Οι «νονοί» της νύχτας αποκαλύπτονται…

Οι «νονοί» της νύχτας αποκαλύπτονται…

11' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H μεγαλύτερη υπόθεση εξάρθρωσης εκβιαστών που έχει απασχολήσει ποτέ την Ελληνική Αστυνομία βρίσκεται σε εξέλιξη παράλληλα με τις ενέργειες για την εξάρθρωση της τρομοκρατίας. Με βάση τις έρευνες του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής, οι οποίες διήρκεσαν δύο ολόκληρα χρόνια, σχηματίστηκε δικογραφία, βάσει της οποίας έχουν εκδοθεί 44 εντάλματα σύλληψης εις βάρος ατόμων που ενέχονται σε κυκλώματα εκβιαστών. Στα χέρια της αστυνομίας βρίσκονται ήδη 36 άτομα, ωστόσο, οκτώ διαφεύγουν τη σύλληψη και, όπως αναφέρουν οι αξιωματικοί που ασχολούνται με την υπόθεση, πρόκειται για τα «μεγάλα κεφάλια», για τους επικεφαλής των κυκλωμάτων.

Ειδικότερα, δεν έχουν ακόμη συλληφθεί και καταζητούνται οι Βασίλης Στεφανάκος, 41 ετών, Αριστείδης Λακιώτης, 38 ετών, Ιωάννης Σκαφτούρος, 33 ετών, Στυλιανός Χατζηδάκης, 51 ετών, Ιωάννης Γαβάκης, 32 ετών, Γεώργιος Μοσχούρης, 32 ετών, Γεώργιος Τσακογιάννης, 31 ετών, και Κωνσταντίνος Γαστεράτος. O Βασίλης Στεφανάκος θεωρείται από την αστυνομία ο «βασιλιάς» των κυκλωμάτων εκβιαστών, ο οποίος μετά το ξεκαθάρισμα μεταξύ αντιπάλων ομάδων το καλοκαίρι του 2000 κατάφερε, με συνεργασίες, παραγκωνισμούς, πληρωμές, να ελέγξει σχεδόν ολόκληρο το Λεκανοπέδιο.

Στην ογκωδέστατη δικογραφία που υποβλήθηκε από το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, περιγράφεται η δράση των κυκλωμάτων εκβιαστών και μια σειρά από παράνομες ενέργιες, με κάθε λεπτομέρεια. Γίνονται συγκεκριμένες αναφορές σε υποθέσεις λαθρεμπορίας τσιγάρων και καυσίμων, σε εκβιασμούς καταστηματαρχών, σε συναλλαγές μεταξύ διαφόρων ομάδων εκβιασμών, σε ανθρωποκτονίες, σε απειλές και εκβιασμούς, σε πράξεις αντεκδίκησης, σε ξέπλυμα χρήματος και σε σειρά άλλων αδικημάτων, των οποίων ο κατάλογος μοιάζει να μην έχει τελειωμό.

Μέσα από τη δικογραφία περιγράφεται γλαφυρότατα ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος και ο τρόπος που λειτουργεί.

Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικογραφία, η δράση και οι ενέργειες αυτών των ατόμων είναι πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα και αποτελούν την πιο αντιπροσωπευτική μορφή οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα μας. Ενα είναι βέβαιο. Οι εξελίξεις στο θέμα της τρομοκρατίας επισκίασαν κάθε άλλο θέμα της επικαιρότητας. Εν μέσω συλλήψεων μελών της «17 Νοέμβρη» και αποκαλύψεων για τη δράση τους, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη αυτή η πρωτοφανής στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας υπόθεση.

Για την ίδια υπόθεση έχουν ήδη συλληφθεί ή βρίσκονταν από πριν στη φυλακή οι: Αλέξανδρος Μπέλλος, Σταύρος Παπαδημητρίου, Ανδρέας Παπαδημητρίου, Αντριάνο Κόλα, Αντρέ Σουπούλι, Ανάργυρος Δενζιρτζόγλου, Τριαντάφυλλος Καλαϊτζίδης, Ιωάννης Βιολετής, Σπυρίδων Βιολετής, Δανιήλ Χατζηδημητρίου, Λεωνίδας Αρώνης, Δημήτρης Καλπακίδης, Θωμάς Ντεληγιώργης, Ανδρέας Πετροπετσιώτης, Γεώργιος Κοτρώτσος, Ιωάννης Νταπιτσίκας, Γεράσιμος Τσούλος, Αλέξανδρος Κοσμόπουλος, Ιωάννης Γεωργιάδης, Μαρκ Κότυλακ, Παναγιώτης Μεταξάς – Σούλης, Ιωάννης Τσακουμάκος, Θωμάς Κουτρούλιας, Παναγιώτης Κουτρούλιας. Πρόκειται για άτομα που κατά καιρούς δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες ομάδες εκβιαστών, μια δραστηριότητα που καταγράφεται στη δικογραφία από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Οι περισσότεροι στην πορεία εντάχθηκαν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στην ευρύτερη ομάδα Στεφανάκου.

Επίσης έχουν συλληφθεί ο αρχιπλοίαρχος του Λιμενικού Γεώργιος Κολιτσόπουλος, οι λιμενικοί Γεώργιος Μπάσταλης, Βασίλης Κάραλης, Ευστράτιος Μπαμπαούσης, Ηλίας Γιαντσίδης και Κωνσταντίνος Χατζηδάκης καθώς και οι αστυνομικοί Αλέξανδρος Κόλλιας και Χρήστος Αθανασίου.

Εκβιασμοί, προστασία, πόλεμος συμμοριών

«Ολη η Αθήνα στέκεται προσοχή». Τη φράση αυτή χρησιμοποιεί ο Αριστείδης Λακιώτης μιλώντας σε ιδιοκτήτη καταστημάτων, θύμα εκβιασμού, αναφερόμενος στη δύναμη της ομάδας του. O συγκεκριμένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης καταστημάτων με ηλεκτρονικά στις περιοχές Ζωγράφου και Υμηττού, πλήρωνε από το 1994, όπως ο ίδιος κατήγγειλε στην αστυνομία, 120.000 δρχ. μηνιαίως στην «ομάδα Λακιώτη» για προστασία. Τα χρήματα παρέδιδε ο ίδιος στον Λακιώτη, τον οποίο συναντούσε σε καφετέρια στο Χαϊδάρι ή τα άφηνε σε σερβιτόρο κέντρου νυχτερινής διασκέδασης, επίσης στο Χαϊδάρι. Από το 1999 η είσπραξη των χρημάτων γινόταν από τον λιμενικό Γεώργιο Μπάσταλη, ο οποίος επισκεπτόταν το κατάστημα του θύματος εκβιασμού.

Ο ίδιος επιχειρηματίας δέχθηκε σωρεία απειλών και από τον Ιωάννη Τσακουμάκο. Οπως κατέθεσε στην αστυνομία, είχε δώσει χρήματα στον Τσακουμάκο προκειμένου να συμμετέχει στην εκμετάλλευση κέντρου νυχτερινής διασκέδασης. O τελευταίος αρνήθηκε να του καταβάλει τα αντίστοιχα ποσοστά επί των κερδών. Οταν ο επιχειρηματίας επέμεινε ζητώντας τα χρήματά του, δέχθηκε απειλές. Συγκεκριμένα, ομάδα τεσσάρων ατόμων επισκέφθηκαν το κατάστημά του και μη βρίσκοντας τον ίδιο εκεί, ζήτησαν από τους υπαλλήλους του να τον ενημερώσουν να μην ξαναζητήσει τα χρήματα, απειλώντας τον ίδιο και την οικογένειά του.

Και χειροβομβίδα

Εκβιασμούς και απειλές κατήγγειλε στην αστυνομία και συνιδιοκτήτης υπαίθριου πάρκινγκ από τους Θωμά και Παναγιώτη Κουτρούλια, ιδιοκτήτες των κέντρων διασκέδασης «TANGO», «ENVY» και «LE PALMIER». Οπως κατήγγειλε το θύμα, στην αρχή τού είχαν ζητήσει να λειτουργεί το πάρκινγκ μόνο συγκεκριμένες ώρες, ώστε το βράδυ να μπορούν να το χρησιμοποιούν οι ίδιοι για τα αυτοκίνητα των πελατών. Οταν αρνήθηκε, του ζήτησαν να τους χορηγεί 400 δρχ. για κάθε αυτοκίνητο που στάθμευε εκεί. Και πάλι αρνήθηκε. Τότε άρχισαν οι βίαιες ενέργειες, με αποκορύφωμα τη ρίψη χειροβομβίδας στο πάρκινγκ. Οταν κατήγγειλε το συγκεκριμένο περιστατικό, δέχθηκε επίθεση από ομάδα έξι ατόμων, οι οποίοι τον χτύπησαν και τον απείλησαν με όπλα για να μην ξαναενοχλήσει με καταγγελίες.

Ανακατατάξεις

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη δικογραφία, ανακατατάξεις στο χώρο των «νονών» της νύχτας έγιναν στις αρχές του 2000, όταν ως αρχηγός της ομάδας εκβιαστών, που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Χαϊδαρίου, Περιστερίου και Πειραιά ανέλαβε ο Βασίλης Στεφανάκος, ο οποίος φέρεται να «κληρονόμησε» την αρχηγία μετά τη δολοφονία του Θεμιστοκλή Παπαμάλη, στις αρχές του 2000. Στην ομάδα αυτή, αρχηγικές θέσεις φέρεται να κατέχουν οι Αριστείδης Λακιώτης και Ιωάννης Σκαφτούρος.

Σύντομα και έπειτα από μια σειρά δολοφονιών το καλοκαίρι του 2000, η ομάδα Στεφανάκου κατέκτησε ηγετική θέση στο χώρο της νύχτας, συνεργαζόμενη με άλλες ομάδες εκβιαστών. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, ο Αλέξανδρος Κοσμόπουλος, αρχηγός άλλης ομάδας εκβιαστών, εισέπραττε 1,2 εκατομμύρια δρχ. το μήνα για να αφήνει ανενόχλητη την ομάδα Στεφανάκου. Αναφέρεται επίσης συνεργασία με την ομάδα του Γιώργου Τσακογιάννη, από την οποία η ομάδα Στεφανάκου φέρεται να αγόραζε όπλα, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας.

Οι «μπράβοι»

Ως «μπράβοι» της ομάδας κατονομάζονται οι Σταύρος και Ανδρέας Παπαδημητρίου, ο Αντριάνο Κόλα, ο Ανάργυρος Δενζιρτζόγλου και κάποιος Αλβανός ονόματι Ηλίας, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Αυτοί, όπως αναφέρεται από την αστυνομία, αναλαμβάνουν τους ξυλοδαρμούς, τις εισπράξεις και, γεινικότερα, τις βαριές δουλειές της ομάδας, σε περίπτωση που κάποιος καταστηματάρχης δεν δεχόταν τις εκβιαστικές απαιτήσεις.

Ο Ιωάννης Σκαφτούρος κατονομάζεται ως ο άνθρωπος που προσέγγιζε τους καταστηματάρχες και τους ζητούσε χρήματα για «προστασία». O Σταύρος Παπαδημητρίου αναφέρεται ως ο δράστης ρίψης χειροβομβίδας σε μπαρ στην Ελευσίνα. Ανάμεσα στα περιστατικά που καταγράφονται, υπάρχει και αυτό του κατά λάθος τραυματισμού του Ιωάννη Γαβάκη από τον Σταύρο Παπαδημητρίου το Πάσχα του 2001, όταν το όπλο του τελευταίου εκπυρσοκρότησε μέσα σε μπαρ στο Χαϊδάρι.

Τον κοίταξε…

Τα περιστατικά που καταδεικνύουν το πόσο θρασείς και αδίστακτοι ήταν οι κατηγορούμενοι, δεν έχουν τέλος. Μεταξύ άλλων, στη δικογραφία αναφέρεται περιστατικό τον Σεπτέμβριο του 2001 σε καφετέρια στην παραλία της Ελευσίνας, όπου ο Ιωάννης Σκαφτούρος απείλησε με όπλο αστυφύλακα, διότι ο τελευταίος απλώς κοίταξε προς το μέρος του. O αστυνομικός ειδοποίησε συναδέλφους του αλλά οι δράστες πρόλαβαν να φύγουν προτού το περιπολικό φθάσει στο σημείο.

Τον Αύγουστο του 2001, μέλη της ομάδας εκβιαστών επισκέφθηκαν μπαρ στο Δάσος Χαϊδαρίου. O πορτιέρης του καταστήματος παρενόχλησε τη φίλη του Αριστείδη Λακιώτη. O Λακιώτης του επιτέθηκε, τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο και στο σώμα και στη συνέχεια, για εξευτελισμό, τον έγδυσε.

Πιστόλι στο στόμα

Σε ένα άλλο μπαρ της ίδιας περιοχής εκτυλίχθηκε ανάλογο περιστατικό με θύμα τον ιδιοκτήτη καντίνας. Το 1997, ο ιδιοκτήτης καντίνας είχε καταγγείλει τον Αριστείδη Λακιώτη στην αστυνομία, διότι είχε απαιτήσει από αυτόν να του καταβάλλει 200 χιλιάδες δρχ. μηνιαίως για την «προστασία» της καντίνας. Στην αρχή είχε υποκύψει και έδινε τα χρήματα. Κάποια στιγμή αποφάσισε να προχωρήσει στην καταγγελία.

Κατόπιν αυτού, τον Απρίλιο του 2000, ο Λακιώτης συνοδευόμενος από πέντε ακόμη άτομα, εντόπισαν τον ιδιοκτήτη της καντίνας σε μπαρ. Τον έβγαλαν έξω και κάποιος από την ομάδα τού έβαλε ένα πιστόλι στο στόμα και του είπε: «Εγώ καθάρισα και τον άλλο καντινιέρη στο Αιγάλεω, θα καθαρίσω και σένα». Στη συνέχεια, τον έγδυσαν, αφήνοντάς του μόνο τα εσώρουχα, του πήραν 2 εκατομμύρια δρχ. που είχε στο μπουφάν του και έφυγαν, αφού πρώτα τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν εάν πάει στην αστυνομία. Του είπαν επίσης ότι εάν δεν έκλεινε την καντίνα θα του την ανατίναζαν.

Λαθρεμπόριο τσιγάρων με κάλυψη περιπολικού

Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφεται στη δικογραφία το λαθρεμπόριο τσιγάρων από τα μέλη της ομάδας Στεφανάκου. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η εκφόρτωση των λαθραίων τσιγάρων γινόταν τέσσερις φορές την εβδομάδα από κάποιο μεγάλο πλοίο, το οποίο προερχόταν συνήθως από την Κύπρο. Το πλοίο αγκυροβολούσε στα ανοιχτά και τα τσιγάρα φορτώνονταν σε μεγάλες φουσκωτές λάντζες, ιδιοκτησίας του Βασίλη Στεφανάκου.

Στη συνέχεια, με τη συνοδεία φουσκωτών σκαφών της Ομάδας Υποβρυχίων Καταστροφών, διοικητής της οποίας ήταν ο Γιώργος Κολιτσόπουλος και τα οποία επάνδρωναν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι λιμενικοί, Γεώργιος Μπάσταλης, Βασίλης Κάραλης, Ευστράτιος Μπαμπαούσης, Ηλίας Γιαντσίδης και Κωνσταντίνος Χατζηδάκης, αλλά και άλλοι λιμενικοί που πιθανότατα εμπλέκονται, το λαθραίο φορτίο μεταφερόταν σε προκαθορισμένα σημεία, όπως οι παραλίες Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Λουτρόπυργου, Λάκκας Καλογήρων στα Μέγαρα ή σε κάποιο εγκαταλελειμμένο πλοίο στον Ασπρόπυργο.

Με αστυνομική ταινία

Στη συνέχεια, τα τσιγάρα φορτώνονταν σε φορτηγά. Ενας εκ των οδηγών των φορτηγών είναι ο Γιώργος Κοτρώτσος. Για να διασφαλισθεί ότι η φόρτωση των τσιγάρων θα γινόταν χωρίς «ενοχλήσεις», συχνά ο κατηγορούμενος αστυνομικός Αλέξανδρος Κόλλιας μετέβαινε στο σημείο με περιπολικό και τοποθετούσε στον χώρο αστυνομική ταινία, για να απομακρυνθούν τυχόν ευρισκόμενοι εκεί και να αποτραπεί η παρουσία άλλων. O Κόλλιας, όπως και ο συνάδελφός του Χρήστος Αθανασίου συνόδευαν με περιπολικά τα φορτηγά με τα λαθραία τσιγάρα, μέχρι να φύγουν από το Λεκανοπέδιο.

Ο Γιώργος Κοτρώτσος είχε συλληφθεί τον Μάρτιο του 2000 να μεταφέρει με νταλίκα με πλαστές πινακίδες δύο κοντέινερ, τα οποία περιείχαν μεγάλη ποσότητα λαθραίων τσιγάρων. Οπως είχε ομολογήσει, τα είχε παραλάβει από την παραλία Ασπροπύργου για να τα μεταφέρει στη Θήβα, χωρίς να πει άλλες λεπτομέρειες. Από τα στοιχεία που τώρα διαθέτουν οι αστυνομικοί, εκτιμούν ότι προορισμός των τσιγάρων ήταν η μάντρα αυτοκινήτων που διατηρεί ο Στεφανάκος στη Θήβα, με σκοπό τη φύλαξή τους και στη συνέχεια τη διανομή τους.

Στη δικογραφία επισυνάπτεται κατάθεση, στην οποία αναφέρεται ότι ο αξιωματικός του Λιμενικού Γιώργος Κολιτσόπουλος συναντιόταν με τον Στεφανάκο στο γραφείο του τελευταίου ή σε διάφορα εστιατόρια, όπου συζητούσαν τις λεπτομέρειες των επιχειρήσεων μεταφοράς των λαθραίων τσγάρων. Μάλιστα, σε προβληματισμούς του Κολιτσόπουλου για το εάν υπάρχει κάλυψη, ο Στεφανάκος φέρεται να τον διαβεβαίωνε ότι «Τμήμα και Λιμεναρχείο» είναι δικά του.

Δώριζαν… αυτοκίνητα

Αναφέρεται επίσης πως ο Στεφανάκος είχε δωρίσει στον λιμενικό Γιώργο Μπάσταλη ένα πολυτελές Μερσέντες καμπριολέ, το οποίο έπειτα από λίγο καιρό αντάλλαξε με τζιπ της ίδιας μάρκας. Επιπλέον, υπάρχει μαρτυρία για παραλαβή από τον αστυνομικό Αλέξανδρο Κόλλια μεγάλων χρηματικών ποσών από τον Στεφανάκο. Τα κέρδη από κάθε παράνομο φορτίο τσιγάρων ξεπερνούσαν τα 30 εκατομμύρια δρχ. O Βασίλης Στεφανάκος φέρεται να είχε πει, μιλώντας στα μέλη της ομάδας του σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτοί: «Ρίξτε στο ψαχνό, εμείς φυλακή δεν πάμε».

«Θα τη βρείτε πεταμένη σε κανένα ρέμα»…

Μέσα σε κλίμα διαρκούς τρομοκρατίας από τα μέλη της ομάδας εκβιαστών ζούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα άτομα που γνώριζαν τις δραστηριότητές τους αλλά είχαν αποφασίσει να ξεκόψουν. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αναφορά σε νεαρή γυναίκα, πρώην φίλη του Στεφανάκου, η οποία είχε δεχθεί σωρεία απειλών και παρενοχλήσεων από μέλη της ομάδας, όταν απομακρύνθηκε από αυτόν.

Τον Δεκέμβριο του 2001, ο Βασίλης Στεφανάκος χτύπησε με το αυτοκίνητό του το δικό της, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο έξω από μπαρ στην Ελευσίνα, προκαλώντας σημαντικές υλικές ζημιές. Στη συνέχεια τραυμάτισε με μαχαίρι στο πρόσωπο και στην κοιλιά δύο παρευρισκόμενους, οι οποίοι τόλμησαν να τον ρωτήσουν γιατί το έκανε. Στη συνέχεια, αφού απείλησε τη γυναίκα, χτύπησε τον πορτιέρη του καταστήματος διότι αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή του να μην της επιτρέψει να ξαναμπεί στο μπαρ.

Τον Φεβρουάριο του 2002, ύστερα από μήνυση που κατέθεσε η κοπέλα εναντίον του Αντριάνο Κόλα, ο Στεφανάκος κάλεσε στο γραφείο του, στο κέντρο διασκέδασης «ΠΛΑΤΩ», τον θείο της και του είπε: «Πες της μικρής να σταματήσει να διαδίδει στον κόσμο τι κάνω εγώ και τι δεν κάνω και να σταματήσει να τα βάζει με τους φίλους μου, γιατί θα τη βρείτε πεταμένη σε κανένα ρέμα».

Οπως αναφέρεται στη δικογραφία, απειλές, παρενοχλήσεις και φθορές ιδιοκτησίας υπέστη και μια ολόκληρη οικογένεια. O γιος της οικογένειας χρησιμοποιήθηκε για ένα χρονικό διάστημα ως «εισπράκτορας» χρημάτων από καταστήματα ηλεκτρονικών για λογαριασμό του Αλέξανδρου Κοσμόπουλου. Κάποια στιγμή αποφάσισε να ξεκόψει. Οι γονείς του άρχισαν να δέχονται απειλές, ενώ ο πατέρας του δέχθηκε την επίθεση ομάδας αγνώστων, που τον ξυλοκόπησαν.

Οπως κατήγγειλε η μητέρα του νεαρού στην αστυνομία, έφθασαν σε αυτή πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες ο Κοσμόπουλος είχε δώσει εντολή σε ανθρώπους της νύχτας να «μπαζώσουν», δηλαδή να σκοτώσουν, τον γιο της, ο οποίος έκτοτε άρχισε να κρύβεται. Ακολούθησε ένα διάστημα με έντονη «κινητικότητα» γύρω από το σπίτι της οικογένειας και, τελικά, εκλάπη το αυτοκίνητό της. Οπως αναφέρεται στη δικογραφία, μετά την κλοπή του αυτοκινήτου λογομάχησε με τον Παναγιώτη Μεταξά – Σούλη, ο οποίος στο τέλος της λογομαχίας της είπε: «Τώρα θα δεις τι θα πάθεις, μωρή καριόλα». Το ίδιο βράδυ κάηκε το αυτοκίνητό της.

Πράξη αντεκδίκησης η δολοφονία Καλαποθαράκου

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη δικογραφία σε μιαν από τις δολοφονίες που έγιναν το καλοκαίρι του 2000, στο πλαίσιο του αιματηρού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ νονών της νύχτας. Πρόκειται για τη δολοφονία του Θεμιστοκλή Καλαποθαράκου, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από αγνώστους στις 25 Ιουλίου του 2000 στον Μαραθώνα. Από τα νέα στοιχεία που έχουν προκύψει, και όπως αναφέρεται στη δικογραφία, η δολοφονία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιπαλότητας μεταξύ των διαφορετικών ομάδων και εκτιμάται ότι έγινε για λόγους αντεκδίκησης, μετά τη δολοφονία του Θεμιστοκλή Παπαμάλη, τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Ειδικότερα γίνεται αναφορά σε συνομιλία μεταξύ του Βασίλη Στεφανάκου και του Αριστείδη Λακιώτη, οι οποίοι φέρονται να λένε επί λέξει: «Τώρα να δεις σε ένα μήνα πού θα πάει ο Καλαποθαράκος».

Την ημέρα της δολοφονίας του Καλαποθαράκου ο Στεφανάκος και οι υπόλοιποι επικεφαλής της ομάδας βρίσκονται στο Γαλαξίδι. Υπάρχουν μαρτυρίες για πολλές τηλεφωνικές συνομιλίες και καταγράφεται επί λέξει η φράση: «Ευτυχώς που το σκεφτήκαμε και είμαστε μακριά, πήραμε πίσω το αίμα του φίλου μας. Καλά το κάναμε».

Από τα στοιχεία που έχουν συλλέξει οι αστυνομικοί, έχουν καταλήξει σε δύο άτομα που συγκεντρώνουν πολλές πιθανότητες να είναι οι δολοφόνοι του Καλαποθαράκου. Και οι δύο είναι ανάμεσα στους οκτώ που καταζητούνται. Για τον έναν από τους δύο εκφράζονται φόβοι ότι είναι νεκρός, καθώς έχει εξαφανισθεί από τα μέσα Ιουνίου. Συγγενικό του πρόσωπο είχε δηλώσει την εξαφάνιση στην αστυνομία. Εχει βρεθεί το αυτοκίνητό του, αλλά όχι ο ίδιος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή