H περιβαλλοντική μόλυνση σκοτώνει τη Θεσσαλονίκη

H περιβαλλοντική μόλυνση σκοτώνει τη Θεσσαλονίκη

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η ρύπανση σκοτώνει», λένε οι ειδικοί επιστήμονες. Σε τι ποσοστό και με ποιον τρόπο, δεν είναι ακόμη σε θέση να προσδιορίσουν με ακρίβεια. Ωστόσο, μια μεγάλη αναδρομική επιδημιολογική έρευνα του ΑΠΘ, κατά την οποία μελετήθηκαν δεκάδες χιλιάδες φάκελοι ασθενών του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, έρχεται να δείξει ότι «η σύνδεση των περιβαλλοντικών επιδράσεων και της αύξησης των θανάτων τα τελευταία χρόνια είναι ίσως μεγαλύτερη απ’ ό,τι έως τώρα είχε εκτιμηθεί». Η θανατηφόρα αυτή σχέση είναι περισσότερο ευδιάκριτη στη στατιστική επεξεργασία που έγινε σε περισσότερα από σαράντα χιλιάδες πιστοποιητικά θανάτου ατόμων από τη Δυτική και την Ανατολική Θεσσαλονίκη και στη σύγκριση αυτών των δύο περιοχών (η πρώτη βιομηχανική, η δεύτερη αστική) του πολεοδομικού συγκροτήματος.

Κατά την έρευνα μελετήθηκαν 41.117 πιστοποιητικά θανάτου και μολονότι τα 8.656 ήταν από τις δυτικές βιομηχανικές συνοικίες την περίοδο 1960-1999 και τα περισσότερα (35.461) από τις ανατολικές αστικές περιοχές την περίοδο 1980-1999, τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντική αύξηση των θανάτων από θρομβοεμβολικά νοσήματα (καρδιαγγειακά, ισχαιμικά και εγκεφαλικά επεισόδια κ.ά.) στις δυτικές περιοχές, αύξηση που αγγίζει το 1/3 του συνολικού αριθμού θανάτων. Επίσης, παρά την αύξηση των θρομβοεμβολικών παθήσεων (ΘΕΝ) στην Ανατολική Θεσσαλονίκη την τελευταία δεκαετία, το ποσοστό αυτό είναι ίσο με εκείνο που είχε παρατηρηθεί ήδη κατά τη δεκαετία του ’70 στη δυτική περιοχή.

Οι υπεύθυνοι της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι το ποσοστό των θανάτων από νεοπλασίες παρέμεινε σταθερό στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, σε αντίθεση με το ποσοστό θανάτων από θρομβοεμβολικά αίτια, το οποίο διπλασιάστηκε στη βιομηχανική της περιοχή».

Βιομηχανική άνθηση από το ’60

Μεγάλο μέρος της εργασίας που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή φοιτητών της Ιατρικής και συντόνισε ο αναπληρωτής καθηγητής Αιματολογίας του ΑΠΘ κ. Παντελής Μακρής, επικεντρώθηκε στη Θεσσαλονίκη, καθώς το δυτικό τμήμα της πόλης μετά τη δεκαετία του ’60 δέχθηκε όλη τη «βιομηχανική άνθηση» και από μια ημιαστική περιοχή από την οποία δεν έλειπαν οι γεωργοκτηνοτροφικές μονάδες εξελίχθηκε σε βιομηχανική ζώνη με την ανάπτυξη σ’ αυτήν πετροχημικών εργοστασίων, διυλιστηρίων, βυρσοδεψείων κι άλλων επιβαρυντικών για το περιβάλλον μονάδων. Αντιθέτως, η Ανατολική Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια αστική περιοχή με ελάχιστη βιομηχανική παρουσία. Οπως σημειώνεται στην εργασία της ομάδας, «έως σήμερα η μακροχόνια επίδραση των περιβαλλοντικών μεταβολών στην επιβίωση του ανθρώπου δεν αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Υπάρχουν μεμονωμένες αναφορές ότι π.χ. ο μόλυβδος δρα ως τοξικός παράγοντας στα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου ή ότι η ηχορύπναση επιδρά βλαπτικά, εκτός από την ακοή, και στην αιμόσταση. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ραδιενεργοί ή χημικοί παράγοντες, όπως είναι τα παράγωγα του βενζολίου, προκαλούν βλάβη στην αιμοποίηση (λευχαιμία, απλαστική αναιμία).

Ως υλικό της μελέτης υπό τον τίτλο «η επίδραση των περιβαλλοντικών μεταβολών στους θανάτους από νεοπλασματικά (καρκίνοι) και θρομβοεμβολικά νοσήματα» επιλέχθηκαν τα πιστοποιητικά θανάτου των τελευταίων 40 χρόνων για να γίνει σύγκριση στις αιτίες θανάτου μεταξύ μιας αστικής και μιας βιομηχανικής περιοχής της μεγαλούπολης. Αν και στις παραπάνω παθήσεις οι απόψεις της σύγχρονης ιατρικής «ενοχοποιούν» ή συνεκτιμούν τις αλλαγές των Ελλήνων στον τρόπο ζωής, στη διατροφή, την έλλειψη άσκησης κ.λπ., τα συμπεράσματα της μελέτης δικαιώνουν τις ανησυχίες κατοίκων της Δυτικής Θεσσαλονίκης που τα τελευταία χρόνια προβάλλουν διαρκώς ζητήματα ρύπανσης και έλλειψης μέτρων. Φορείς και κάτοικοι διαμαρτύρονται για τα προβλήματα που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής και είναι χαρακτηριστικό ότι η διεθνής οικολογική οργάνωση Greenpeace πραγματοποίησε αρκετές παρεμβάσεις στην περιοχή με σκοπό να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και την Πολιτεία.

Σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα

Σταδιακή αύξηση της συχνότητας των θρομβοεμβολικών νοσημάτων, μεγαλύτερη εκείνης του καρκίνου, έδειξε η λεπτομερής εξέταση 109.879 ιατρικών φακέλων από το αρχείο 50 χρόνων λειτουργίας του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης για την ολοκλήρωση της αναδρομικής επιδημιολογικής μελέτης, που διεξήχθη για πρώτη φορά με τέτοιο βάθος χρόνου και αφορά περιστατικά που νοσηλεύθηκαν στο νοσοκομείο απ’ όλη τη Βόρειο Ελλάδα. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο Πανελλήνιο Αιματολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αλεξανδρούπολη και σε διεθνές συνέδριο στο Γκρατς της Αυστρίας. Η ομάδα των ερευνητών κατέγραψε, από το 1953 και μετά, τη συχνότητα των θρομβοεμβολικών νοσημάτων, κατηγορία στην οποία συμπεριλαμβάνονται καρδιαγγειακά νοσήματα, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, στηθάγχη και ασταθής στηθάγχη, πνευμονική εμβολή, οξεία και χρόνια ισχαιμία του κεντρικού νευρικού συστήματος, περιφερικές φλεβικές ή αρτηριακές αγγειακές παθήσεις και άλλες λιγότερο γνωστές παθήσεις των αγγείων.

Μέση ηλικία των ασθενών τα 46,8 έτη (μικρότερη ηλικία τα 23 έτη και μεγαλύτερη τα 70). Εξ αυτών, οι περισσότεροι ήταν άνδρες (65.516 – ποσοστό 63,75%). Με την πάροδο των ετών παρατηρείται σταδιακή αύξηση της συχνότητας των θρομβοεμβολικών νοσημάτων επί των νοσηλευομένων ασθενών: από 0,89% που ήταν το 1953 αυξήθηκε σε 10,07% το 2002, «γεγονός που υποδηλώνει τη σημαντική επίδραση των περιβαλλοντικών συνθηκών, οι οποίες έχουν μεταβληθεί στη Θεσσαλονίκη μετά τη δεκαετία του ’50, περίοδος κατά την οποία μεγάλες περιοχές μετατράπηκαν από αγροτικές σε βιομηχανικές», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έρευνα. Η πλειοψηφία των θρομβοεμβολικών νοσημάτων αφορά καρδιαγγειακά νοσήματα και ακολουθούν τα επιβεβαιωμένα ισχαιμικά ή εμβολικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, τα οποία, το 2002, αποτελούν το 21%. Είναι παρήγορο, πάντως, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων, ότι «λόγω της χρησιμοποίησης ακριβέστερων διαγνωστικών μεθόδων, η συχνότητα των περιφερικών αγγειακών νοσημάτων σταδιακά ελαττώνεται, ενώ παρατηρείται και μείωση των επιπλοκών (όπως της πνευμονικής εμβολής, η οποία ελαττώθηκε από το 1973 έως το 2002 στο 1/3) πιθανόν λόγω καλύτερων θεραπευτικών επιλογών».

Οκταπλασιασμός καρκίνων

Από τον ίδιο αριθμό ιατρικών φακέλων του ΑΧΕΠΑ, που δέχεται ασθενείς απ’ όλη τη Β. Ελλάδα και στην ίδια περίοδο, έγιναν συγκρίσεις μεταξύ των θρομβοεμβολικών νοσημάτων και των περιπτώσεων καρκίνου.

Από την επεξεργασία προέκυψε σημαντική αύξηση τόσο των θρομβοεμβολικών νοσημάτων όσο και των νεοπλασιών κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε δεκαετιών. Ο αριθμός των νοσηλευθέντων ασθενών αυξήθηκε κατά 8,34 φορές περίπου, από το 1963 έως το 2002. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των ασθενών με κακοήθεια αυξήθηκε κατά 7,66 φορές, ενώ ο αριθμός των ασθενών με θρομβοεμβολικά νοσήματα κατά 59,20 φορές. Σύμφωνα με τον κ. Μακρή, «η αύξηση της συχνότητας των θρομβοεμβολικών νοσημάτων είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των νεοπλασιών, εύρημα απροσδόκητο, δεδομένου ότι αναμενόταν μεγαλύτερη καρκινογένεση μετά το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνομπίλ και του πρόσφατου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Είναι πιθανό, τονίζει ο ίδιος, «οι περιβαλλοντικές επιδράσεις να συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στην ανάπτυξη των θρομβώσεων απ’ ό,τι μέχρι τώρα είχε εκτιμηθεί».

Η ταυτότητα της μελέτης

Η επιδημιολογική μελέτη πραγματοποιήθηκε από τη Μονάδα Αιμόστασης της Α΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του ΑΠΘ υπό τον αναπλ. καθηγητή κ. Παν. Μακρή και τον συνεργάτη του αιματολόγο κ. Φ. Γκιρτοβίτη. Συμμετείχαν οι φοιτητές Σ. Παπαμίχος, Δ. Τσούκας, Α. Μπούτου, Α. Μπούκας, Α. Τριανταφύλλου, Δ. Ανεστάκης, Α. Σερπάνου, Σ. Αναστασιάδης, Π. Σταμάτη, Μ. Σιαπέρα, Φ. Ρέντα, Ν. Αρναούτογλου, Α. Βαλαβάνης και Μ. Μακρής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή