Οι αντιφάσεις της διαφοράς

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Gilles Deleuze: «O Νίτσε και η φιλοσοφία». Μετάφραση: Γιώργος Σπανός. Επιμέλεια: Φώτης Σιατίστας – Αρης Στυλιανού. Εκδόσεις «Πλέθρον», 2002.

H μεταπολεμική περίοδος υπήρξε φιλοσοφικά εξαιρετικά παραγωγική στη Γαλλία. Ηδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αφενός η διαρκής γοητεία της φιλοσοφίας του Μπεργκσόν, αφετέρου η (με κάποια καθυστέρηση) εισαγωγή γερμανικών ιδεών όπως ο εγελιανισμός και η φαινομενολογία θέτουν τέρμα στον στείρο νεοκαντιανό θετικισμό των πανεπιστημιακών σχολών και αναζητείται ένα νέο ύφος που θα είναι περισσότερο ιδιοσυγκρασιακό και αναγνωρίσιμα γαλλικό. O ίδιος ο θετικισμός μεταλλάσσεται και οικειοποιούμενος ριζικά έννοιες από τη μόλις αναπτυσσόμενη επικοινωνιακή τεχνολογία θα μεταμορφωθεί σε αυτό που ονόμασαν «στρουκτουραλισμό». Αναμφίβολα όμως ακόμα στη δεκαετία του ’50, χάρη στην επιρροή φαινομενολόγων, οι οποίοι ανακάλυψαν τον μαρξισμό στην εγελιανή εκδοχή του όπως ο Σαρτρ και ο Μερλό-Ποντί, στον παρισινό φιλοσοφικό ορίζοντα δεσπόζουν εκείνα που παιγνιωδώς αποκαλούσαν «τα τρία H»: Hegel-Husserl-Heidegger. Μέσα σε αυτό ακριβώς το κλίμα, και εν πολλοίς ενάντια σε αυτό, μια νεότερη γενιά στοχαστών που έρχεται στο προσκήνιο την επόμενη δεκαετία θα επιχειρήσει μια φιλοσοφική μεταπολίτευση υπό το έμβλημα αυτών που τώρα αποκαλούσαν «τρεις δασκάλους της υποψίας»: Μαρξ, Φρόιντ, Νίτσε. Γύρω στα 1970 οι στοχαστές αυτοί -Ντελέζ, Φουκό, Ντεριντά, Λιοτάρ- θα κερδίσουν αξιοσημείωτη αίγλη και επιρροή σε μεγάλα ακροατήρια, ενώ το νέο φιλοσοφικό ύφος, που τώρα αποκαλείται «φιλοσοφίες της διαφοράς» ή «φιλοσοφίες της επιθυμίας» ή απλώς «μεταστρουκτουραλισμός» εκλαμβάνεται ως η σκέψη των νέων κοινωνικών κινημάτων και των εξεγερμένων περιθωριακών, ιδίως των θυλάκων που άφησε πίσω του ο Μάης του 1968.

Το βιβλίο αυτό που παρουσιάζεται σήμερα στα ελληνικά, με καθυστέρηση σαράντα ακριβώς χρόνων, έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία επειδή ακριβώς ισοδυναμεί με το εναρκτήριο σύνθημα για τούτο το τελευταίο μεγάλο ρεύμα της γαλλικής φιλοσοφίας. Είναι εξίσου αντιπροσωπευτικό του ύφους και των προθέσεων, όπως επίσης των παρερμηνειών και των αδιεξόδων, των Γάλλων νιτσεϊκών. Περισσότερο απ’ όλους ο Ζιλ Ντελέζ εντάσσεται στη βουλησιαρχική γενεαλογία, η οποία ξεκινάει από την καντιανή αναστροφή που επιχείρησε ο Σοπενχάουερ και αποκτά ένα χαρακτηριστικά γαλλικό ύφος μέσα από τον βιταλισμό του Μπεργκσόν. Διακηρυγμένος του εχθρός είναι ο Χέγκελ και η διαλεκτική, την οποία εκλαμβάνει ως τελευταία μεταμόρφωση του θεολογικού πνεύματος ίνδαλμά του μια «νατουραλιστική» φιλοσοφία, η οποία για τον Ντελέζ περνάει από τον Λουκρήτιο, τον Σπινόζα και τον Νίτσε (και βεβαίως τον ίδιο τον Μπεργκσόν). Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι μια φιλοσοφία παγανιστική, διονυσιακή, όπως θα λέγαμε, που αποδίδει τα δικαιώματά τους στο ατομικό, στο εμπειρικό, στο δυναμικό, στο τυχαίο, εκείνο που αντιστέκεται στην ολοποίηση και στην ίδια την έννοια (την «αναπαράσταση», σύμφωνα με τη σοπενχαουεριανή ορολογία) -όλα όσα ο Ντελέζ θέλει να σημάνει με τη μαγική λέξη: διαφορά.

Καταλαβαίνει κανείς τώρα τι είναι εκείνο στα γραπτά του Νίτσε που θέλγει μια τέτοια φιλοσοφία. Το πρόβλημα του Νίτσε είναι πρωτίστως το πρόβλημα του νοήματος και των αξιών – πιο σγκεκριμένα: της καταγωγής του νοήματος και των αξιών. Αυτή η νιτσεϊκή γενεαλόγηση, όπως τουλάχιστον ερμηνεύεται από τον Deleuze, δεν θα αργήσει να φέρει στο φως μια ολόκληρη σειρά από ασυμφιλίωτα ζεύγη: ευγενείς και χαμερπείς αξίες, ανεργές και αντενεργές δυνάμεις, ο κύριος και ο δούλος, η κατάφαση και η άρνηση, κ.ο.κ.- ισάριθμες μεταμορφώσεις, όπως εύκολα βλέπει κανείς, της σοπενχαουεριανής βούλησης και αναπαράστασης (όσο και της καντιανής εποπτείας και νόησης). Το πρόβλημα δεν είναι ότι απλώς ο Ντελέζ χρησιμοποιεί παντού τον πρώτο όρο ως αιχμή για μια κρατική επίθεση σε αυτό που εκλαμβάνεται ως κυριαρχία του δεύτερου μέσα στην πραγματική ιστορία? το πρόβλημα είναι ότι επιμένοντας μέχρι τέλους σε αυτές τις διπλές αφετηρίες δεν έχει τρόπο να ορίσει τη σχέση τους χωρίς ο ίδιος να περιπίπτει σε αποκαρδιωτικές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, η σχέση κυρίου και δούλου, σύμφωνα με τον ορισμό της, γίνεται διαφορετικά κατανοητή από τη σκοπιά του καθενός: από τη σκοπιά του κυρίου είναι η κατάφαση μιας διαφοράς, από τη σκοπιά του δούλου η άρνηση ως αντίθεση στον κύριο -και αυτή η αντίθεση, η αντενέργεια, είναι που ορίζει τον δούλο ως τέτοιον, όχι η πραγματική εξουσία που ενδέχεται να διαθέτει. Τούτο το τελευταίο όμως σημαίνει ότι η αξιολόγηση προηγείται της γενεαλογίας, ότι ο «κύριος» δεν είναι κάποιος εμπειρικά αναγνωρίσιμος, αλλά συνιστά μάλλον αξιακό θέσπισμα εκ μέρους του φιλοσόφου. Επιπλέον, ως τέτοιο, προϋποθέτει την εδραιωμένη κυριαρχία εκείνου το οποίο θέλει να αρνηθεί, να ανατρέψει: του εμπειρικού κόσμου των αντενεργών δυνάμεων, της μνησικακίας και της κακής συνείδησης, τις επικρατούσες αξίες του ιουδαίου ιερέα και του χριστιανού ασκητή. Αν η πολεμική λειτουργία της κριτική γίνει δεκτή ως τέτοια, τότε ολοφάνερα η εξυμνούσα κατάφαση της διαφοράς είναι ήδη αντίθεση, αντιπαράθεση – ο κύριος είναι ήδη δούλος από τη στιγμή που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν χαμερπείς αξίες και δούλοι, από τους οποίους ο ίδιος θέλει να διαφέρει. Σύμφωνα με τον ίδιο του τον ορισμό, ο κύριος δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρά μόνο σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν καθόλου δούλοι – και το ίδιο ισχύει για όλα τα έτσι συγκροτημένα ζεύγη δυνάμεων ή εννοιών. Κατά συνέπεια, η μελαγχολική κατακλείδα ότι η κυριαρχία των αντενεργών δυνάμεων είναι τελικά αναπόφευκτη, δεν απορρέει μόνο από μια πεσιμιστική θεώρηση της εμπειρικής ιστορίας (την οποία πολλοί θα μπορούσαν να προσυπογράψουν) αλλά προηγουμένως -και κυρίως- προεξοφλείται από την ίδια τη θεωρητική στρατηγική του Ντελέζ: αποτυχία του να ορίσει εκείνο που δεν δικαιούται καν να πει.

Συμμετρικά με αυτή την ανεπίλυτη αντίφαση στην καρδιά της σκέψης του φιλοσόφου, το βιβλίο είναι κατάσπαρτο από διατυπώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να διαβαστούν ως θεωρητικές νομιμοποιήσεις του πιο άγριου κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού όσο και λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις αξιοσημείωτες σε ένα αναμφίλογα απελευθερωσιακό πρόγραμμα. H εγγενής αμφισημία του Νίτσε είναι οπωσδήποτε διαφορετικής τάξεως από αυτήν την εξοντωτικά αυτοαναιρούμενη σκέψη, η οποία μοιάζει να έλκεται όπως η πεταλούδα στο φως από μια αυτοαπαγορευμένη συστηματικότητα και, από την άλλη μεριά, αν κάποιος έχει θιγεί λιγότερο από όλο αυτό το αγωνιώδες εγχείρημα είναι βεβαίως η ίδια η διαλεκτική. Ισως μάλιστα εκείνο που ο Ντελέζ επιδίωξε ανεπιτυχώς, ένας διονυσιακός τρόπος του φιλοσοφείν, να κρύβεται μέσα στην ίδια την καρδιά του διαλεκτικού σκέπτεσθαι – περιμένοντας ακόμα την ερμηνεία που θα τον φέρει πραγματικά στο φως.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή