Απαράκαμπτος μονόδρομος για την Τουρκία

Απαράκαμπτος μονόδρομος για την Τουρκία

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί μεν, προς το παρόν τα πράγματα να βολεύονται με αφοριστικές δηλώσεις και σοφιστικές υπεκφυγές. Αλλά τα δεδομένα και οι διαδικασίες οδηγούν σε κρίσιμες τομές, όπου οι επιλογές είναι αναπόδραστες και για την Αγκυρα και για τους άλλους που τη στηρίζουν στον ευρωπαϊκό της δρόμο.

Τα ερωτήματα είναι απλά και καθαρά: είναι δυνατόν μια χώρα να διεξάγει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τους «25» της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και με τους όρους που αυτοί προσδιορίζουν, αλλά να μιλάει για «24»; Και είναι δυνατόν να απαιτείται από χώρα που η Τουρκία δηλώνει ότι δεν αναγνωρίζει, συναίνεση και προσυπογραφή για προαγωγή του ενταξιακού διαλόγου; Και άλλωστε, ποια δηλαδή αξία θα είχε μια τέτοια συναίνεση και μη αναγνωριζόμενη μάλιστα υπογραφή;

Η πρακτική

Χωρίς καθόλου αυτό να σημαίνει την πρόταξη βέτο -παρ’ όλο που θα μπορούσε να γίνει και αυτό- εν τούτοις η ίδια η πρακτική του τουρκο-κοινοτικού διαλόγου, διαλαμβάνει ουσιαστικά και τυπικά στοιχεία, που όχι μόνο δεν μπορεί να παρακαμφθούν από την Αγκυρα, αλλά και εξ ανάγκης η θεσμική τους δυναμική αποβαίνει αφ’ εαυτής πανηγυρική αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η αλήθεια -την οποία προς το παρόν θέλει να παρακάμπτει το τουρκικό κατεστημένο- είναι πολύ πιο απλή. Και τη διετύπωσε κατηγορηματικά, ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Λέγοντας ότι: ναι, η υπογραφή του Πρωτοκόλλου προεκτάσεως της Τελωνειακής Ενώσεως με τα δέκα νέα μέλη της E.E., συνεπάγεται αυτομάτως και αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κάτι που επαναλαμβάνουν και άλλοι ηγετικοί κύκλοι στην Αγκυρα.

Και άλλωστε είναι αυτονόητο. Οπως ακριβώς στον αντίποδα είναι αυτονόητη παραδοξότης και στρέβλωση της κοινής λογικής, η επιμονή ότι: ναι μεν υπεγράφη το Πρωτόκολλο, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγνώριση της «Ελληνοκυπριακής Διοικήσεως». Παρ’ όλο που καμιά «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση» δεν υπέγραψε τη Συνθήκη Προσχωρήσεως και καμιά τέτοια χώρα δεν εισήλθε ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ενσωματώθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία -κι αυτό είναι μη αναστρέψιμο- με τη σύνολή της επικράτεια. Των κατεχομένων εδαφών της διαλαμβανομένων. Κι επομένως, η επιστράτευση στρεβλώσεων όσον αφορά προσδιορισμούς, απλώς εκτροχιάζει την ίδια την τουρκική ενταξιακή πορεία. H οποία, εφ’ όσον προχωρήσει φυσιολογικά, θα περάσει αναποδράστως από τις ορθές κοινοτικές πρακτικές και τους ορθόδοξους κοινοτικούς προσδιορισμούς.

Γιατί, τελικά, οι συνομιλίες της Τουρκίας -όπως και οιωνδήποτε άλλων χωρών- διεξάγονται με τους «25». Οχι με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και απαιτείται υπογραφή και των «25» για κλείσιμο των κεφαλαίων. Οπόταν τι σημαίνει δεν αναγνωρίζεται μια χώρα, της οποίας όμως την υπογραφή θα δέχεται και θα χρησιμοποιεί τελικά η Αγκυρα ως εκ των ων ουκ άνευ ενδεικτικό προαγωγής;

Αυτό το ξέρουν καλά στην Αγκυρα. Και ξέρουν, όμως, ακόμη καλύτερα ότι: οδυνηρότερη δεν είναι η εξ ανάγκης σιωπηλή προς το παρόν αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οδυνηρότερη θα αποβεί -ως άμεσο παράγωγο της αναγνωρίσεως- η αποαναγνώριση του αποσχιστικού μορφώματος, που διά της λόγχης επέβαλε και διά της βίας συντηρεί στα Κατεχόμενα η Αγκυρα.

Οσο και αν αυτές, οι διαλεκτικές προσεγγίσεις και αποτιμήσεις των εξελίξεων, φαίνονται απλουστευτικές, εν τούτοις αντακλούν την πραγματικότητα. Και προδιαγράφουν το αναπόφευκτο σχετικά με το πλέγμα των εξελίξεων, που αφορούν αφ’ ενός τις τουρκο-κοινοτικές σχέσεις και προοπτικές. Και αφ’ ετέρου το Κυπριακό, που ήδη αποβαίνει μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα. Είτε το επιθυμούν οι εταίροι στην Κοινότητα. Είτε το απεύχονται.

Οι παραινέσεις

Και υπό το φως αυτών των συλλογιστικών, δεν είναι καθόλου παράδοξες οι αναδυόμενες ευρωπαϊκές παραινέσεις προς τη Λευκωσία να αποβεί εμπροσθοφυλακή των δικών τους επιθυμιών να ανακόψουν την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Ούτε και των επιθυμιών άλλων να επιταχυνθούν διαδικασίες επιλύσεως του Κυπριακού, ώστε να αποτραπούν κρισιμότερες επιπλοκές. Και αυτές οι τάσεις οδηγούν σε σοβαρές εξελίξεις στο άμεσο μέλλον. Που οι πολιτικές ηγεσίες στα δύο κρατικά κέντρα του Ελληνισμού, στη Λευκωσία δηλαδή και στην Αθήνα, πρέπει να συνεκτιμήσουν και να διαχειριστούν στρατηγικά. Προκειμένου και ανεπιθύμητες τροπές να προλάβουν. Και αξιοποίηση των νέων δυναμικών που αναδύονται να επιτύχουν.

Κάτι που απαιτεί και ρεαλιστική αντίληψη για ιστορικούς συμβιβασμούς και αποφασιστικότητα ταυτόχρονα, ώστε να μην περάσουν λύσεις ασύμβατες με τις ευρωπαϊκές αξίες και τους κώδικες του κοινοτικού κεκτημένου.

* O κ. A. Λυκαύγης είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας της Κύπρου στην Ελλάδα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή