έναν χώρο -την Πίστη- όπου η προσέλευση υποτίθεται ότι γίνεται οικειοθελώς. Αλλά το ουσιωδέστερο αντίκρυσμα είναι καθαρά ταμειακό. Αλλιώς τι αξία έχει η πίστη διά της βίας;
Πραγματικά κανείς δεν μπορεί να γεννηθεί, να βαπτισθεί, να παντρευτεί ή να πεθάνει, χωρίς να ακουμπήσει τα όβολά του στο ταμείο της Εκκλησίας. Αυτή είναι όλη κι όλη η ιστορία – και ας μην γελιέται κανείς. Τα εγκαίνια, οι ορκωμοσίες, οι αγιασμοί, κρατούν τον Κλήρο απασχολημένο και συνεισφέρουν στον μισθό του. Τα δημόσια έργα παραδίδονται κατόπιν αγιασμού. Κάθε νέα Βουλή επίσης. Κάθε νέα κυβέρνηση ορκίζεται ενώπιον του αρχιεπισκόπου. Η σχολική χρονιά αρχίζει με αγιασμό. Ο τόπος παρουσιάζει την εικόνα ενός κράτους ευσεβούς και θεοκρατικού, που πολλοί αισθάνονται ότι απλώς τηρεί τα προσχήματα και μια παράδοση που σήμερα δεν λέει πια τίποτε ως πράξη πίστης, αλλά συμβάλλει μόνο στο να διατηρείται στη ζωή με τεχνητές αναπνοές ένας θεσμός, που έχει προ πολλού πάψει να ετάζει και τους νεφρούς και τας καρδίας μας.
Αν η Εκκλησία φιλοδοξούσε λοιπόν πραγματικά να εκσυγχρονιστεί και να παραμείνει ενεργός και ουσιαστική στο πλευρό των πιστών της, θα έπρεπε να ξεκινήσει το βαρύ αυτό έργο από την αρχή. Και όχι από το τέλος. Θα έπρεπε να δώσει το «παρών» στα προβλήματα των πιστών, θα έπρεπε να προσφέρει λύσεις (δηλαδή να βάλει το χέρι στην τσέπη – στην δική της αντί στην δική μας), να βρεθεί πλάι στους αδικημένους, στους μη προνομιούχους αυτού του κόσμου.
Παράλληλα ο τρόπος με τον οποίο προωθεί αυτά της τα συμφέροντα είναι αποκαλυπτικός της ολοκληρωτικής νοοτροπίας, την οποία πάντα ευνοούσε στο επίπεδο της πολιτικής της τοποθέτησης και έκφρασης. Οταν ισχυρίζεται ότι η διά βοής έκφραση της λαϊκής θέλησης υπερτερεί και υπερισχύει των συνταγματικών άρθρων, επιθυμεί να μας γυρίσει σε εποχές πιο πίσω και από τις πρώτες κρατικές οργανώσεις, κατευθείαν στην οχλοκρατία – λίκνο των τυραννίδων. Οταν εναντιώνεται στους δικαιϊκούς θεσμούς της πολιτείας (όπως η εκλεγμένη -και όχι «εκ Θεού»- κυβέρνηση ή οι αποφάσεις των δικαστηρίων που αποτελούν την υπάτη δικαιοδοτική αρχή ενός κράτους) αμφισβητεί ευθέως τη δημοκρατία.
Αλλά αυτό δεν αποτελεί έκπληξη προερχόμενο από την Εκκλησία της Ελλάδος (και εδώ σαφώς ο λόγος για την Ιεραρχία). Η ιστορία της την έχει οριστικά κατατάξει στη συνείδησή μας, πιστών και μη, ως σύμμαχο και αρωγό όλων των καταπιεστικών και των αντιλαϊκών δυνάμεων. Παπάς και χωροφύλακας κατατυράννησαν τον τόπο για δεκαετίες. Από την δίκοπη εξουσία που μοιράστηκε με τους δυνάστες στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, υποκαθιστώντας τις Αρχές εκεί όπου δεν έφτανε η πολιτική μηχανή της Πύλης, ίσαμε τη μεταξική δικτατορία, ίσαμε τον εμφύλιο σπαραγμό και τις σκοτεινές δεκαετίες που τον διαδέχτηκαν, ίσαμε τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, η Εκκλησία έπαιξε ρόλο άθλιο. Αυτά δεν ξεχνιούνται εύκολα. Και άφεση δεν δίνεται. Και δεν θα δοθεί ίσαμε που η Εκκλησία να λογοδοτήσει, να ομολογήσει τις αμαρτίες της και να ζητήσει -και έμπρακτα αλλά και επίσημα- από τον λαό να την συγχωρέσει.
Από κει αρχίζει ο εκσυγχρονισμός. Ολα τα άλλα είναι κούφια λόγια.

1 Στο Βυζάντιο μοιράστηκε την εξουσία με το Παλάτιον και συνέχισε να τη μοιράζεται με τους Σελτζουκίδες. Στην Δύση, όπου δεν υποκατέστησε αναφανδόν την κοσμική εξουσία, την μοιράστηκε εξίσου μαζί της.
2 Η επιβίωση ενός συστήματος άκαμπτων αξιών μέσα στην μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της κοινωνικής πάλης και των πολιτικών τρικυμιών, θα κατέλυε την αξιοπιστία της χριστιανικής εκκλησίας, αν δεν εφεύρισκε τις απαιτούμενες στοχαστικές προσαρμογές: την επιείκεια, την συγγνώμη, την άφεση αμαρτιών. Πρόκειται για δογματικά εφευρήματα και ουσιαστικά για άσκηση πολιτικής. Οι χριστιανικές αρχές, ως αρχές ηθικής τάξεως, δεν είναι σε κανένα σημείο και σε κανένα επίπεδο διαπραγματεύσιμες.

* Ο κ. Αλ. Πανσέληνος είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή