H κοινοτοπία ως… τραγωδία

4' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κωστής Παπαγιώργης

Τα καπάκια. Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος

Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003

Είναι γνωστό πως οι ψυχοδιανοητικές προϋποθέσεις μιας επανάστασης είναι η ιδεολογική ευφορία, η βαθύτατη πίστη στην ανθρώπινη βούληση να κάνει τον κόσμο καλύτερο και η πολιτική πράξη ως εργαλείο οργάνωσης του μέλλοντος. Αυτά λίγο πολύ ίσχυαν και στην ελληνική Επανάσταση του 1821. Πολλοί, ήδη από τον 19ο αιώνα προσπάθησαν να μειώσουν τη σημασία της, να την ονομάσουν απελευθερωτικό πόλεμο, εξέγερση, λάθος, πρόωρη απόφαση ανώριμων προσώπων, απλό διαβατικό συμβάν στην ούτως ή άλλως θριαμβική «τρισχιλιετή» πορεία των Ελλήνων.

Ποια ήταν τα κίνητρα

Ομως τα γεγονότα, δηλαδή οι πράξεις των ανθρώπων που έκαναν αυτή την περίεργη όσο και θαυμαστή ελληνική Επανάσταση, μένουν εκεί να υπενθυμίζουν ρεαλιστικές ιστορικές πραγματικότητες προφανείς. Ο παρατηρητής με απλές γνώσεις μπορεί να ανακαλύψει μόνος του τα κίνητρα των επαναστατών δημιουργών του ελληνικού έθνους, θέτοντας μερικά λογικά ερωτήματα:

Για ποιο λόγο κοτζαμπάσηδες και προεστοί, όπως ο Μαυρομιχάλης και ο Κουντουριώτης, να εγκαταλείψουν τις θέσεις εξαιρετικής ισχύος που κατείχαν, τον πλούτο και τον έλεγχο τοπικών κοινωνιών και να μπουν σε μία διαδικασία υψηλής διακινδύνευσης όπως η επανάσταση;

Για ποιο λόγο αριστοκράτες, όπως ο Υψηλάντης και ο Μαυροκορδάτος να εγκαταλείψουν τη βεβαιότητα της υψηλής κοινωνικής διάκρισης, του πλούτου και της μόρφωσης και να θέσουν όλα αυτά στην υπηρεσία ενός σκοπού απολύτως αβέβαιου;

Για ποιο λόγο, ακόμη, έμποροι και διανοούμενοι να εγκαταλείψουν τις οικονομικές και κοινωνικές επιτυχίες που με τόσο κόπο είχαν δημιουργήσει προκειμένου να γίνουν χρηματοδότες και οργανωτές ενός πολιτικού ιδανικού στο απολύτως αρνητικό περιβάλλον που δημιουργούσε η Ιερή Συμμαχία;

Τα ίδια ερωτήματα θα έθετε κανείς για τους Φιλέλληνες, για τους δύο-τρεις μεγάλους κλεφταρματολούς καπεταναίους που γνώριζαν πολύ καλά πόσο οξύτατα αρνητικός ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων για τους επαναστατημένους Ελληνες, αλλά και για τους απλούς Ιταλούς υπαξιωματικούς μιναδόρους ή πυροβολητές που πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στο Μεσολόγγι. Το ίδιο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς για τον Ι. Καποδίστρια και τόσους άλλους ανώνυμους και επώνυμους, άλλοι απλοϊκοί εραστές της ελευθερίας και πολλοί, Ελληνες και Ευρωπαίοι, οργανωμένοι ελευθεροτέκτονες με επαναστατικά σχέδια ποικίλα και αντιφατικά.

Νομίζω, λοιπόν, ότι ο λόγος που όλοι αυτοί επέλεξαν να διακινδυνεύσουν τα πάντα είναι ότι το επαναστατικό νόημα ήταν γι’ αυτούς πολύ σημαντικότερο της όποιας προϋπάρχουσας κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης. Αυτό το νόημα ακριβώς δεν εξέφρασε ο Διονύσιος Σολωμός στον Υμνο προς την Ελευθερία;

Συνήθης πρακτική

Τα «καπάκια» κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όπως και πριν, ήταν είδος ιδιωτικών συμφωνητικών σύναψης συμμαχίας μεταξύ ισχυρών, κατά κανόνα, προσώπων, και συνήθης πρακτική ιδίως μεταξύ ομάδων κλεφταρματολών κάθε εθνοπολιτισμικής ομάδας. Και αυτά ως πηγές της ιστορίας περιέχουν θαυμάσιες πληροφορίες: για παράδειγμα γνωστούς Μουσουλμάνους Τουρκαλβανούς οπλαρχηγούς να ορκίζονται μαζί με Σουλιώτες και Ρουμελιώτες Χριστιανούς (όπως οι Τζαβελαίοι, ο Καραϊσκάκης) στην Παναγία και τον Χριστό πως όλοι μαζί θα διαφυλάξουν την ακεραιότητα του τάδε ή του δείνα Οθωμανού αξιωματούχου ακόμη και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Ο Κ. Παπαγιώργης, χωρίς να έχει αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται, αλλά και χωρίς να φροντίσει να μάθει, μετατρέπει τα «καπάκια» σε πρίσμα θέασης της ελληνικής Επανάστασης. Το αποτέλεσμα, δηλαδή το βιβλίο του, δεν είναι μια μυθοπλασία, ούτε μία έστω επίπεδη περιγραφή, ούτε φυσικά ιστορία: είναι ένας χείμαρρος κοινοτοπιών, η ιστορία από την κλειδαρότρυπα των παρασυμβάντων. Και εδώ, στα «καπάκια», οι κοινοτοπίες προβάλλονται σαν να ήταν τραγωδίες: ο συγγραφέας ανακαλύπτει σήμερα έκπληκτος ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αντίθετο στην εθνική επανάσταση, ανακαλύπτει ότι οι διανοούμενοι και πολιτικοί βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με τους κλεφταρματολούς αλλά και μεταξύ τους, οι κλεφταρματολοί να έχουν υπηρετήσει τον Αλή Πασά, οι Ρουμελιώτες και οι Μωραΐτες κλεφταρματολοί να ανταγωνίζονται αλλήλους, οι Σουλιώτες, οι Υδραίοι κτλ. να έχουν αρβανίτικη προέλευση.

Αυτά και άλλα παρόμοια παρουσιάζονται κάτι σαν πηγή της τραγωδίας των Ελλήνων. Το κλειδί για να διαβάσει κανείς τις συναισθηματικές προβολές του συγγραφέα στην ιστορία είναι το παλαιό εκείνο εφεύρημα περί της αντίθεσης του αγνού και αυθεντικού λαού με τους «σπουδαρχίδες», δηλαδή τους διανοούμενους οργανωτές της Επανάστασης και την πολιτική της ηγεσία. Η διάκριση μεταξύ αυθεντικού λαού που τον εκφράζουν οι λαϊκοί πολεμιστές και των ξενόφερτων και ντόπιων μορφωμένων ηγητόρων αποτελεί το θεμέλιο του ιστοριογραφικού λαϊκισμού όπως διατυπώθηκε περιθωριακά τον 19ο αιώνα και συστηματοποιήθηκε ως παράμετρος της ιδεολογίας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από τον Μεταξά.

Αυτό το θεμέλιο, ο συγγραφέας το συμπληρώνει με ένα άλλο παλαιό (υιοθετημένο από μια εξίσου λαϊκιστική εκδοχή της αμερικανικής ανθρωπολογίας, όπως εκφράζεται από τον καθηγητή M. Herzfeld): ότι το εθνικό πρότυπο ήταν «ξενόφερτο» για τον «απλό ελληνικό λαό» (να υποθέσουμε ότι για τους αντίστοιχους Γάλλους, Ιταλούς, Αμερικανούς κτλ. υπήρχε ανέκαθεν στα κύτταρά τους;).

Από τον 19ο αιώνα

Γιατί άραγε οι πολλαπλές αντιθέσεις, οι ανταγωνιστικές στρατηγικές και οι διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ των ποικίλων ομάδων και των ηγετικών προσώπων της ελληνικής Επανάστασης να αποτελούν τραγωδία; Δεν έχει ξανακούσει ο συγγραφέας κάτι για τους εμφυλίους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ή για αντίστοιχα φαινόμενα σε όλες σχεδόν τις επαναστάσεις, αλλά και σε κάθε κοινωνία; Αν πρόκειται για άγνοια ας γνωρίζει ότι όλα αυτά που εμφανίζει σαν να επρόκειτο για τραγωδίες που στιγμάτισαν τους Ελληνες, και άλλα πολύ σημαντικότερα έχουν αρχίσει να συζητούνται από ιστορικούς ήδη από τον 19ο αιώνα. Αν πάλι πρόκειται για την έκφραση κακών συναισθημάτων που του προκαλούν οι σημερινοί Ελληνες, ας σκεφτεί πως δεν είναι απαραίτητο να επιβεβαιώσει στο παρελθόν τα τρέχοντα συναισθήματά του με βιβλία που μιμούνται τον Σκαρίμπα -ας αλλάξει απλώς παρέες.

Ο κ. Π. Πιζάνιας είναι καθηγητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή