Πορτοκάλογλου: Πιστεύω στον Χριστό…

Πορτοκάλογλου: Πιστεύω στον Χριστό…

8' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δυο αγάπες μού γελάνε» τραγούδαγε όταν ακόμα τον λέγανε νέο τραγουδοποιό, αλλά και τώρα που σαραντάρισε, δυο αγάπες ακόμη του γελάνε: ροκ και λαϊκό, Ανατολή και Δύση γίνονται ένα στα τραγούδια του Νίκου Πορτοκάλογλου. Αυτές τις μέρες έκανε και πάλι την εμφάνισή του με το σάουντρακ της τελευταίας ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα, «Μπραζιλέρο». Και μας ξαφνιάζει ευχάριστα, ακόμη μια φορά, με τις ανατροπές του.

Τι έκανε; Ενα δίσκο με έντονα τα παραδοσιακά στοιχεία αλλά και έντονο τον ηλεκτρονικό ήχο. «Ανακατεύω τα αντίθετα», λέει ο ίδιος. Προγραμματισμένους ηλεκτρονικούς ρυθμούς μαζί με παραδοσιακά όργανα όπως σαντούρι, ζουρνά κ.ά. «Ολοι οι προηγούμενοι δίσκοι μου ήταν ηχογραφημένοι από ομάδα μουσικών, ζωντανά στο στούντιο. Εδώ έχουμε δουλειά δύο ανθρώπων, δική μου και του Χρυσόστομου Μουράτογλου, ο οποίος ανέλαβε εξ ολοκλήρου την παραγωγή. Αυτή τη διαδικασία ακολουθούν όλοι στην ηλεκτρονική μουσική».

Από τους ανήσυχους της γενιάς του, δεν υποκλίθηκε στο έντεχνο όπως άλλοι, περιέχει όμως τις πιο ετερόκλητες επιρροές: από τους «Τόκινγκ Χεντς» μέχρι τον Τσιτσάνη και από τους «Ρόλινγκ Στόουνς» μέχρι τον Χατζιδάκι. Γεμάτος αντιθέσεις και ο ίδιος, δεν συμφωνεί με τους διαχωρισμούς «ποιοτικό και εμπορικό τραγούδι» λέει ότι οι πρώτοι πάσχουν από «παρελθοντολαγνεία», ενώ την ίδια ώρα ξανφνιάζει με τη δήλωσή του «πιστεύω στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο». Στην «K» σήμερα μιλάει για τα «πρόσωπα» του τραγουδιού, για το νέο του σάουντρακ, αλλά και για την Ορθοδοξία, τον αντιαμερικανισμό που μας χαρακτηρίζει και την έλλειψη διαλόγου.

Διαβάζοντας το σενάριο του Γκορίτσα θέλησε να γράψει μουσική που να στηρίζεται σε μια ακραία αντίθεση. Ο σκηνοθέτης, φίλος έτσι κι αλλιώς, δεν του ζήτησε κάτι συγκεκριμένο. «Παρά μόνο να γράψω ένα λάτιν κομμάτι στην αρχή, λόγω του τίτλου της ταινίας. Κι αυτό προκάλεσε έναν τσακωμό που κράτησε κάνα μήνα, έως ότου τελικά υποχώρησε…».

– Στην προηγούμενη ταινία του Γκορίτσα, στο «Βαλκανιζατέr». η μουσική σας δεν ήταν συνοδευτική αλλά πρωταγωνιστική. Μία παλιά αντίληψη λέει ότι η μουσική πρέπει να χάνεται σε μια ταινία, να μην κυριαρχεί. Τώρα τι επιδιώξατε;

– Προσπάθησα να κάνω όσο πιο απλή μουσική γίνεται. Αυτό που έμαθα στην προηγούμενη συνεργασία είναι ότι, για να λειτουργήσει μια μουσική στο σινεμά, πρέπει να ‘ναι όσο πιο μινιμαλιστική γίνεται. Στο «Μπραζιλέρο» ήθελα να έχει μια ομοιογένεια, ενώ στο «Βαλκανιζατέr» ήταν σαν κολάζ με αυτόνομα στοιχεία. Στο τωρινό φιλμ, μοναδικό τραγούδι που ακούγεται είναι το «Θάλασσά μου σκοτεινή», στο δίσκο ωστόσο υπάρχουν ακόμη τέσσερα. Δύο ερμηνεύονται από την Ελ. Αρβανιτάκη, το ένα το λέω με τον Σταύρο Λογαρίδη και το τέταρτο ερμηνεύει η Αν. Μπάμπαλη.

– Σήμερα ποιο θεωρείτε λαϊκό τραγούδι;

– Υπάρχει μια σύγχυση. Τι ενοούμε λαϊκό; Αυτό που ακούγαμε στη δεκαετία του ’80 δεν είναι λαϊκό σήμερα, ο Σούκας και ο Μουσαφίρης, π.χ., δεν γράφουν. Από την άλλη, τα τραγούδια του Φοίβου, έχουν μεν λαϊκή απήχηση, αλλά δεν μου αρέσουν. Εγώ επιζητώ καλά τραγούδια.

– Αυτά τα τραγούδια μπορούν να σταθούν στη σημερινή παντοκρατορία της λαϊκοπόπ;

– Το «Θάλασσά μου σκοτεινή» βγήκε πριν από δυο εβδομάδες στους σταθμούς και έφτασε, σύμφωνα με το «Μιούζικ κοντρόλ», στο νούμερο ένα. Δηλαδή έπαιξε επί ίσοις όροις με τα λαϊκοπόπ. Δεν πιστεύω ότι αυτά που λέμε εμπορικά ραδιόφωνα έχουν ιδεολογικό πρόβλημα να παίξουν ένα άλλο τραγούδι.

– Τελειώνοντας το καλοκαίρι, όλοι συμφωνούν ότι οι λεγόμενοι έντεχνοι πήγαν πολύ καλά στις συναυλίες, εν αντιθέσει με τους δίσκους, όπου εκεί είναι φανερό ότι «σκίζουν» οι εκπρόσωποι της πίστας. Πώς το εξηγείτε;

– Στις συναυλίες ο κόσμος αναζητά μια πιο βαθιά σχέση με τον καλλιτέχνη που έχει αντέξει στον χρόνο. Δισκογραφικά, υπάρχει βέβαια ένα γενικό πρόβλημα, που οφείλεται στην πειρατεία και στο Ιντερνετ. Αυτό για μένα είναι το θέμα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλο μεγάλο πρόβλημα. Απλώς έτυχε να μην ξεχωρίσει ιδιαίτερα κάποιο τραγούδι. Τόσο σε έναν εμπορικό όσο και σε έναν ποιοτικό δίσκο, είναι νόμος στη δισκογραφία ότι πάντα ένα τραγούδι αγαπιέται είτε πρόκειται για δίσκο των «Ρόλινγκ Στόουνς» είτε του Σφακιανάκη. Το τελευταίο τραγούδι που αγάπησε το κοινό, στη δική μας ας πούμε σκηνή, ήταν το «Διθέσιο» της Πρωτοψάλτη. Ετυχε απλώς τον τελευταίο χρόνο να μην υπάρχουν ανάλογα δείγματα.

– Δηλαδή, η σκηνή των έντεχνων δεν αντιμετωπίζει προβλήματα όπως λένε πολλοί;

– Το ποιοτικό τραγούδι -αν και δεν μου αρέσουν αυτοί οι διαχωρισμοί- πάσχει από συντηρητισμό και παρελθοντολαγνεία. Στην άλλη πλευρά βλέπεις μια λαχτάρα να χρησιμοποιήσουν ό,τι πιο μοντέρνο κυκλοφορεί, από τον ήχο μέχρι το ντύσιμο. Αυτό κρύβει μια χυδαία πλευρά αλλά και κάτι ενδιαφέρον: ότι κοιτάνε μπροστά. Θέλουν να ‘ναι στην εποχή τους κι όχι να υπερασπιστούν ένα αγιοποιημένο παρελθόν, όπως κάνει η έντεχνη σκηνή.

– Τους δικαιολογείτε;

– Περισσότερο καταλαβαίνω κάποιον που κάνει μια χοντράδα προσπαθώντας να ‘ναι μοντέρνος, παρά τη σιγουριά του ανθρώπου που υπερασπίζεται το παρελθόν. Είμαι πιο κοντά στην αγωνία όσων θέλουν να ζουν το σήμερα. Οι λεγόμενοι ποιοτικοί είμαστε γεμάτοι αναστολές και κόμπλεξ.

– Πάντως, εκείνο που κυριαρχεί είναι η ελαφρότητα. Τι σηματοδοτεί το «να περνάμε καλά» που ακούμε διαρκώς, καθώς και οι τηλεοπτικές του προεκτάσεις, τα «Κατσεκαλάδικα»;

– Ενα γλέντι χαζοχαρούμενων γκλαμουράτων. Ενας νέος καθωσπρεπισμός. Ομως η αντιπρόταση σε όλο αυτό τι είναι, η κατάθλιψη; Να απαγορεύεις στον κόσμο να χορεύει και να κάνει απεργία πείνας; Κι εγώ θέλω να κάνω πάρτι, αλλά κάπως αλλιώς. Εμένα οι ρίζες μου είναι το λαϊκό και το ροκ, δεν είναι το έντεχνο και η φλοσοφία καθίστε κάτω να σας διδάξουμε τα μυστικά της τέχνης μας. Ποτέ δεν ήμουν εκεί.

– Είπατε ότι ακούγατε λαϊκά. Αυτό που εξέφρασε ο Καζαντζίδης χάνεται μαζί με τον εκσυγχρονισμό ή σιγοκαίει ακόμη;

– Η Ελλάδα της μετανάστευσης έχει από καιρό χαθεί. Κι εγώ ως αμετανόητος ροκάς, όταν πήγα το ’78 να σπουδάσω στην Ευρώπη, τότε άρχισα να ακούω ελληνική μουσική και από τους πρώτους δίσκους που αγόρασα ήταν «Η ζωή μου όλη». Η ελληνική αγωνία αλλάζει μαζί με την εποχή. Ολα αυτά που γίνονται τώρα περιέχουν τη σημερινή αγωνία. Πέρα από τα τραγούδια όμως, εκείνο που μας λείπει είναι ο διάλογος γύρω από τι θέλουμε να είμαστε. Το πρόβλημά μας είναι ότι θεωρούμε μερικά πράγματα αυτονόητα, ενώ δεν είναι. Δεν βλέπω να έχουμε προχωρήσει από την εποχή της μεταπολίτευσης, όταν ο καθένας ήταν οχυρωμένος πίσω από την ιδεολογία του.

– Παρ’ ότι κατέρρευσαν οι ιδεολογίες;

– Αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια, θα βρεις απομεινάρια που απλώς έχουν μετασχηματιστεί. Οπως ο αντιαμερικανισμός, που έμεινε ως καραμέλα, από τους πιο αριστερούς έως τους πιο δεξιούς, μέχρι και τον Χριστόδουλο. Σε μια χώρα μάλιστα που είναι πρώτη πανευρωπαϊκά στην κατανάλωση αμερικανικής κουλτούρας. Από τη μια καταναλώνουμε τα αμερικανικά σκουπίδια και από την άλλη καίμε την Αθήνα όταν έρχεται ο Κλίντον.

– Ετσι εξηγείτε την κρυφή χαιρεκακία κάποιων γι’ αυτό που συνέβη στην Αμερική;

– Κρυφή έως πολύ φανερή. Αν δεν δούμε τα λάθη μας και κατηγορούμε διαρκώς τους άλλους, δεν πρόκειται ποτέ να ενηλικιωθούμε.

– Την ίδια ανωριμότητα έχουμε και με τον Χριστόδουλο;

– Εγώ πιστεύω στον Χριστό, στο Ευαγγέλιο και στην αξία της πνευματικής ζωής όπως την ορίζει η ορθόδοξη παράδοση. Αλλά δεν βλέπω να έχουν όλα αυτά κάποια σχέση με τον Χριστόδουλο, χωρίς αυτό να είναι και κάτι παραδοξο. Και ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, με τους παπάδες τα ‘βαλε. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία και η νεολαία ήταν πρόθυμη να κοιτάξει προς τα εκεί, για να βρει μια εναλλακτική πρόταση, χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία. Αν ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ένας άνθρωπος σαν τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο, η Εκκλησία θα είχε έναν ουσιώδη λόγο, ειδικά σε αυτή την εποχή που όλοι έχουμε χάσει τον μπούσουλα, που ιδεολογίες δεν υπάρχουν και καλά κάνουν και δεν υπάρχουν. Γενικώς υπάρχει μια φοβερή αμηχανία σε όλα τα επίπεδα, στο επίπεδο των σχέσεων πρώτα απ’ όλα. Από τη μια, υπάρχουν τα τηλεοπτικά σκουπίδια με τα γκλαμουρίστικα κουτσομπολιά και, από την άλλη, στις σοβαρές εφημερίδες, μόνο «μπετόν αρμέ» θέσεις. Οπως με την παγκοσμιοποίηση: παλιά δεν μπορούσαμε την ΕΟΚ, τώρα αντίχριστος είναι η παγκοσμιοποίηση.

– Γιατί; Δεν κρύβει κινδύνους;

– Οτιδήποτε νέο κρύβει κινδύνους, ακόμη και με μια επιστημονική ανακάλυψη; Αλλά αυτό τι σημαίνει; Κλείνεις τα μάτια και δεν κοιτάς μπροστά; Το στοίχημα πάντα είναι να δέχεσαι την καινούργια πραγματικότητα κρατώντας αυτό που έχει αξία από την παράδοσή μας. Οχι σε μια γυάλα αλλά στη ζωή μας την αληθινή.

«Δεν νοσταλγώ τα νιάτα μου»

– Η γενιά σας, πριν από είκοσι χρόνια, ήταν η εναλλακτική λύση στο τραγούδι. Σήμερα, 43άρης πια, πατέρας δύο παιδιών (δεκατεσσάρων και τριών ετών), τι έχετε από την ένταση των εφηβικών σας χρόνων, όταν όλα γύρω σας αλλάζουν;

– Κι εγώ αλλάζω… Οι περισσότεροι νοσταλγούν τα νιάτα τους και την ανεμελιά που ‘χαν ως φοιτητές. Εγώ δούλευα από τα είκοσί μου για να ζήσω. Τώρα λοιπόν έχω μεγαλύτερο ενθουσιασμό και φόρα απ’ ό,τι στα είκοσι πέντε μου. Αφιερώνω περισσότερο χρόνο στη μουσική, τους φίλους, το διάβασμα – ό,τι δεν έκανα νέος. Δεν νοσταλγώ τίποτα.

– Τα τραγούδια σας αφηγούνται συνήθως μια ιστορία, όμως τα τελευταία χρόνια αυτό το βλέπουμε όλο και λιγότερο στη δισκογραφία. Ακούμε τραγούδια κυρίως με σπασμωδικούς στίχους. Το πρόβλημα είναι των στιχουργών ή στο τραγούδι καθρεφτίζεται η γενικότερη βιασύνη που ζούμε;

– Ως ακροατής αλλά και αναγνώστης της λογοτεχνίας, επιζητώ καθαρά συναισθήματα. Δεν μπορώ το ψάρεμα στα θολά νερά. Αν διδασκόταν φερ’ ειπείν ένα τραγούδι σε μια σχολή τραγουδοποιίας σαν το κορυφαίο δείγμα στιχουργικής, θα διάλεγα το παραδοσιακό «Σε αγαπώ γιατί είσαι ωραία/ σε αγαπώ γιατί είσαι συ/ αγαπώ κι όλο τον κόσμο/ γιατί ζεις και συ μαζί». Δηλαδή, η συγκίνηση και η δύναμη που κρύβει αυτή η λιτότητα, για μένα ειναι ιδανικό. Με αυτόν τον μπούσουλα βαδίζω. Γι’ αυτό όσο μεγαλώνω προσπαθώ να μιλάω με λιγότερους ήχους και με λιγότερες λέξεις. Με κουράζουν η φλυαρία και η ασάφεια.

– Ποιο είναι το μέλλον για το τραγούδι;

– Για μένα υπάρχει συνεχώς μια επιστροφή στα παλιά πράγματα, σαν σχολείο δηλαδή, αλλά και μια φοβερή λαιμαργία για νέα πράγματα. Φερ’ ειπείν οι δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία: μπορείς πια να φτιάχνεις δίσκους στο σπίτι σου. Αρα, τα πράγματα έχουν πάντα δυο πλευρές. Από τη μια, λέμε η τεχνολογία μάς αποξενώνει και θρηνούμε σαν γκρινιάρες γεροντοκόρες και, από την άλλη, διαπιστώνεις τι σου προσφέρει η ίδια η τεχνολογία. Να κάνεις μια βιοτεχνία στο σπίτι σου. Αυτό, δηλαδή, που κινδυνεύει να μας φυλακίσει, μπορεί και να μας απελευθερώσει.

Εκεί κατοικοεδρεύουν οι ηγέτες των Ταλιμπάν με τη μεγαλύτερη επιρροή, συμμαθητές στο μεντρεσέ Ακόρα Κατάκ του Πακιστάν, μεταξύ αυτών και ο μουλάς Ομάρ, ο κατακτητής του Κανταχάρ το 1994 και της Καμπούλ το 1996, νικητής επί του Μασούντ και ισχυρός άνδρας του συμβουλίου των ουλαμάδων. Ο μουλάς Ομάρ αισθάνεται πιο άνετα στο Κανταχάρ από ό,τι στην Καμπούλ, κέντρο εξουσίας της πτέρυγας των Ταλιμπάν, που θεωρούνται «μετριοπαθέστεροι», τροφοδοτώντας εκτιμήσεις περί «ρήγματος», τη στιγμή κατά την οποία η «βόρεια συμμαχία», έστω και χωρίς τον Μασούντ, έχει διασφαλίσει την υποστήριξη της Δύσης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή