Οι εφτά ψυχές του λαϊκού τραγουδιού

Οι εφτά ψυχές του λαϊκού τραγουδιού

8' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το λαϊκό τραγούδι είναι σαν τις γάτες: εφτάψυχο… Οσες φορές κι αν προσπάθησαν να το εξουδετερώσουν, όσο κι αν το λογόκριναν, το πολέμησαν, το εξευγένισαν, αυτό παραμένει ζωντανό. Φέτος μάλιστα ζει ακόμη μια νιότη. O Νίκος Πορτοκάλογλου, ο κατ’ εξοχήν Ελληνας ρόκερ, στο πρόγραμμα που μοιράστηκε με την Ελένη Τσαλιγοπούλου στο «Μετρό», συμπεριέλαβε και λαϊκά τραγούδια? ο Γιάννης Κότσιρας με τον Δημήτρη Μπάση στη «Σφενδόνα» μας θύμισε μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά? το ίδιο και η Ελευθερία Αρβανιτάκη τώρα στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο». O Γιώργος Νταλάρας με το δικό του σχήμα στον «Ζυγό» επίσης δίνει έμφαση φέτος στις λαϊκές του ρίζες, ο Διονύσης Τσακνής που συνεργάστηκε με την Ελένη Βιτάλη ξάφνιασε τραγουδώντας τον «Πενηντάρη» του Γιώργου Ζαμπέτα, ενώ ο λεπτός νεαρός της ποπ Μιχάλης Χατζηγιάννης πρότεινε μεταξύ άλλων και… Μπαγιαντέρα, στο «Φως»με την Ελένη Πέτα και την Ηρώ.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνουν όλα αυτά. Το λαϊκό τραγούδι έχει επιζήσει σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Αυτή τη χρονιά έκανε αισθητή την παρουσία του κυρίως στα προγράμματα των μουσικών σκηνών αλλά και στη δισκογραφία. Είναι αλήθεια πως σε κάθε επιστροφή του το λαϊκό τραγούδι κερδίζει και κάτι. Επιπλέον, παίρνει και μια μικρή εκδίκηση, που φέτος ειδικά αφορά την επανεκτίμηση μιας σειράς τραγουδιών τα οποία μέχρι πρόσφατα ήταν περιφρονημένα. Τα «Μαύρα μάτια σου» που τραγούδησε ο Γ. Κότσιρας και συμπεριέλαβε στον τελευταίο του δίσκο ήταν έκπληξη? έκπληξη ήταν και η ερμηνεία του N. Πορτοκάλογλου σε ένα τραγούδι που συνδέθηκε με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη αλλά και στο «Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τραίνο» του Τάκη Μουσαφίρη που τραγούδησε μοναδικά ο Μητροπάνος. O Αντώνης Ρέμος έχει επτά τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα στον τελευταίο του δίσκο, ο Μανώλης Μητσιάς κυκλοφόρησε έναν ολόκληρο δίσκο με ανέκδοτα τραγούδια του Ζαμπέτα, ενώ κάθε καλό αθηναϊκό πρόγραμμα περιλαμβάνει απαραιτήτως Ακη Πάνου.

Το λαϊκό τραγούδι ήταν πάντα περιφρονημένο -ουσιαστικά για λόγους πολιτικούς. H ελληνική πολιτική κοιτούσε πάντα προς τη Δύση και ήθελε να της μοιάσει σε όλα τα επίπεδα: ιδεολογικά αλλά και αισθητικά. Δεν είναι τυχαίο ότι η άρχουσα τάξη στις διασκεδάσεις της και η πολιτική εξουσία στις πανηγυρικές της εκδηλώσεις περιορίζονταν στον πολιτιστικό χώρο που όριζαν τα βαλσάκια και τα εμβατήρια. H μουσική έκφραση της καθ’ ημάς Ανατολής ήταν πάντα περιφρονητέα. Ακόμα και η εξιδανίκευση του δημοτικού τραγουδιού έγινε με τέτοιο τρόπο που για χρόνια έμοιαζε ταριχευμένο, χωρίς να είναι. Μέχρι να έρθουν άνθρωποι σαν τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Νίκο Ξυδάκη και σχήματα σαν τις «Δυνάμεις του Αιγαίου», το δημοτικό τραγούδι είχε ταυτιστεί με τη χούντα.

Αλλά αυτό που υπέφερε τα περισσότερα και τα χειρότερα ήταν το λαϊκό. H αδρή του χάρη, οι ακατέργαστες αιχμές του παραήταν δικά μας πράγματα για να γίνουν ανεκτά από μια εξουσία που ήθελε πάντοτε να είμαστε άλλοι. Εξ ου και η λογοκρισία, οι απαγορεύσεις και οι διωγμοί του, οι οποίοι δεν περιορίστηκαν μόνο στο ’40 και το ’50, αλλά έφτασαν ώς σήμερα, με ποικίλους τρόπους. Από το ψαλίδι του Μεταξικού λογοκριτή οδηγηθήκαμε στο βελόνι των σημερινών ραδιοφωνικών «μοντελίστ» του λάιφ στάιλ.

Επί Μεταξά και επί χούντας, Τσιτσάνης και Βαμβακάρης δεν περνούσαν στο ραδιόφωνο? ούτε όμως σήμερα ακούγονται στην πλειοψηφία των σταθμών. Αν εξαιρέσουμε τον «Μελωδία» (όπου έγινε αφιέρωμα πρόσφατα στον Βαμβακάρη) και δυο-τρεις ακόμη σταθμούς, ευκολότερα ακούς στο ραδιόφωνο την ιμιτασιόν λαϊκοπόπ για Ελληνίδες Μπρίτνεϊ Σπιρ παρά αληθινά λαϊκά τραγούδια, παλιά και σύγχρονα. Ομως, όσο μια αληθινή ανάγκη δεν βρίσκει έκφραση, τόσο μεγαλώνει και κάποτε ξεχειλίζει.

Για πρώτη φορά η ανάγκη αυτή ξεχείλισε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν η μεταπολιτευτική έξαρση του πολιτικού τραγουδιού είχε πια ξεθυμάνει και ο νεανικός κόσμος αλλά και κάποιοι δημιουργοί αναζητούσαν έναν πιο απλό, άμεσο και επιτέλους όχι συνοφρυωμένο τρόπο να τραγουδήσουν την ελεύθερη ζωή. Αυτό τους το πρόσφερε το ρεμπέτικο και οι κομπανίες. Ταυτόχρονα με τις κομπανίες είχαμε και την «Εκδίκηση της γυφτιάς» (Ρασούλης, Ξυδάκης, Παπάζογλου) που έφερε άλλον αέρα στο τραγούδι. Με τις κομπανίες ξαναβγήκε ο λαϊκός πλούτος αλλά με τα τραγούδια της «Εκδίκησης της γυφτιάς» έσμιξαν ο πιο λαϊκός ήχος με έναν σύγχρονο στίχο που ήταν ευαίσθητος και είχε χιούμορ. Αυτό το κύμα της επιστροφής απλώθηκε παντού σε μπαρ και σε ρεμπετάδικα και δρόσισε τους πάντες.

Από το νεολαϊκό συρμό στη λαϊκοπόπ

Το 1981 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία γνωρίσαμε την πρώτη κυβέρνηση που έδειξε να μην περιφρονεί το λαϊκό, τουλάχιστον όχι όσο οι προηγούμενες. Το λαϊκό βρήκε χαραμάδες ακόμη και στο κρατικό ραδιόφωνο. Κι ύστερα πέρασε στην υπερβολή, στον νεολαϊκό συρμό. H δεύτερη επιστροφή του εμφανίστηκε στα λεγόμενα Βαρελάδικα ή Ελληνάδικα, στις αρχές της δεκαετίας ’90, η οποία και πάλι είχε ιδεολογικά ερείσματα. Ηταν η εποχή που βγήκαμε να διαδηλώσουμε ότι η Μακεδονία είναι ελληνική, η εποχή που το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» του Μάριου Τόκα με ερμηνευτή τον Δ. Μητροπάνο, ήταν το πρώτο ζεϊμπέκικο που ακούστηκε στα μπαρ. Παράλληλα το παλιό ελληνικό σινεμά πήρε την εκδίκησή του. «Οι κόκκινες, οι πράσινες, οι θαλασσιές οι χάντρες» σκορπίστηκαν στις νεανικές πίστες που ακόμη λέγονταν ντίσκο και η Μαίρη Χρονοπούλου ως «Γυναίκα του κεφιού» αναδείχθηκε σε βασίλισσα των χώρων αυτών.

Φυσικά κι αυτή η τάση εμπορευματοποιήθηκε όταν ανακάλυψαν το κέφι και κυρίως τα έσοδα που έκρυβαν όλα αυτά. Σύντομα λοιπόν ξεφύτρωσαν δύο και τρία και πολλά ακόμη Βαρελάδικα. Επειδή όμως μόδα ήταν κι αυτό, σύντομα περάσαμε στην καλυμμένη ποπ. Ακόμη και οι καλύτεροί μας τραγουδιστές και τραγουδίστριες ενέδωσαν φλερτάροντας με το δυτικό ηχόχρωμα, απτόητοι από το γεγονός ότι το ίδιο έκαναν οι πετυχημένοι σταρ της νύχτας στις πίστες. Ισως ήταν και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.

«Είμαστε μια κοινωνία κολλημένη και σοβαροφανής»

«Το λαϊκό φεύγει κι έρχεται και κάθε φορά που επανέρχεται ανακαλύπτουμε και μια άλλη πλευρά που μέχρι χθες τη θεωρούσαμε παρακατιανή» λέει στην «K» ο Νίκος Πορτοκάλογλου. «Δέκα χρόνια πριν είχαμε τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα που ώς τότε δεν τα θεωρούσαμε πολύ σοβαρά. Φαντάζομαι σε δέκα χρόνια ίσως λέμε και κανένα τραγούδι του Γιάννη Πλούταρχου -το «Αν είσαι αγάπη» λ.χ., που είναι καλό τραγούδι. Αυτό δείχνει ότι είμαστε μια κοινωνία κολλημένη, σοβαροφανής, δυσκίνητη, που της είναι δύσκολο να δεχθεί κάτι νέο τη στιγμή που συμβαίνει. Πρέπει να περάσουν δέκα χρόνια για να το δεχθούμε. Ο,τι συνέβη και με το παλιό ελληνικό σινεμά, που το απέρριπτε η διανόηση της εποχής».

Ο συνδυασμός του λαϊκού με τον ηλεκτρικό ήχο, που επιχείρησε επιτυχώς στο «Μετρό», ήταν κάτι καινούργιο γι’ αυτόν. «H συνεργασία με την Ελένη Τσαλιγοπούλου μου έδωσε την ευκαιρία να μπω στο γήπεδο του λαϊκού. Εκείνη το κάνει κάθε χρόνο, εγώ είχα την ευκαιρία να πω λαϊκά και έπαιξα και τα δικά μου επίσης». Κατά τη γνώμη του N. Πορτοκάλογλου το ποπ διάλειμμα, μέχρι να στραφούμε και πάλι στον λαϊκό ήχο, δεν αφορά όλους: «Αυτοί που απομακρύνθηκαν περισσότερο από τον ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή ήταν οι μεγάλοι τραγουδιστές. Πάντα είχαμε πρόβλημα να πούμε από ποιο χωριό καταγόμαστε. Σαν να θέλαμε να το κρύψουμε. Ετσι έγινε και με το λαϊκό, το οποίο πάντα υπάρχει και αλλάζει μορφή και θα επανέρχεται κατά διαστήματα».

Τα παρεξηγημένα

Ο Γιάννης Κότσιρας στέκεται στα παρεξημένα τραγούδια. Το «Μαύρα μάτια σου» που μάθαμε από τον Μανώλη Αγγελόπουλο και φέτος μας το θύμισε σε μια διασκευή-πρόταση, δεν ήταν το μόνο. «Πιστεύω ότι υπάρχουν και πολλά ακόμη τα οποία και εμείς τώρα τα ανακαλύπτουμε.

Είτε αυτά ανήκουν στα «παρεξημένα» που ατυχώς τα χαρακτήρισαν κάποια στιγμή και σκυλάδικα είτε στα πιο ελαφρά είτε στα πιο βαριά. O «Τρελός» π.χ. του Ακη Πάνου, βαρύ για κάποιους, είναι υπέροχο τραγούδι». H επιστροφή στα παλιά έχει να κάνει «με την έλλειψη νέας γραφής λαϊκού και ταυτόχρονα με την ανάγκη του κόσμου να ακούει τέτοιο ήχο. Το σημαντικότερο όμως είναι το κοινό. Αυτό που είδα στη «Σφενδόνα» και με οδήγησε στην έκδοση του δίσκου, που είναι σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν λαϊκός, έχει να κάνει με τη θερμή υποδοχή όχι τόσο του μεγάλου ηλικιακά κοινού, όσο των 17άρηδων-25άρηδων. Αυτοί μας οδηγούν στα λαϊκά τραγούδια».

Και η ποπ; O Μανώλης Μητσιάς σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «K» είχε επισημάνει ότι πολλοί συνάδελφοί του στρέφονται στην ποπ πιστεύοντας πως έτσι θα προσεγγίσουν τη νεολαία. «Ομως η νεολαία θα έρθει να σε ανακαλύψει, δεν πας εσύ να την προσεγγίσεις με πλάγια μέσα. Καλώς ή κακώς, ο τραγουδιστής πορεύεται με τη γενιά του. Μπορείς να βάλεις έναν 50άρη να παραστήσει τον 20άρη; Ψεύτικος θα ‘ναι. Είναι σαν να συνεργαστώ λ.χ. με τους «Τρύπες» -ωραίο γκρουπ- και να πιστέψω ότι η νεολαία που θα ‘ναι από κάτω θα ‘ρθει για μένα. Είναι δυνατόν; Σε αυταπάτη θα ζω αν πιστεύω κάτι τέτοιο».

Μπουχτίσαμε λοιπόν τόσο γρήγορα και με την ποπ; «Από την παραποίηση του λαϊκού με ποπ στοιχεία» διορθώνει ο Γ. Κότσιρας. «Γιατί άλλη κατηγορία είναι η «ποπ-ποπ» και άλλη το «λαϊκό με ποπ άποψη». Αυτό ήταν μόδα και πέρασε. Αν βλέπουμε ότι είναι παραγκωνισμένο από την τηλεόραση, αυτό έχει την εξήγησή του: η τηλεόραση βρίσκεται πάντα πίσω απ’ αυτό που συμβαίνει πραγματικά στην κοινωνία. Αλλο προβάλλει η τηλεόραση κι άλλο πρωταγωνιστεί στη ζωή. H επανάκαμψη του λαϊκού είναι πραγματικότητα. Υπάρχει ανάγκη γι’ αυτή, ανάγκη να ανακαλύψουμε τα παραμελημένα κομμάτια του είδους και να προσφέρουμε νέα τραγούδια».

Τα παιδιά ήρθαν και έφεραν τη λύτρωση!

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήδη από το 1981, σε μια συναυλία της Οπισθοδρομικής Κομπανίας στις γιορτές των Βράχων είχε πει εύστοχα, όπως πάντα:

«Τι ανάγκη είχε αυτή η μουσική, η αιωνίως αντιστεκόμενη απέναντι στους ιδεολόγους, που σαν Προκρούστες κόβανε πάντοτε ό,τι είναι φριχτό και θαυμάσιο μέσα σ’ αυτήν; Δεν το επιχείρησαν το ’40 κηρύσσοντας την παρανομία;

Το επιχείρησαν με μεγαλύτερη επιτυχία το ’50, μεταβάλλοντάς την σε αισθητικό μπιμπελό, για να επιπλώσει μια κουλτούρα ελληνική, κοιταγμένη απ’ τη μεριά των τουριστικών μας νησιών. Το επανέλαβαν με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία το ’60, θεωρώντας την σαν μια απόδειξη ότι ο λαός δεν θέλει τίποτε άλλο,

εκτός από το μεροκάματο και τη νίκη του κόμματος. Και τέλος κόντεψαν πια να την εξοντώσουν το ’70, όταν ειδικοί επιστήμονες και ρεμπετολόγοι τη μετέβαλαν σε μουσειακό είδος, αφαιρώντας της έμμεσα το δικαίωμα να επικοινωνεί μαζί μας και να μας λυτρώνει. Και τότε ήρθαν τα παιδιά!». Ενα από εκείνα τα παιδιά, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, πριν από λίγες μέρες έλεγε στην «K»: «Το λαϊκό πάντα το περιείχα στα προγράμματά μου. Είναι στοιχείο του εαυτού μου, με αφορά και το υπηρετώ με σεβασμό. H λειτουργία αυτών των τραγουδιών όπως και των παρεξηγημένων λαϊκών είναι λυτρωτική». Για την ίδια λύτρωση μιλούσαν και οι δύο, με διαφορά 21 χρόνων…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή