Τα μοιραία σφάλματα στο Μπεσλάν

Τα μοιραία σφάλματα στο Μπεσλάν

5' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ακόμη και οι πόλεμοι σπανίως είναι τόσο βάναυσοι. Εχουν κανόνες -άγραφους- και ένας από αυτούς είναι η αποφυγή επιθέσεων εναντίον αμάχων. Ειδικά μικρών παιδιών. Οι τρομοκράτες στο Μπεσλάν επέλεξαν σκοπίμως τους πιο αθώους και ανυπεράσπιστους στόχους? επέλεξαν ως χρονική στιγμή την πρώτη ημέρα του σχολικού έτους για να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερους? βασάνισαν τους μικρούς αιχμαλώτους τους, στερώντας τους τροφή και νερό? και όταν ένας από τους εκρηκτικούς μηχανισμούς, με τους οποίους είχαν ζώσει το γυμναστήριο του σχολείου, πυροδοτήθηκε, προφανώς κατά λάθος, άρχισαν να πυροβολούν τους ομήρους πισώπλατα προτού ανατινάξουν το κτίριο. Τέτοιου είδους κτηνώδεις και απάνθρωπες ενέργειες είναι χειρότερες και από εγκλήματα πολέμου. Ο κόσμος πρέπει να το αναγνωρίσει και να το επιβεβαιώσει αυτό. Ωστόσο οφείλουμε να εξαγάγουμε πολύ περισσότερα διδάγματα από το δράμα του Μπεσλάν.

Ενα από τα πιο σημαντικά είναι ότι οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας περιέπεσαν σε σφάλματα, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα στάθηκαν μοιραία για τη ζωή πολλών ατόμων. Δεν φρόντισαν να προβούν σε ακριβή εκτίμηση για τον αριθμό των ομήρων, ούτε ασφάλισαν επαρκώς την περιοχή της κατάληψης. Επέτρεψαν μάλιστα σε ένοπλους πολίτες να συμμετάσχουν στην επιδρομή τους…

Κυριάρχησε ο εκνευρισμός

Τις πρώτες ώρες της κατάληψης του σχολείου, οι τρομοκράτες επέτρεπαν στους ομήρους να πίνουν νερό και να επισκέπτονται την τουαλέτα, αλλά με το πέρασμα των ωρών τα προνόμια καταργήθηκαν. Ο εκνευρισμός άρχισε να βασιλεύει στην υπερφορτωμένη αίθουσα, όπου η θερμοκρασία ανέβαινε και τα παιδιά αναγκάζονταν να πιουν τα ίδια τους τα ούρα. Τα κλάματα και οι διαμαρτυρίες τους δεν ήταν δυνατόν πια να ελεγχθούν. Οι προειδοποιητικές βολές στην οροφή επέβαλαν τη σιωπή για πολύ λίγα δευτερόλεπτα. Υστερα ξανάρχιζε ο θρήνος. Το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου, κι ενώ είχε προηγηθεί συμφωνία με τους αντάρτες για την είσοδο στο προαύλιο των συνεργείων διάσωσης που θα απομάκρυναν τις σορούς των πρώτων νεκρών ομήρων, οι δράστες πείστηκαν ότι αρχίζει επιχείρηση διάσωσης. Αρχισαν να αλλάζουν τις θέσεις των εκρηκτικών. Λίγο μετά τη 1.00 το μεσημέρι, καθώς έφθαναν τα συνεργεία για να πάρουν τους νεκρούς, μία από τις βόμβες εξερράγη. Ζαλισμένοι οι όμηροι άρχισαν να τρέχουν προς τη σωτηρία. Πανικόβλητοι οι τρομοκράτες άρχισαν να πυροβολούν. Οι δυνάμεις ασφαλείας γύρω από το κτίριο ανταπέδωσαν τα πυρά.

Στην εύφλεκτη περιοχή του βορείου Καυκάσου, όμως, πολλοί πολίτες έχουν τα δικά τους όπλα. «Υπάρχουν ομάδες από εμάς, που οι δυνάμεις ασφαλείας εμπιστεύονται στον χειρισμό των όπλων», εξηγεί ο Τίμουρ Μουρτάζοφ, οδηγός ταξί. Τώρα πια, θα το ‘χουν μετανιώσει. Οι εκατοντάδες οπλισμένοι συγγενείς γύρω από το σχολείο αγνόησαν την εντολή κατάπαυσης του πυρός και οι τρομοκράτες, πεπεισμένοι ότι μια επιδρομή βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, πυροδότησαν τις υπόλοιπες βόμβες και συνέχισαν να πυροβολούν προς πάσα κατεύθυνση.

Αγώνας για την εξουσία

Οι κυβερνήσεις, που διεξάγουν πόλεμο έχουν καθήκον τους όχι απλώς να νικήσουν, αλλά και να προλάβουν το ξέσπασμα άλλων πολέμων στο μέλλον. Και αυτό επιβάλλει κατανόηση των αιτίων του πολέμου, όχι την άσκοπη δικαιολόγησή του. Οταν ο πρόεδρος Πούτιν επικαλέστηκε τις σχέσεις των Τσετσένων με την Αλ Κάιντα απέφυγε να αναγνωρίσει ότι η τρομοκρατική απειλή που αντιμετωπίζει η Αμερική είναι πολύ διαφορετική από αυτή της Ρωσίας.

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Τσετσενία είναι πρόβλημα που γεννήθηκε εντός της Ρωσίας και διαιωνίζεται, στο πλαίσιο ενός καταστροφικού αγώνα για την εξουσία. Η Ρωσία προσπάθησε να εξολοθρεύσει τους Τσετσένους αποσχιστές αρχικά διά της στρατιωτικής βίας και πιο πρόσφατα επιχειρώντας την «τσετσενοποίηση» του ρωσικού ελέγχου στην περιοχή. Ο νέος ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας, ο εκλεγμένος πρόεδρος, Αλού Αλχάνοφ επελέγη από τη Μόσχα και κέρδισε τις εκλογές χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο. Το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη αναρχία. Οι Ρώσοι στρατιώτες και οι αυτονομιστές συναγωνίζοναι στις απαγωγές, αιχμαλωτίζοντας και δολοφονώντας αθώους, χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες του νόμου.

Η πραγματική αλήθεια για το πώς οδηγήθηκε η Ρωσία στη σφαγή του Μπεσλάν ίσως να μη γνωστοποιηθεί ποτέ στο κοινό. Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει διατάξει έρευνα, αλλά δεν θα είναι ανεξάρτητη. Ωστόσο, εκείνο που καθιστά άνδρες και γυναίκες ικανούς για τέτοιου είδους βαρβαρότητες δεν χρειάζεται έρευνα για να αποκαλυφθεί. Είναι θεατό κατά μήκος των συνόρων.

Δεν υπήρξε τίποτε το ασυνήθιστο στο αυτοκίνητο που η αστυνομία της Ινγκουσετίας σταμάτησε για έλεγχο σε μια από τις οδικές αρτηρίες της Τσετσενίας στις 17 Ιουνίου -πέραν του ανδρός που βρέθηκε δεμένος στο πορτμπαγκάζ. Ο Αδάμ Μεντόφ τους είπε ότι είχε απαχθεί. Οι απαγωγείς, όμως, έδειξαν ταυτότητες αξιωματούχων της FSB και έφυγαν ανενόχλητοι μαζί με τον όμηρό τους. Η σύζυγος του Μεντόφ, Ζαλίνα, έγραψε στις αρχές και έλαβε απαντήσεις: μία από τους Ινγκούσιους εισαγγελείς, που της έδωσαν τα στοιχεία των αξιωματούχων, οι οποίοι είχαν συλλάβει τον σύζυγό της και μία από την FSB, που βεβαίωνε ότι όχι απλώς δεν κρατά τον Μεντόφ αλλά και ότι οι εν λόγω αξιωματούχοι δεν υπάρχουν. Στα τέλη του Ιουλίου ένας άνδρας επισκέφτηκε την κυρία Ζαλίνα για να της πει ότι ο σύζυγός της κρατείται στη στρατιωτική βάση της Χανκάλα κοντά στην τσετσενική πρωτεύουσα Γκρόζνι. Οι δύο τους ήταν έγκλειστοι στο ίδιο κελί και συχνά οδηγούνταν για ξυλοδαρμό. Οι συγγενείς του επισκέπτη είχαν κατορθώσει να αγοράσουν την ελευθερία του, πληρώνοντας το ποσό των 20.000 δολαρίων…

Χαοτική κατάσταση

Στην Τσετσενία, ιστορίες σαν αυτήν συμβαίνουν κάθε μέρα. Η σύγκρουση δεν υπήρξε ποτέ ένας απλός αγώνας προς την ανεξαρτησία. Το αίτημα της αυτονομίας της Τσετσενίας γεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια της Σοβιετικής Ενωσης, ως μάχη εξουσίας με αιχμή τον πετρελαϊκό πλούτο της επαρχίας. Τώρα, όμως, έχει εξελιχθεί σε μια χαοτική αντιπαράθεση, στο πλαίσιο της οποίας ο στρατός, οι αντάρτες και οι μαχητές πιστοί στον υιό του δολοφονηθέντος προέδρου της Τσετσενίας, Αχμάντ Καντίροφ, Ραμζάν, πολεμούν για χρήμα και αίμα. Ο πηγές πλούτου είναι πολλές: Οχι μόνο τα λύτρα, αλλά και οι δωροδοκίες στα συνοριακά φυλάκια, το λαθρεμπόριο όπλων, οι παράνομες πετρελαιοπηγές, οι εγγυήσεις από ισλαμιστές εξτρεμιστές και τα ομοσπονδιακά κεφάλαια, που προορίζονται για την ανοικοδόμηση. Οταν ο πρόεδρος Πούτιν μετέβη στο Γκρόζνι τον Μάιο, λίγο μετά τη δολοφονία του Αχμάντ Καντίροφ, διαπίστωσε ότι τα εκατομμύρια δολάρια που διοχετεύονταν στην Τσετσενία δεν είναι πουθενά…

Οι γειτονικές επαρχίες

Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, το χάος της Τσετσενίας μεταφέρεται και στις γειτονικές της επαρχίες. Ο Σαμίλ Μπασάγεφ ο πιο αιμοσταγής ηγέτης των ανταρτών και πιθανότατα ο εγκέφαλος της επίθεσης στο Μπεσλάν εθεάθη στην Ινγκουσετία τους τελευταίους μήνες. Τον περασμένο μήνα, στην ίδια επαρχία, πραγματοποιήθηκε μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση σε βάση ανταρτών. Από την άλλη πλευρά της Τσετσενίας, στο Νταγκεστάν, η κούρσα για τις προεδρικές εκλογές του 2006 εξελίσσεται σε εθνική σύγκρουση μεταξύ των δύο κυριότερων εθνοτήτων της επαρχίας, των Αβάρων και των Δαργίνων. Η μάχη εξουσίας μεταξύ τους έχει πυροδοτηθεί εν μέρει εξαιτίας του κύματος των Τσετσένων προσφύγων, που έχουν κατακλύσει τις περιοχές των Αβάρων, μεταβάλλοντας τις τοπικές ισορροπίες. Αργά, αλλά σταδιακά, η διαμάχη της Τσετσενίας απλώνει τα πλοκάμια της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή