H παρουσία των Ελλήνων στο Ιράκ

H παρουσία των Ελλήνων στο Ιράκ

10' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η λεηλασία του μουσείου της Βαγδάτης προκάλεσε την οργή και τη συγκίνηση του πολιτισμένου κόσμου. Η πράξη αυτή θυμίζει την καταστροφή του μουσείου της Καμπούλ στο Αφγανιστάν κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών, όταν χάθηκαν -μεταξύ των άλλων- και τα πολύτιμα ευρήματα του ελληνικού κράτους της Βακτριανής. Στις μέρες μας στη Βαγδάτη χάθηκαν πολύτιμα αρχαιολογικά τεκμήρια από μια περιοχή που αποτέλεσε πολιτιστική κοιτίδα της ανθρωπότητας και συνδέθηκε ποικιλοτρόπως με τον ελληνισμό. Οι ελληνικές επιγραφές στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία του Ιράκ θυμίζουν στον επισκέπτη το πέρασμα των Ελλήνων από τα χώματα της Μεσοποταμίας.

Σχέσεις στην αρχαιότητα

Η Μεσοποταμία υπήρξε μία από τις πρώτες περιοχές όπου ο άνθρωπος ανέπτυξε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Από το 3000 π.Χ. οι Σουμέριοι εφευρίσκουν τη σφηνοειδή γραφή. Την εποχή της πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας από το 1700 π.Χ. παρατηρείται πολιτιστική άνθηση, κωδικοποιείται η νομοθεσία και η απονομή δικαιοσύνης, αναπτύσσονται τα μαθηματικά, η ιατρική και η αστρονομία. Μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους, οι διάφοροι επικυρίαρχοι της περιοχής, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Χαλδαίοι, θα αναπτύσσουν διαρκώς τις επιστήμες.

Οι Ελληνες συνάντησαν τη συσσωρευμένη τεχνική γνώση στον χώρο της Μεσοποταμίας. Ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, ο Δημόκριτος και ο Εύδοξος αναφέρουν ότι ταξίδεψαν στη Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο. Οι πρώτοι Ελληνες που ήρθαν σε επαφή με τους ανατολικούς πολιτισμούς ήταν οι Ιωνες. Ο χώρος όπου συντελέστηκαν οι καρποφόρες επαφές στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν η Μίλητος της Ιωνίας.

Αναμφισβήτητες, σύμφωνα με τον μαθηματικό B. L. Vader Waerden, ήταν οι σχέσεις των Ιώνων με την αυτοκρατορία της Ασσυρίας. Και όταν οι εμπορικές σχέσεις διακόπηκαν από τον Γύγη και το βασίλειο της Λυδίας, οι Ελληνες δημιούργησαν νέες οδούς επικοινωνίας με την Ανατολή, ιδρύοντας τις ελληνικές πόλεις Σινώπη και Τραπεζούντα στον Βορρά της Μικράς Ασίας, στον ιστορικό Πόντο. Αργότερα, όταν οι Χαλδαίοι κυριάρχησαν στη Βαβυλώνα, ο βασιλιάς τους Νεμπού-Καντ-Νεζάρ (604-562 π.Χ.) φρόντισε για την πολιτιστική ανάπτυξη καλώντας Ελληνες, ενώ υπήρχαν πολιτιστικές σχέσεις και με την Ελλάδα. Οι εμπορικές σχέσεις συνέχισαν να υπάρχουν. Ενα σφηνοειδές κείμενο από το Ουρούκ αναφέρει για εμπόριο χαλκού και σιδήρου από την Ιωνία.

Ο Θαλής, ο πρώτος από τους «επτά σοφούς» της αρχαιότητας, καταγόταν από τη Μίλητο. Ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος Ελληνας αστρονόμος. Μεγάλη επιτυχία του θεωρείται ότι κατόρθωσε να προβλέψει με ακρίβεια την έκλειψη ηλίου του 585 π.Χ. Κατάφερε να αξιοποιήσει με εξαιρετική ικανότητα τις γνώσεις των Ασσυρίων ανακτορικών αστρολόγων, οι οποίοι από το 700 π.Χ. είχαν αρχίσει να προβλέπουν εκλείψεις ηλίου ή σελήνης. Είναι επίσης πιθανόν και στα Μαθηματικά ο Θαλής να ήταν γνώστης των Βαβυλωνιακών Μαθηματικών. Οι βαβυλωνιακές αστρονομικές μέθοδοι θα βοηθήσουν αποφασιστικά και τους Ελληνες αστρονόμους. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα παραλάβει τις βαβυλωνιακές παρατηρήσεις από τον ανιψιό του Καλλισθένη, ο οποίος συνόδευσε τον Μέγα Αλέξανδρο στη Βαβυλώνα. Ο τρόπος που υπολόγιζαν οι Βαβυλώνιοι τους χρόνους ανατολών και δύσεων των ζωδίων χρησιμοποιήθηκε από τον μεγάλο Ελληνα αστρονόμο Υψικλή τον 3ο αιώνα π.Χ. Η ταχύτητα της σελήνης, η οποία υπολογίστηκε από τους Χαλδαίους, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης του Γεμίνου στην «Εισαγωγή» του. Οι βαβυλωνιακές παρατηρήσεις θα χρησιμοποιηθούν χωρίς ιδιαίτερες διορθώσεις μέχρι την εποχή του Πτολεμαίου (150 μ.Χ.)

Ο Ηρόδοτος δίνει αρκετά στοιχεία για τις επιστημονικές επιρροές των Ελλήνων. Γράφει ότι τον γνώμονα, τον πόλο και τις δώδεκα ώρες της ημέρας τους γνώρισαν από τους Βαβυλώνιους. Από τους ίδιους γνώρισαν τα ονόματα των ζωδίων περί το 550 π.Χ. μέσω του Κλεόστρατου από την Τένεδο. Η διαφορά της ελληνικής επιστήμης από την ανατολική που προηγήθηκε ήταν ότι οι Ελληνες μετέτρεψαν σε θεωρία τις τεχνικές παρατηρήσεις. Οτι το ερώτημα για την πρακτική αντιμετώπιση ενός προβλήματος το μετέτρεψαν σε αλληλουχία λογικών πράξεων που στόχευε στην απόδειξη. Η μεγαλοφυΐα των αρχαίων Ελλήνων συνίστατο στην έφεση να προσλαμβάνουν κάθε γνώση που είχε προηγηθεί της δικής τους και να την εξελίσσουν δημιουργικά. Ο Πλάτωνας έγραψε στο διάλογό του «Επινομίς» «…οτιδήποτε παραλαμβάνουν οι Ελληνες από τους ξένους το μετατρέπουν τελικώς σε κάτι καλύτερο».

Η ελληνιστική Μεσοποταμία

Η περιοχή του σύγχρονου Ιράκ συνδέθηκε εντονότερα με τον ελληνικό κόσμο κατά την ελληνιστική εποχή. Τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου διέσχισαν το σημερινό ιρακινό Κουρδιστάν. Την 1η Οκτωβρίου του 331 π.Χ. λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Μοσούλης -από την άλλη πλευρά του Τίγρητος ποταμού- τα ελληνικά στρατεύματα νίκησαν στη μάχη των Γαυγαμήλων τους Πέρσες, επισφραγίζοντας πλέον την ελληνική κυριαρχία σ’ όλη την Ανατολή. Στη συνέχεια πορεύτηκαν προς τον Νότο και αφού πέρασαν την πόλη Τικρίτ έφτασαν και κατέλαβαν τη Βαβυλώνα. Η Βαβυλώνα μετετράπη σε κέντρο του μακεδονικού στρατού και έδρα της διοίκησης. Επρόκειτο επιπλέον να αποτελέσει την πρωτεύουσα της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας.

Ο Αλέξανδρος, ως συνεπής μαθητής του Αριστοτέλη, πίστευε ότι το χρέος της Δύσης ήταν ο διαφωτισμός της Ανατολής. Στη βάση αυτής της κοσμοαντίληψης οργανώθηκε ο μεγάλος ελληνιστικός κόσμος. Στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ. ο Αλέξανδρος, μόλις 33 ετών, πέθανε στη Βαβυλώνα. Είχε βασιλέψει μόνο 13 χρόνια και δεν είχε προφτάσει να δημιουργήσει ανθεκτικές δομές στην αχανή αυτοκρατορία του. Στα βαβυλωνιακά ανάκτορα σημειώθηκε η πρώτη ρήξη για το θέμα της διαδοχής και οι στρατηγοί του μεγάλου Μακεδόνα κατέληξαν σε μια θνησιγενή συμφωνία για το μέλλον της αχανούς χώρας, προκειμένου να αποφύγουν έναν άμεσο εμφύλιο πόλεμο.

Οταν το 321 π.Χ. διαμελίστηκε η Μακεδονική Αυτοκρατορία, η Μεσοποταμία, ως σατραπεία της Βαβυλώνας, δόθηκε στον Σέλευκο τον Νικάτορα. Ομως, μόνο εννέα χρόνια αργότερα, θα ενταχθεί οριστικά στο Βασίλειο των Σελευκιδών (312 π.Χ. – 64 π.Χ.) με πρωτεύουσα τη Βαβυλώνα.

Από τον 2ο π.Χ. αιώνα αρχίζει η παρακμή των Ελλήνων στη περιοχή της Μεσοποταμίας. Το 247 π.Χ. εμφανίζονται στην περιοχή οι Πάρθοι Αρσακίδες. Στη Δύση οι Σελευκίδες αντιμετωπίζουν ένα νέο εχθρό: τους Ρωμαίους. Ηττώνται για πρώτη φορά το 190 π.Χ. Κατά το 141 π.Χ. όλα τα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη είχαν χαθεί για το ελληνιστικό βασίλειο. Η περιοχή κατακτήθηκε ολοκληρωτικά από τους Πάρθους και μετετράπη σε μια συνοριακή περιοχή συγκρούσεων μεταξύ Ρωμαίων και Περσών, που διαδέχτηκαν τους Πάρθους.

Τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η Μεσοποταμία διοικητικά ήταν ενταγμένη στην Υπαρχία Ανατολής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τη βυζαντινή εποχή οι περιοχές μεταξύ των ποταμών Τίγρητος και Ευφράτου θα συγκροτήσουν για σύντομο χρονικό διάστημα το Θέμα της Μεσοποταμίας. Στα μισά του 6ου αιώνα η Μεσοποταμία θα ενταχθεί οριστικά στο περσικό κράτος των Σασανιδών.

Αραβες και Τούρκοι

Τον 7ο μ.Χ. αιώνα η περιοχή κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους Αραβες και από τότε η ιστορία της ταυτίστηκε με την ιστορία του Ιράκ. Οι αρχαίοι λαοί της περιοχής, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι κ.ά., που ήδη είχαν αρχίσει να αφομοιώνονται κατά τις προηγούμενες περιόδους, εξισλαμίστηκαν και εξαραβίστηκαν σχεδόν στο σύνολό τους. Παρόμοια τύχη είχαν και όλοι οι Ελληνες και Ρωμαίοι άποικοι των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Διακριτός παρέμεινε μόνο ένας αριθμός μονοφυσιτών Ασσυρίων ή Ασσυροχαλδαίων. Ανέγγιχτοι από τον εξαραβισμό παρέμειναν μόνο οι πληθυσμοί του σύγχρονου βόρειου Ιράκ, οι Κούρδοι, οι οποίοι για πρώτη φορά στην ιστορία αναφέρθηκαν από τον Ξενοφώντα το 401 π.Χ. με το όνομα «Καρδούχοι».

Η αραβική κατάκτηση υπήρξε μια μεγάλη τομή στην ιστορία της περιοχής. Επισφράγησε το τέλος των παλιών πολιτισμών της Μεσοποταμίας και όρισε τη γέννηση της νέας αραβικής και μουσουλμανικής εποχής. Η Βαγδάτη, η οποία περατώθηκε το 776 μ.Χ., δημιουργήθηκε ως η νέα πρωτεύσα του μουσουλμανικού κόσμου. Η περιοχή έγινε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων των διαφόρων μουσουλμανικών ομάδων και αιρέσεων. Η πολιτική κατάσταση σταθεροποιήθηκε κατά το πρώτο μισό του 9ου αιώνα.

Η Βαγδάτη μετατράπηκε σε κέντρο πολιτισμού, όπου η αρχαία γνώση μεταδιδόταν στον νέο αραβικό κόσμο. Ο 7ος Αμπασίδης χαλίφης αλ-Μαμούν βοήθησε να αναπτυχθεί το Μπάιτ αλ-Χίκμα (Ο Οίκος της Σοφίας). Στον Οίκο αυτό τα αρχαία ελληνικά έργα, όπως και ινδικά και περσικά, άρχιζαν να μεταφράζονται στα αραβικά. Η μόρφωση των μεταφραστών εκείνης της εποχής βασιζόταν κυρίως στην ελληνική και τη συριακή γλώσσα.

Ο αραβοϊσλαμικός πολιτισμός με επίκεντρο τη Βαγδάτη εξαπλώθηκε προς κάθε κατεύθυνση. Ο πολιτισμός αυτός σημείωσε σημαντικές επιδόσεις σε τομείς όπως την ιατρική, τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη θεολογία. Η σκέψη του Αριστοτέλη και η λογική του μέθοδος ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στους μουσουλμάνους διανοούμενους. Ο Αριστοτέλης ανακηρύχθηκε ως ο μέγιστος δάσκαλος. Οι φιλοσοφικές του απόψεις διαμόρφωσαν μια σημαντική σχολή φιλοσοφικής σκέψης, που έδρευε στη Βασόρα, το Μουταζιλισμό. Οι Μουταζίλι πίστευαν στην εναρμόνιση του λογικού με το θείο. Ετσι, θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση και ότι το Κοράνι είναι δημιούργημα του Θεού και όχι «αδημιούργητο», αιώνιο σαν τον Θεό, όπως πίστευαν οι ορθόδοξοι Σουνίτες.

Η περίοδος των Σελευκιδών

Η προσωπικότητα του Σελεύκου ήταν ιδιαιτέρως έντονη. Το ανατολικό όριο του βασιλείου του υπήρξε ο ποταμός Γάγγης, ο οποίος επί των ημερών του εξερευνήθηκε, όπως και η Κασπία Θάλασσα. Τον πολύμορφο χώρο της επικράτειας των Σελευκιδών ένωνε μόνο η υποταγή στον μονάρχη και ο ελληνικός πολιτισμός που άρχισε να επικρατεί.

Ενα δίκτυο ελληνικών πόλεων εξασφάλιζε την κοινωνική βάση της κυριαρχίας. Η ηγέτιδα τάξη αποτελούνταν από επιγόνους των Μακεδόνων. Κάτω από αυτούς υπήρχε άλλη μια τάξη των υπόλοιπων Ελλήνων, αποίκων, κρατικών υπαλλήλων και στρατιωτών. Η ελληνική γλώσσα μιλιόταν παντού, ενώ ελληνικά σχολεία υπήρχαν σ’ όλο το βασίλειο. Το γυμνάσιο υπήρξε το μέσο εξελληνισμού της ανώτερης τάξης των ιθαγενών λαών και βαθμιαίας ένταξής της στην κυρίαρχη τάξη των Ελλήνων. Οι αξίες του ελληνικού σχολείου διαδίδονταν ακόμη περισσότερο από το ελληνικό θέατρο, το οποίο στα μέσα του 2ου αιώνα έδινε παραστάσεις στη Βαβυλώνα. Οι ελληνικές θεατρικές ομάδες, οι «τεχνίτες του Διονύσου», περιόδευαν από την Ισπανία έως το σημερινό Αφγανιστάν, που αποτελούσαν τα όρια του ελληνικού κόσμου που είχε δημιουργηθεί. Ελληνικοί ναοί δημιουργήθηκαν παντού και οι Ολύμπιοι θεοί συνάντησαν τον Μαρντούκ και την Ιστάρ των Βαβυλωνίων. Οι Σελευκίδες ενθάρρυναν τις προσπάθειες για αναβίωση του βαβυλωνιακού πολιτισμού, με αποτέλεσμα και η παλαιά θρησκεία να αναγεννηθεί και η χρήση της σφηνοειδούς γραφής να συνεχιστεί. Παράλληλα προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των Ελλήνων αποίκων και των ντόπιων λαών και ειδικότερα των Περσών, που ήταν οι προηγούμενοι κυρίαρχοι. Ιδιαίτερα ωφελημένες από την αλληλεπίδραση του ελληνικού και του βαβυλωνιακού πολιτισμού ήταν οι επιστήμες και ειδικότερα η αστρονομία. Την περίοδο των Σελευκιδών αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η βαβυλωνιακή θεωρητική αστρονομία. Αιώνες πριν είχε συσσωρευτεί πολύτιμη γνώση που ξεκίνησε από τις αστρικές τελετουργίες και κατέληξε στις παρατηρήσεις της σελήνης και των πλανητών από τους Βαβυλώνιους ιερείς-αστρονόμους.

Ο ελληνισμός στη Βαγδάτη μετά το 1922

Η ελληνική παρουσία στο σύγχρονο Ιράκ αρχίζει με τη δική του κρατική ιστορία. Υπάχουν κάποιες μαρτυρίες για σποραδικές περιπτώσεις Ελληνίδων παντρεμένων με Κούρδους ή Αραβες μετά το 1922, οι οποίες βρέθηκαν εκεί λόγω της Γενοκτονίας που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι κατά των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο και την υπόλοιπη Μικρά Ασία. Οπως μας πληροφορεί ο Ατλας της ελληνικής διασποράς» (εκδ. Αλέξανδρος), προπολεμικά συστάθηκε η αυτοτελής μητρόπολη της Βαγδάτης. Η σύσταση έγινε κατά παραχώρηση του Πατριαρχείου Αντιοχείας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρώτος της επίσκοπος ήταν ο Φώτιος, απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ολες οι ακολουθίες, καθώς και η κυριακάτικη Θεία Λειτουργία γινόταν σε ναούς που ανήκαν στους Συροϊακωβίτες χριστιανούς (μονοφυσίτες). Μέχρι το 1956, οι Ελληνες που ζούσαν στη Βαγδάτη ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι ήταν περαστικοί από την περιοχή.

Μετά την ανατροπή του βασιλικού καθεστώτος το 1958, η παρουσία Ελλήνων και αραβόφωνων ορθοδόξων (Ρουμ όρντοντοξ) αυξήθηκε. Οι αραβόφωνοι ορθόδοξοι προέρχονταν κυρίως από την Παλαιστίνη, τη Συρία και το Λίβανο. Αιτία της προσέλευσης Ελλήνων υπήρξε η ανάληψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων από την εταιρεία «Δοξιάδη». Στη συνέχεια, οι ελληνικές εταιρείες «Σκαπανεύς», «Εδόκ-Ετέρ», «Οδών και Οδοστρωμάτων» και «Ελληνική Τεχνική» συντελούν στο να αυξηθεί ο αριθμός της ελληνικής παροικίας. Οι εταιρείες αυτές είχαν αναλάβει την κατασκευή δρόμων, αρδευτικών καναλιών, γεφυρών και πολυτελών ξενοδοχείων. Επίσης, στο Ιράκ εγκαταστάθηκαν και κάποιες Ελληνίδες, οι οποίες παντρεύτηκαν Ιρακινούς σπουδαστές στρατιωτικών σχολών στην Ελλάδα. Παρά τις δυσκολίες διαβίωσης, οι γυναίκες αυτές κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους και να μεταδώσουν τη γλώσσα τους στα παιδιά τους.

Η πρώτη ελληνική λέσχη που ιδρύθηκε στη Βαγδάτη ονομάστηκε «Ακρόπολις». Μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας συναντιούνται οι Ελληνες με τους αραβόφωνους ορθόδοξους, οι οποίοι επίσης είχαν μεταναστεύσει στο Ιράκ. Οι θρησκευτικές ανάγκες καλύπτονταν από ένα μικρό ναό που είχε παραχωρηθεί από τους συροϊακωβίτες. Το 1979 χτίστηκε με δωρεές των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών και των αραβόφωνων ορθοδόξων, ο ελληνορθόδοξος ναός του Αγίου Γεωργίου. Δίπλα στον Αγιο Γεώργιο βρίσκονται και τα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως Βαγδάτης. Μητροπολίτης ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Παπαστεφάνου, ο οποίος προερχόταν από ελληνική μικρασιατική οικογένεια της Δαμασκού. Επίσημο σχολείο δεν έγινε κατορθωτό να ιδρυθεί γιατί το καθεστώς δεν ευνοούσε τη λειτουργία ιδιωτικών ή μειονοτικών εκπαιδευτηρίων. Οι άμεσες εκπαιδευτικές ανάγκες των οικογενειών καλύπτονταν από σχολείο που ίδρυσαν δύο εταιρείες μέσα στα εργοτάξιά τους. Το παράνομο αυτό σχολείο είχε δύο δασκάλους και 40-50 μαθητές. Την εποχή εκείνη, ο αριθμός των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί στο Ιράκ έφτανε τα 5.000 άτομα.

Με την έναρξη του περσο-ιρακινού πολέμου το 1980 αρχίζει η αποχώρηση των Ελλήνων. Η αποχώρηση ολοκληρώνεται σχεδόν μέχρι το 1985. Σήμερα ο αριθμός των Ελλήνων στο Ιράκ δεν ξεπερνά τα 20 άτομα. Ως αποτέλεσμα της σκλήρυνσης του καθεστώτος και του περιορισμού της δράσης των αλλοδαπών ο μητροπολίτης Κωνσταντίνος μετέφερε την έδρα του στο Εμιράτο του Κουβέιτ, ορίζοντας ως έξαρχο στη Βαγδάτη τον αρχιεπίσκοπο Λουκά Χούρη, απόφοιτο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή