O Ελβετός που ανακάλυψε την Αμερική

O Ελβετός που ανακάλυψε την Αμερική

6' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Τζακ Κέρουακ ήταν εκείνος που ξεχώρισε πρώτος την ιδιοφυΐα του Ρόμπερτ Φρανκ, ανακαλύπτοντας στο έργο του συγγενικές με τις δικές του εικόνες μιας απέραντης, κατακερματισμένης, αλλά επικής ακόμη Αμερικής, κατοικημένης από ανήσυχους και μοναχικούς ονειροπόλους. «O Ρόμπερτ Φρανκ, ήρεμος κι ευγενικός Ελβετός», έγραψε ο Κέρουακ στον φημισμένο πρόλογό του στη συλλογή του Φρανκ «The Americans», «μ’ εκείνη τη μικρή φωτογραφική μηχανή του που την κρατάει με το ένα χέρι, κατάφερε να ρουφήξει ένα θλιμμένο ποίημα μέσα από την Αμερική και να το μεταφέρει στο φιλμ, παίρνοντας τη θέση του ανάμεσα στους τραγικούς ποιητές του κόσμου». Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Κέρουακ έχει προ πολλού αποδημήσει, όπως και ο Αλεν Γκίνσμπεργκ και όλοι σχεδόν οι αυθεντικοί «μπίτνικ» συγγραφείς που το συλλογικό τους όραμα είχε ταιριάξει τόσο πολύ με εκείνο του Ελβετού φωτογράφου. O Ρόμπερτ Φρανκ, όμως, επιβιώνει: φευγαλέος, απόμακρος, ασυμβίβαστος. Στα 80 χρόνια του, ο ποιητής του φακού που σηματοδότησε την Αμερική όπως κανένας άλλος πριν ή μετά, έχει γίνει τόσο μυθικός όσο και οι εικόνες του. H πόρτα του, στο ατελιέ-διαμέρισμα της Μπλίκερ Στριτ στη Νέα Υόρκη, σπάνια ανοίγει σε επισκέπτες. Δέχτηκε, ωστόσο, να δώσει μια συνέντευξη με την ευκαιρία της παρουσίασης στην Tate Gallery του Λονδίνου μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης, που θα διαρκέσει ως τις 23 Ιανουαρίου. Σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο και ο Φρανκ δεν φαίνεται να αισθάνεται άνετα. Στο σπίτι κυριαρχεί μια παλιομοδίτικη μποέμ ατμόσφαιρα, με τις παλιές γκραβούρες, τις μεταξοτυπίες και τις καρτ ποστάλ στους τοίχους να μοιράζονται τον χώρο με τα μικρά παράξενα μεταλλικά γλυπτά που φτιάχνει η δεύτερη γυναίκα του, η καλλιτέχνις Τζουν Λιφ. «Ζηλεύω την ελευθερία της», λέει. «Να στέκεσαι μπροστά σε μια λευκή σελίδα χωρίς μηχανή να παρεμβαίνει. Αυτό είναι ελευθερία. H φωτογραφία δεν είναι ελευθερία».

Ο Ρόμπερτ Φρανκ πάντα απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας από τότε που «Οι Αμερικανοί» δημιούργησαν γύρω του έναν σύντομο αλλά έντονο θόρυβο στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν μερικοί κριτικοί θεώρησαν τις εικόνες του αντιαμερικανικές. Μια δεκαετία αργότερα, και ενώ ο κόσμος συμφωνούσε πια με το όραμά του, εκείνος είχε ήδη αφήσει πίσω του τη φωτογραφία για τον κινηματογράφο, αποφασισμένος να μην επαναλάβει ποτέ τον εαυτό του δημιουργικά. Κινηματογράφησε τον Γκίνσμπεργκ, στο Pull My Daisy (1959), με ηχητική υπόκρουση τον Κέρουακ σε πλήρη λογοδιάρροια. Συνέλαβε τους Ρόλινγκ Στόουνς στην κορύφωση της παρακμιακής τους κραιπάλης, στο Cocksu-cker Blues (1972), μια ταινία που ελάχιστα έχει προβληθεί και που το συγκρότημα έκανε τα πάντα για να τη θάψει, γιατί έδειχνε με αιχμηρή ακρίβεια την εξαθλίωση της νομαδικής ζωής τους.

«Εστειλαν δικηγόρους, έστειλαν αεροπλάνα, έστειλαν τον σερίφη», λέει ο Φρανκ γελώντας. «Είχαν ξεπεράσει κάθε μέτρο, όπως σε όλα όσα έκαναν. O Κιθ είχε τραβήγματα με τις αρχές εξαιτίας των ναρκωτικών, ο Μικ πίστευε ότι δεν έδειχνε τόσο καλός στο φιλμ όσο ο Κιθ. Ηταν πολύ αστείο στην πραγματικότητα. Εφυγα και πήγα στη Νέα Σκωτία, ήθελα να μ’ αφήσουν ήσυχο».

Είδος που έχει πεθάνει…

Εκτοτε, όσο λιγότερο δούλευε ο Φρανκ, τόσο μεγάλωνε ο μύθος του και τόσο εκείνος απομακρυνόταν. «Το είδος της φωτογραφίας που έκανα έχει πεθάνει», λέει. «Είναι παλιό. Δεν έχει πια νόημα για μένα και δεν μου δίνει καμιά ικανοποίηση». Το λέει αυτό χωρίς πικρία ή νοσταλγία, αλλά μ’ έναν θλιμμένο πραγματισμό. «Υπάρχουν υπερβολικά πολλές εικόνες σήμερα. Είναι εξουθενωτικό. Μια πλημμύρα εικόνων που περνάει δίπλα σου και λέει «γιατί πρέπει να θυμόμαστε;». Υπάρχουν τώρα πάρα πολλά πράγματα για να απομνημονεύσουμε, πάρα πολλά για να καταπιούμε».

Εκτός από τις στιγμές που το πρόσωπό του φωτίζεται από ένα χαμόγελο, ο Ρόμπερτ Φρανκ δείχνει την ηλικία του και φαίνεται αρκετά κουρασμένος. O περίγυρός του αναδίνει μια αίσθηση φθοράς και, σαν το πολυφορεμένο, λεκιασμένο με μπογιές τζάκετ του, δεν προδίδει καθόλου το γεγονός ότι οι παλιές φωτογραφίες του αλλάζουν τώρα χέρια στην καλλιτεχνική αγορά σε τιμές που ξεπερνούν τα 80.000 δολλάρια το κομμάτι. «Είναι τελείως παλαβό», γκρινιάζει, «όλοι αυτοί οι ντίλερ και οι συλλέκτες, να πουλάνε και ν’ αγοράζουν και να ελέγχουν τα πάντα. Μου φαίνονται παρανοϊκές αυτές οι τιμές. Οταν ξεκίνησα, ενθουσιαζόμουν αν έπαιρνα 10 δολάρια τη φωτογραφία. Ηταν καταπληκτικό γεγονός. Το να πληρώνεσαι επειδή τράβηξες μια φωτογραφία ήταν μεγάλο πράγμα».

Από τη Ζυρίχη στις ΗΠΑ

Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, ο Φρανκ ξεκίνησε τη φωτογραφία στη δεκαετία του ’40, δουλεύοντας κοντά σε παραδοσιακούς εμπορικούς φωτογράφους στη Ζυρίχη, τη γενέθλια πόλη του. «Στα εφηβικά μου χρόνια δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, το σίγουρο όμως ήταν πως δεν ήθελα να μείνω στον ελβετικό μικρόκοσμο». Στα 23 του, έφυγε για τις ΗΠΑ, όπου και έμεινε για πάντα. Το 1947 άρχισε να δουλεύει στο Harper’s Bazaar μαζί με τον Μπιλ Μπραντ και τον Καρτιέ-Μπρεσόν, όμως γρήγορα απογοητεύτηκε από τις απαιτήσεις της εμπορικής φωτογραφίας.

Ταξίδεψε στο Περού και στη Βολιβία, στοχεύοντας με τον φακό του χωρικούς και νομάδες και αναπτύσσοντας το αποστασιοποιημένο, συναισθηματικά συγκρατημένο στυλ που θα καθόριζε την περίφημη σειρά «Οι Αμερικανοί». «Είχα κουραστεί από τον ρομαντισμό», λέει. «Ηθελα να παρουσιάσω αυτό που έβλεπα, απλά και καθαρά». Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, γνώρισε ένα νεαρό κορίτσι, τη Μαίρη Λόκσπιζερ, την οποία παντρεύτηκε στα 15 χρόνια της, όταν έμεινε έγκυος. Μαζί της και με τον μικρό γιο τους, Πάμπλο, ταξίδεψαν στην Αγγλία και στην Ουαλλία, όπου ο Φρανκ τράβηξε τις φωτογραφίες που αργότερα θα αποτελούσαν το άλμπουμ του «London-Wales».

Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, πήρε μέρος σε μια ομαδική έκθεση στο MOMA, όπου γνώρισε τον μεγάλο Αμερικανό φωτογράφο Γουόκερ Εβανς. «Με χρησιμοποιούσε σαν σοφέρ του. Είχε εκείνο το μεγάλο αυτοκίνητο και πηγαίναμε π.χ. στη Νέα Αγγλία για να δει κάτι κτίρια που τον ενδιέφεραν. Μου έλεγε να πάω να παρκάρω δυο τετράγωνα πιο κάτω και να τον περιμένω. Δεν ήθελε να βλέπω πώς δούλευε, να μάθω τα μυστικά του. Ομως, έτσι κι αλλιώς, έμαθα πολλά από εκείνον». Πώς ήταν ο Γουόκερ Εβανς ως άνθρωπος; «Ηταν πολύ καλοαναθρεμμένος. Πάντα μού έλεγε: «Γιατί συναναστρέφεσαι αυτούς τους ανθρώπους, Ρόμπερτ; Είναι χαμηλού επιπέδου»».

«Αυτοί οι άνθρωποι» ήταν οι beats: ο Κέρουακ, ο Γκίνσμπεργκ, ο Ορλόφσκι, με τους οποίους ο Φρανκ έκανε παρέα στη Νέα Υόρκη «Ηταν ένας καιρός μεγάλης ελευθερίας», θυμάται. «Οι άνθρωποι αναζητούσαν νέους τρόπους ζωής. Ενιωθα μια ελεύθερη παραφροσύνη να πλανιέται στον αέρα. Οι ζωγράφοι κοίταζαν αφ’ υψηλού τους φωτογράφους, αλλά οι συγγραφείς έπιασαν αυτό που έκανα αμέσως. Εμαθα πολλά για τη ζωή από εκείνους τους ανθρώπους».

Τρία ταξίδια – 500 φιλμ

Πολύ πριν διαβάσει το «Στον δρόμο», του Κέρουακ, ο Φρανκ ξεκίνησε τη δική του Οδύσσεια στην Αμερική. Με την οικονομική βοήθεια μιας υποτροφίας του Ιδρύματος Γκουγκενχάιμ, τράβηξε 500 φιλμ στη διάρκεια τριών ταξιδιών.

Ενα μικρό ποσοστό αυτών των φωτογραφιών τυπώθηκαν και πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1959, στο άλμπουμ «Οι Αμερικανοί».

Ο Φρανκ εδραίωσε μια νέα εικονογραφία για τη σύγχρονη Αμερική, διαποτισμένη από μια επική αίσθηση μοναξιάς και θλίψης. Ηταν μια αίσθηση που σε μεγάλο βαθμό αποτελούσε συστατικό της αμερικανικής πεμπτουσίας, άμεσα συνδεμένη με την απεραντοσύνη της χώρας και τον αγώνα για επιβίωση που έδιναν πολλοί από τους απλούς πολίτες της. Είχε όμως να κάνει και με τον Ρόμπερτ Φρανκ, το βλέμμα του ξένου. «Πάντα βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά. Ομως είναι ευκολότερο να δείξεις το σκοτάδι παρά τη χαρά της ζωής. Τα πράγματα κινούνται, ο καιρός περνάει, άνθρωποι φεύγουν και καμιά φορά δεν γυρίζουν πίσω».

Προσωπικές τραγωδίες

Η οικογενειακή ζωή του Ρόμπερτ Φρανκ σημαδεύτηκε από τραγωδίες. H κόρη του, η Αντρέα, σκοτώθηκε το 1974, στα 20 χρόνια της, σε συντριβή αεροπλάνου στη Γουατεμάλα. Μια ακόμα βαθύτερη θλίψη διαπότισε τις παράξενες και όμορφες εικόνες που βγήκαν από τον φακό του μετά τον θάνατό της. H οπτική του, λέει, «μετακινήθηκε από αυτό που έβλεπα σε αυτό που αισθανόμουν». Χάραζε και έγραφε πάνω στις φωτογραφίες του, σαν να μην ήταν πλέον αρκετή η πράξη της φωτογράφισης. H αρχική του αποστασιοποίηση αντικαταστάθηκε από ένα γυμνό εξομολογητικό στυλ, το οποίο ήταν και πάλι μπροστά από την εποχή του. «Στην πραγματικότητα κατέστρεφα την εικόνα», λέει. «Δεν πίστευα πια στην ομορφιά της φωτογραφίας». Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο της Αντρέα, ο γιος του, που είχε παλέψει για καιρό με την ψυχασθένεια, πέθανε κι αυτός. «Ηταν δύσκολος ο δρόμος του», λέει ο Φρανκ. «Πρέπει όμως ν’ αφήσεις κατά μέρος τις ενοχές και να προσπαθήσεις να δουλέψεις. Να συνεχίσεις τον δρόμο σου. Μήπως υπάρχει και τίποτ’ άλλο να κάνεις;». Τον ρωτάω, τελικά, αν είναι ικανοποιημένος με τη θέση του μέσα στα πράγματα. «Δύσκολα μπορώ να απαντήσω», λέει. «Πιθανόν να έφτασα στον προορισμό μου, όμως δεν είναι το μέρος που ήλπιζα ότι θα ήταν. Εξακολουθώ να είμαι ένας παρείσακτος. Πώς το λέει εκείνο το τραγούδι του Τζόνι Κας; «Είμαι ένας οδοιπόρος κι ένας ξένος». Ετσι έχουν τα πράγματα με μένα, και είναι πολύ αργά για ν’ αλλάξουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή