H ευθύνη της διοίκησης επιχειρήσεων για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού

H ευθύνη της διοίκησης επιχειρήσεων για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού

4' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι νέες εξελίξεις στο κοινοτικό δίκαιο (με την έκδοση του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου, ο οποίος ισχύει από 1-5-2004) αφενός και η επιβολή υψηλών προστίμων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού στους παραβάτες των κανόνων ανταγωνισμού αφετέρου, θέτουν σημαντικά ζητήματα ευθύνης του μάνατζμεντ και γενικώς των διοικούντων μια εταιρεία, ενώσεις επιχειρήσεων κ.ο.κ. Να εξηγηθούμε τι εννοούμε.

Σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου και με βάση τις νέες αλλαγές, η διοίκηση (μάνατζμεντ) πρέπει να εκτιμήσει μόνη της αν μια συμφωνία με άλλες επιχειρήσεις (στο πεδίο της συνεργασίας των επιχειρήσεων) είναι σύμφωνη με το άρθρο 81 ΣυνθΕΚ, το οποίο προβλέπει απαγόρευση των περιοριστικών του ανταγωνισμού συμπράξεων. Ετσι, η διοίκηση μόνη της πρέπει να εκτιμήσει αν μια συνεργασία στο πεδίο της έρευνας και της ανάπτυξης, ή αν μια συμφωνία συμπαραγωγής ενός υποπροϊόντος ή τελικού προϊόντος, ή η από κοινού διάθεση ενός τελικού προϊόντος, η ανταλλαγή διάφορων πληροφοριών μεταξύ των επιχειρήσεων μπορούν να έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Ομοίως πρέπει να εκτιμήσει αν η υπό έρευνα συμφωνία πληροί τις προϋποθέσεις παραλλαγής κατ’ άρθρο 81 παρ. 3 ΣυνθΕΚ, αν δηλαδή βελτιώνει την παραγωγή ή διανομή των προϊόντων και γενικώς συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη, αν αποφέρει οικονομικά πλεονεκτήματα στους καταναλωτές και βεβαίως αν περιορίζει ή όχι σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό. Το ίδιο ισχύει και αν μια πρακτική ή συμπεριφορά της επιχείρησης συνιστά ή όχι καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης. Και μάλιστα, η έρευνα αυτή πρέπει να γίνεται όχι μόνο κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας αλλά διαρκώς, εφόσον αλλάζουν τα δεδομένα στην αγορά.

Αν ληφθεί υπόψη ότι οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού (άρθρο 81 και 82 ΣυνθΕΚ) έχουν ως προϋπόθεση εφαρμογής τον επηρεασμό τού μεταξύ των κρατών-μελών εμπορίου και ακόμη ότι η νομολογία του ΔΕΚ και η πρακτική της Επιτροπής ερμηνεύει την προϋπόθεση αυτή αρκετά ευρέως, τότε πρέπει κανείς να εκκινεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού.

Για τη διεκπεραίωση του έργου αυτού, δηλ. της έρευνας του συννόμου ή όχι των στρατηγικής σημασίας αποφάσεων της διοίκησης, υπάρχουν δύο δυνατότητες: Η μία είναι να αναλάβει οίκοθεν η διοίκηση να προβεί σε αυτή την ενέργεια. Αυτό προϋποθέτει ένα οργανωμένο νομικό τμήμα, με ειδικευμένους, εκτός των άλλων, στο δίκαιο ανταγωνισμού δικηγόρους. Και βεβαίως, πρέπει να υπάρχει οργανωμένη βιβλιοθήκη. Η δεύτερη δυνατότητα είναι να αναθέσει η διοίκηση τη διαρκή αυτή έρευνα σε τρίτους και συγκεκριμένα σε εξειδικευμένα γραφεία που ασχολούνται με ζητήματα ανταγωνισμού. Η τελευταία αυτή περίπτωση παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα, όχι μόνο διότι το εξειδικευμένο γραφείο μπορεί με τη γνώση και την εμπειρία να εκτιμήσει καλύτερα και να προσφέρει έγκυρη γνώμη, αλλά και διότι τα ελεγκτικά όργανα των αρχών ανταγωνισμού (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Επιτροπή Ανταγωνισμού) δεν δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στο δικηγορικό γραφείο σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ. Εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι η διοίκηση με την ανάθεση του έργου αυτού σε ένα εξειδικευμένο γραφείο πράττει ό,τι θα έπραττε και κάθε συνετός έμπορος και συνεπώς απαλλάσσεται τυχόν ευθύνης έναντι του νομικού προσώπου.

Παραπέρα το μάνατζμεντ πρέπει να γνωρίζει και τις σημαντικές ευθύνες που υπέχει σε περίπτωση παράβασης κανόνων ανταγωνισμού. Η ευθύνη είναι τριπλή:

α) Πρώτα πρώτα από τον Ν. 703/77 «για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού» καθιδρύεται παράλληλη και αυτοτελής εις ολόκληρον ευθύνη του μάνατζμεντ (κατ’ ακριβολογία των προσώπων τα οποία υπερψήφισαν μια απόφαση για τη σύναψη ή λειτουργία ή επιβολή μιας αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς) για την καταβολή του επιβληθέντος προστίμου για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού ή χρηματικής ποινής για παράβαση των αποφάσεων των αρχών ανταγωνισμού. Στο κοινοτικό δίκαιο το πρόστιμο μπορεί να ανέλθει μέχρι το 10% επί του τζίρου της τελευταίας χρήσης της παραβάτιδος επιχείρησης, ενώ στο ελληνικό δίκαιο ανταγωνισμού μέχρι το 15% επί του τζίρου της τελευταίας χρήσης. Ετσι οι αρχές ανταγωνισμού έχουν τη δυνατότητα να στραφούν ατομικά κατά των διοικούντων το νομικό πρόσωπο και να επιζητήσουν την είσπραξη του προστίμου.

β) Ομοίως ο Ν. 703/77 καθιδρύει ποινική ευθύνη των παραβαινόντων τους κανόνες ανταγωνισμού προσώπων. Η επαπειλούμενη χρηματική ποινή ανέρχεται από 3.000 ευρώ μέχρι 15.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής διπλασιάζονται, ενώ σε περίπτωση μη συνεργασίας και μη παροχής των αιτούμενων πληροφοριών στις αρχές ανταγωνισμού οι παραβάτες απειλούνται με χρηματική ποινή κατά ως άνω και με φυλάκιση από 3 μήνες μέχρι 5 χρόνια.

γ) Εξίσου σημαντική είναι η ευθύνη των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα και όσον αφορά την υποχρέωση αποζημίωσης. Τα υπαίτια πρόσωπα για την πρόκληση ζημίας από αντιανταγωνιστική ενέργεια έχουν κατ’ αρχήν ατομική και αυτοτελή υποχρέωση αποζημίωσης τόσο έναντι των θιγόμενων τρίτων όσο και έναντι του νομικού προσώπου. Ετσι, σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο (εταιρεία, σωματείο) υποχρεωθεί να καταβάλει το επιβληθέν από τις αρχές ανταγωνισμού πρόστιμο ή αποζημίωση σε θιγόμενους τρίτους, έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των υπαιτίων προσώπων και να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας. Απαλλαγή της ευθύνης έναντι του νομικού προσώπου είναι εφικτή μόνο αν το υπαίτιο πρόσωπο αποδείξει ότι έπραξε ό,τι θα έπραττε και κάθε συνετός έμπορος.

Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί και μια εταιρικού δικαίου συνέπεια. Η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού μπορεί να ελεγχθεί ως πράξη κακής διαχείρισης των υποθέσεων της εταιρείας που υπονομεύει το μέλλον της επιχείρησης και έτσι να ζητηθεί η αποπομπή (ανάκληση) της διοίκησης από τα αρμόδια εταιρικά όργανα.

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η ατομική ευθύνη των μάνατζερ (διοικητών) επιχειρήσεων (εμπορικών εταιρειών και άλλων νομικών προσώπων) τα οποία παραβαίνουν τους κανόνες ανταγωνισμού είναι σημαντική. Για τον λόγο αυτό συνιστάται η ενασχόληση του μάνατζμεντ με τα ζητήματα ανταγωνισμού και, εφόσον λείπουν οι σχετικές γνώσεις, να επιζητείται έγκυρη γνώμη από εξειδικευμένους στο αντικείμενο του ανταγωνισμού.

* Ο Δημήτριος Β. Κουτσούκης είναι δικηγόρος στον Αρειο Πάγο, διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου GoettingeΓερμανίας, ειδικός σε ζητήματα κοινοτικού και ελληνικού δικαίου ανταγωνισμού, δικαίου συμβάσεων και αποζημιώσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή