I. M. Παναγιωτόπουλος και δοκίμιο

I. M. Παναγιωτόπουλος και δοκίμιο

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θα προσπαθήσω «δι’ ολίγων» να αναφερθώ στη θεωρία περί δοκιμίου την οποία είχε αναπτύξει και, ώς ένα βαθμό, εφαρμόσει ο ίδιος ο I. M. Παναγιωτόπουλος στο έργο του.

Ο Παναγιωτόπουλος συναντιέται με τους άλλους αξιόλογους δοκιμιογράφους, Ελληνες και ξένους, αλλά και με τον πατέρα του γραμματειακού αυτού είδους, τον Montaigne, στην κοινή τους αντίληψη ότι ένα βασικό στοιχείο του δοκιμίου είναι η αυτοεξέταση, ο λόγος για τον εαυτό, ο λόγος για το εγώ – ο Montaigne εγκαθιδρύει, μεταξύ άλλων, τον λεγόμενο «εγωτισμό». Βεβαίως, λανθάνει και το στοιχείο της «συνομιλίας» του συγγραφέα με τον εαυτό του ή με κάποιον υποθετικό αναγνώστη ή φίλο. Παρά το άφθονο βιογραφικό στοιχείο που παρεισφρέει, το δοκίμιο δεν είναι αυτοβιογραφία ούτε απομνημόνευμα. Για την κοινή αντίληψη των δοκιμιογράφων, αυτό που έχουμε στο δοκίμιο δεν είναι η καταγραφή πράξεων ή γεγονότων της ζωής, αλλά σκέψεων και ιδεών, το πολύ – πολύ ένα ημερολόγιο της εσωτερικής πνευματικής ανέλιξης του συγγραφέα. Με τα λόγια του Ι.Μ.Π. πρόκειται για την «πορεία μιας συνείδησης ανάμεσα στα πρόσωπα και στα περιστατικά του καιρού της» ή για μια «ψυχική ιστορία» όπως θα το ονομάσει στα 1979, όταν θα γράφει την «Ωρα απολογισμού». (Το «ιστορία ψυχής» το συναντούμε και σε άλλους δικούς μας δοκιμιογράφους, ενώ ο Γ. Θεοτοκάς μιλάει για «ημερολόγιο που διηγείται την ιστορία ενός πνεύματος εν κινήσει».)

Η συσχέτιση μ’ αυτό το άλλο γραμματειακό είδος, το «ημερολόγιο», που γίνεται εδώ, δεν είναι καθόλου τυχαία, δεδομένου ότι και σ’ αυτό έχουμε -κατανεμημένη όμως χρονολογικά- την καταγραφή μιας άμεσης σκέψης. Φυσικά, στο δοκίμιο οι σκέψεις και οι ιδέες οργανώνονται γύρω από ένα θεματικό κέντρο – και εδώ έγκειται η διαφορά, στο ότι το δοκίμιο είναι, μ’ αυτή την έννοια, μια «κλειστή» και όχι «ανοικτή» φόρμα.

Το χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ι.Μ.Π., προλογίζοντας το βιβλίο του «Αντιλεγόμενα», γράφει: «Τα «Αντιλεγόμενα» είναι ένα «ημερολόγιο χωρίς ημερομηνίες». Και απορρέουν από την ανάγκη που νιώθει ο καθένας μας και την κάθε στιγμή να διατυπώσει τους στοχασμούς του, τις εντυπώσεις του, τις αντιδράσεις του στα περιστατικά και τα πρόσωπα, ολόκληρη τη συγκομιδή της μοναξιάς του, της δραματικής μοναξιάς του ανθρώπου του εικοστού αιώνα».

Τον ίδιο τρόπο σύνθεσης (όπου αριθμεί απλώς αυτόνομες μεταξύ τους παραγράφους) είχε εφαρμόσει ο Ι.Μ.Π. και στο κατά τριάντα χρόνια παλαιότερο βιβλίο του «Χειρόγραφα της Μοναξιάς», όπου, παρά τα λυρικά ξεσπάσματα, έχουμε και πάλι μια βαθιά ενδοσκόπηση και αυτοεξέταση, έναν λυρικό διαλογισμό, όπως εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί. Σε όλα τα άλλα γνωστά βιβλία του «Ομιλίες της Γυμνής Ψυχής», «O Στοχασμός και ο Λόγος», «O Σύγχρονος Ανθρωπος», «Τα Γράμματα και η Τέχνη», «Οι Σκληροί Καιροί» «H Σιωπή και ο Λόγος», «Ερήμην των Ελλήνων» δεν αφίσταται από την κλειστή φόρμα του δοκιμίου, έστω και αν ορισμένα από τα κείμενά του, ήδη από τον υπότιτλο του βιβλίου, τα χαρακτηρίζει «μελετήματα» και ορισμένα άλλα «άρθρα». Για κάποια από αυτά τα άρθρα, θα έλεγα ότι πρόκειται για μετριόφρονα χαρακτηρισμό, δεδομένου ότι, χάρη στον εννοιολογικό εξοπλισμό τους ή στον πλούτο των αναφορών, ξεπερνούν κατά πολύ το επικαιρικό γεγονός που έδωσε την αφορμή της συγγραφής τους.

Την κλειστή φόρμα που ο ίδιος εγκαινίασε, δεν εγκατέλειψε ούτε ο Montaigne (ο άνθρωπος του ενός βιβλίου: homo unius libri), παρά μόνον στο χρονικό διάστημα που εγκατέλειψε τον πύργο του για να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στη μετα-αναγεννησιακή Ιταλία, οπότε έγραψε και ένα «Ταξιδιωτικό Ημερολόγιο» – το οποίο, όμως, δεν είναι της περιωπής ούτε των Essais αλλά ούτε και της ταξιδιωτικής εντύπωσης του Ελληνα ομολόγου, αυτής της στοχαστικής ταξιδιωτικής εντύπωσης, όπου αποδεικνύεται ότι ο Ι.Μ.Π. δεν μπορούσε να απαλλαγεί εύκολα από αυτό που ο ίδιος ονόμασε «έθος του στοχασμού».

Θα πρέπει να επισημάνω ακόμη (μια και το θέμα «I. M. Παναγιωτόπουλος – Michel de Montaigne: παράλληλοι» έχει πολλές πτυχές) το εξής μόνο: Σε ό,τι αφορά το ταξίδι, ο πατέρας του δοκιμίου υποστήριξε και θεωρητικά τη μεγάλη ωφέλεια που προκύπτει για τον άξιο του ονόματος δοκιμιογράφο, δεδομένου ότι του διευρύνει τον πνευματικό του ορίζονα.

Ετσι, ο δοκιμιογράφος, με το να είναι, ταυτόχρονα, πολίτης της χώρας του και πολίτης του κόσμου έχει τη δυνατότητα να πραγματεύεται, διεισδυτικότερα και σφαιρικότερα, τα ποικίλα, όντως, θέματα με τα οποία ασχολείται η δοκιμιογραφία: φιλολογικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, κοινωνικά, ιστορικά, πολιτιστικά κ.ά.

Βασικό γνώρισμα του δοκιμίου, πρέπει να προσθέσουμε, είναι και το στοιχείο της κριτικής (στην ευρύτατη έννοιά της), δεδομένου ότι ο προβληματισμός του δοκιμιογράφου δεν μπορεί να είναι άσχετος με την εποχή και την κοινωνία στην οποία ζει.

Ο Ι.Μ.Π. ανήκει όχι στην ομάδα εκείνη των δοκιμιογράφων που διακρίνονται για μια περισσότερο επιστημονική-λογοκρατική διατύπωση, στην οποία ανήκει λ.χ. ο Παπανούτσος, αλλά στην ομάδα των δοκιμιογράφων που διακρίνονται για μια περισσότερο λογοτεχνική διατύπωση, όπου αφθονούν οι εικονικές και μεταφορικές εκφράσεις, μαζί με τον Τερζάκη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη κ.ά. πολλούς (σε σχέση με τους τελευταίους, οφείλω να παρατηρήσω ότι το θεματικό εύρος της δοκιμιογραφίας του Ι.Μ.Π. είναι πολύ μεγαλύτερο).

Οταν, μετά το 1976, η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση συνέδεσε, ορθώς, και ενίσχυσε τη διδασκαλία του ταλαιπωρημένου μαθήματος της έκθεσης ιδεών με την επεξεργασία στο σχολείο δοκιμαστικών, κυρίως, κειμένων, ο δοκιμιογράφος Ι.Μ.Π. επελέγη σαν ένα από τα πρώτα και καλύτερα υποδείγματα νεοελληνικού λόγου (ως προς το περιεχόμενο και ως προς την έκφραση).

Ο κ. Θανάσης Νάκας είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή