Στερεότυπα στη δημοσιογραφική γλώσσα

Στερεότυπα στη δημοσιογραφική γλώσσα

7' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θανάσης Νάκας, Ζωή Γαβριηλίδου: «Δημοσιογραφία και Νεολογία. Τίτλοι-ευρήματα για θέματα-εκπλήξεις». Εκδόσεις Πατάκη, 2005, σελ. 368.

Διαβάζοντας τον τίτλο «Δημοσιογραφία και Νεολογία», μάλλον δύσκολα οδηγούμαστε στη σκέψη ότι ήδη στις λέξεις που τον απαρτίζουν επαληθεύεται κατά κάποιο τρόπο το φαινόμενο που μελετούν οι σελίδες του τόμου τον οποίο ονομάζει, δηλαδή η διά της δημοσιογραφίας γλωσσογονία και παραγωγή νεολογισμών. Οι όροι «δημοσιογραφία» και «νεολογία» ακούγονται τόσο αρχαίοι, τόσο «αυτοφυείς», όσο και ο σύνδεσμος «και» που τις φέρνει εις γάμου κοινωνίαν. Κι όμως. H λέξη «νεολογία» είναι του 1759, η δε «δημοσιογραφία» γεννήθηκε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 1852. Ας προστεθεί ότι ο υπότιτλος του βιβλίου, «Τίτλοι-ευρήματα για θέματα-εκπλήξεις», πραγματώνει, πιθανόν με φιλοπαίγμονα πρόθεση, αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της μελέτης, τη δημιουργία παραθετικών συνθέτων.

Δεν είναι καινούργια η απορία που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι λέξεις απολύτως αναγκαίες για τη συνεννόησή μας, για την ανάπτυξη της σκέψης και την εκδίπλωση των αισθημάτων μας, δεν είναι τόσο παλιές όσο νομίζουμε (ή, ενίοτε, όσο θα θέλαμε να νομίζουμε, για λόγους ιδεολογικούς ή ιδεοληπτικούς). Κατά βάθος πρόκειται για το άλλο όνομα της απορίας που προκαλεί η συνειδητοποίηση της ατελεύτητης παραγωγικής ικανότητας μιας γλώσσας που συχνά σπεύδουμε να την κηρύξουμε φθαρμένη ή και ήδη νεκρή και να της κάνουμε το μνημόσυνο, ενώ αυτή η πεισματάρα πορεύεται ζωηρότατη. Με τον αρμοδιότερο τρόπο συνόψισε την απορία αυτή ο Στέφανος Κουμανούδης, προλογίζοντας τη θαυμαστή «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ΄ ημάς χρόνων». Σημειώνει λοιπόν εκεί ο αποθησαυριστής, που, όπως έγραφε ο Κ.Θ. Δημαράς, «κρίνοντας από τις συγκεκριμένες παραπομπές (σε εφημερίδες, ιδίως, του καιρού του) […] απέθανε με το κοντύλι στο χέρι»:

«Τη 31 Ιουλίου ανέγραψα ώδε εκ της B συναγωγής μου: διακλάδωσις/ διακλυδώνισις/ διακύμανσις/διακωμώδησις/ διαλεύκανσις /διαμαρτύρησις/διαμετακόμισις/διαπαιδαγώγησις/ διαπλάνησις/ διαπραγμάτευσις/ […] επίπλωσις/επιμήκυνσις/επίδρασις/ εξανυπόσχεσις/ εξαρχάισις/ εξασθένησις/εξάσκησις» κτλ. Μακρότατος ο κατάλογος, υποχρεώνει τον Κουμανούδη να αναρωτηθεί: «Οταν λάβη τις υπ΄ όψιν τας ως άνω σημειωμένας δύο μόνον στοιχείων λέξεις ότι κατεσκευάσθησαν παρ΄ ημών εν τη τελευταία εκατονταετηρίδι και χωρίς των οποίων δεν ημπορούμεν ουδέ εν μικρόν πολιτικόν ή κοινωνιολογικόν άρθρον να γράψωμεν, θέλει νομίζω απορήσει και ερωτήσει· πώς λοιπόν πρότερον εξεφραζόμεθα; είχομεν γλώσσαν εκφραστικήν των ιδεών μας ή εστερούμεθα όλως αυτής;»

Από τους 70.000 νεολογισμούς που κατέγραψε ο Κουμανούδης πολλοί (η «δυστυχηματαπόδειξις» λ.χ. ή η «εξυπανυπόσχεσις») δεν άντεξαν στο χρόνο. Μπορούμε όμως να φανταστούμε την ομιλία και τη γραφή μας χωρίς τη «διαπραγμάτευση», τη «διαφώτιση», την «επανίδρυση» ή την «εκκρεμότητα», χωρίς τις πάμπολλες λέξεις που πλάστηκαν από λόγιους, και δημοσιογράφους λόγιους, οι οποίοι, για να το πούμε σχηματικά, έβλεπαν κι άκουγαν ταυτόχρονα προς τη Δύση και προς την ελληνική αρχαιότητα;

Κι αφού βρισκόμαστε στην περιοχή των υποθέσεων, μπορούμε να φανταστούμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, σε έκταση και σε είδος, μιας νέας Συναγωγής, στα ίχνη της κουμανούδειας, αν βρισκόταν βεβαίως γραμματικός πρόθυμος να διεξέλθει μυριάδες σελίδες για να εντοπίσει και να απανθίσει τα νεολογικά δημιουργήματα του 20ού αιώνα και του βρεφικού 21ου; Δεν είναι ανάγκη να ισχύσει εν προκειμένω η περίφημη στιχουργημένη ρήση του Κωνσταντίνου Ασώπιου, «Οστις γονείς εφόνευσεν, όστις θεόν υβρίση, / λεξικογράφος ας γενή, ίν΄ άφεσιν ελπίση». Θα πρέπει πάντως ο «νέος Κουμανούδης» να είναι εφοδιασμένος με ασκητικό φρόνημα, κυρίως δε να είναι πεπεισμένος ότι το διάβημά του δεν θα αποβεί «αγάπης αγώνας άγονος», αλλά ότι θα βρει αρκετούς νόστιμους καρπούς να δρέψει στις πρόσφατες δημοσιογραφικές σελίδες.

Ακόμα και ο αυστηρότερος κριτής της συγκαιρινής μας δημοσιογραφίας, δεν θα βιαζόταν να τη χαρακτηρίσει παντελώς άγλωσση και άγονη. H δημοσιογραφική σελίδα, στη σύνταξη της οποίας συμβάλλουν επαγγελματίες συντάκτες αλλά και λόγιοι κάθε είδους ως εξωτερικοί συνεργάτες, παραμένει εργαστήριο και δοκιμαστήριο ταυτόχρονα, ένα εργαστήριο που δεν έχει το χρόνο με το μέρος του, αφού εκθέτει αμέσως τα προϊόντα του, υποβάλλοντάς τα στη δημόσια κρίση. Ενας νέος όρος που εισάγεται στην αγορά διά της δημοσιογραφίας και όχι διά της λογοτεχνίας έχει νομίζω περισσότερες πιθανότητες, με την επαναλαμβανόμενη χρήση του, να γίνει κάποια στιγμή κοινό κτήμα. H δημοσιογραφική σελίδα είναι εξ ορισμού ανοιχτή· η λογοτεχνική, ακόμα και η δημοφιλέστερη, παραμένει εν πολλοίς κλειστή και τα γεννήματά της, με αυστηρότερα προσωπικό χαρακτήρα, είναι αρκετά πιο δύσκολο να γίνουν δημοτικά.

Η δημοσιογραφία εξακολουθεί να είναι συμπαραγωγός γλώσσας, μαζί με τη μετάφραση (εκεί, ιδίως στη μεταγλώττιση φιλοσοφικών και επιστημονικών εγχειριδίων, οι ανάγκες είναι όντως μεγάλες) αλλά και τη διαφήμιση, έστω κι αν αυτή η τελευταία είναι προσανατολισμένη στην κατασκευή λεκτικών πυροτεχνημάτων. H αλήθεια είναι, όσο καταλαβαίνω, ότι σήμερα το ιδεολογικής καταγωγής αίτημα για τη δημιουργία νέων λέξεων έχει υποχωρήσει. Μια δεύτερη αλήθεια είναι ότι η γλωσσική παραγωγή, στη δημοσιογραφία και την πολιτική, επιβιβάζεται συνήθως σε ένα συρμό δύο βαγονιών, όπου το δεύτερο βαγόνι είναι μονότονα η «-ποίηση» («ανωτατοποίηση», «αυστηροποίηση», κ.ο.κ.). Υπάρχουν όμως και άλλες νεολογικές αποτυπώσεις, ιδίως στον γραπτό Τύπο, αφού ο ηλεκτρονικός δεν έχει μνήμη (ούτε γλωσσική) και δεν καλλιεργεί τη συλλογική μνήμη, και το μόνο ίσως που του «οφείλουμε» είναι η επαναφορά στο προσκήνιο, δίκην ψηφιακού φαντάσματος, της άνω τελείας («ας βάλουμε εδώ μια άνω τελεία»).

Τα δημοσιογραφικά γλωσσικά αποτελέσματα, συχνά είναι τυχαία και αυθόρμητα και δεν απορρέουν από φιλολογικά βαθύτερη σκέψη, αλλα προκύπτουν σαν «τέκνα της ανάγκης» που χαρακτηρίζονται από κυμαινόμενη ωριμότητα. Μολαταύτα, τα δημιουργήματα ενός λόγου που εξ ιδιοσυστασίας είναι υποχρεωμένος να δοκιμάζει και να πειραματίζεται, χωρίς πολλή αργοπορία, για να καλύψει τα σημασιολογικά κενά που ποτέ δεν παύουν να εμφανίζονται, οφείλει πιστεύω να τα επισκέπτεται και να τα αξιοποιεί περισσότερο απ΄ ό,τι ώς τώρα η φιλολογία και η λεξικογραφία, με ανοιχτό μυαλό, κυρίως δε, κι ας ακούγεται παράταιρα αισθηματικό αυτό, με ανοιχτή καρδιά. Για να ερμηνεύσει τους μηχανισμούς τους, να τα κωδικοποιήσει και, αν το κρίνει, να τα υιοθετήσει και να τα προτείνει πλέον συστηματικά και υπεύθυνα στον μαζικό χρήστη. O δημοσιογραφικός λεξιπλαστικός αυτοσχεδιασμός, όσο ευρηματικός κι αν είναι, δύσκολα επιβάλλεται δίχως την επιστημονική αναδοχή του.

Μιας τέτοιας ευαίσθητης λογικής αποτέλεσμα είναι το βιβλίο «Δημοσιογραφία και Νεολογία», που το συνυπογράφουν ο Θανάσης Νάκας, καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και η Ζωή Γαβριηλίδου, επίκουρη καθηγήτρια Ελληνικής Γλώσσας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου της Θράκης. Στις σελίδες του αποδελτιώνονται λεξικογραφικώς αθησαύριστα παραθετικά πολυλεκτικά σύνθετα (του τύπου «ταξίδι-αστραπή», «αυξήσεις-σοκ» κ.ο.κ), που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια «στον γραπτό λόγο (κυρίως τον δημοσιογραφικό, τον διαφημιστικό, τον επιστημονικό, λιγότερο τον λογοτεχνικό»). Οι μελετητές αναζητούν τις ελληνικές ή ξένες ρίζες του φαινομένου, ταξινομούν τα ευρήματά τους και προσδιορίζουν την ποικιλία της μορφής και της ορθογράφησής τους, ποικιλία οφειλόμενη στον εμπειρικό ή αυτοσχεδιαστικό τρόπο με τον οποίο «επιλύει» αυτού του είδους τα προβλήματα η δημοσιογραφική πρακτική. Επιπλέον οι συγγραφείς σχολιάζουν τη λειτουργία των συνθέτων αυτών, υπογραμμίζοντας ότι επιστρατεύονται για να «εξυπηρετήσουν τη ρητορική των τίτλων», αφού, σαν «παρομοιωτές», «ενισχυτές» ή «ποιοτικοί “εκτιμητές”», «συμβάλλουν στην “ηχηρότητα” των τίτλων αλλά και στην “παραστατικότητα”».

Εχει πάντοτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εξωδημοσιογραφική, γλωσσολογική εκτίμηση των προϊόντων της δημοσιογραφικής γλώσσας, έστω κι αν ο εκτός των MME εκτιμητής δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να γνωρίζει πάντοτε ορισμένες από τις προϋποθέσεις ή τους όρους (χρονικούς και ψυχολογικούς) της παραγωγής της. Αρκετά συχνά αυτό που φαίνεται εσκεμμένο και συνειδητό δεν είναι παρά αμέθοδο αποτέλεσμα του χρονικού εκβιασμού, ενώ ό,τι φαντάζει ευρηματικό, μπορεί να υπαγορεύεται από τη ράθυμη αναπαραγωγή του ίδιου τιτλοδοτικού μοντέλου.

Για τη σύνθεση του υλικού υπήρξε ευεργετική η πρόνοια των συγγραφέων να αναζητήσουν λήμματα όχι μόνο στις πολιτικές εφημερίδες αλλά και στις αθλητικές, καθώς και στις αθλητικές στήλες των πολιτικών φύλλων. H αθλητικογραφία πρωτοπορεί χρόνια τώρα στην αναζήτηση ευρηματικών λογοπαικτικών τίτλων λειτουργώντας συχνά λειτουργεί σαν παράδειγμα για τον πολιτικό Τύπο, που άρχισε να συμμετέχει με πολύ μεγαλύτερη ζέση στο παιχνίδι της έκπληξης αφότου έγινε ταμπλόιντ. Ας προστεθεί ότι η παράθεση του σώματος του υλικού, όπου κάθε λήμμα ακολουθείται από εκτενή περικοπή του σχετικού ρεπορτάζ, λειτουργεί σαν μικροϊστοριογραφία, σαν μια αθέλητη ίσως «ιστορία σε ψίχουλα», έτσι όπως διασώζει την καταγραφή ποικίλων συμβάντων του δημόσιου βίου, τα οποία στον καιρό τους φάνταζαν συγκλονιστικά, για να ξοδέψει τάχιστα τη σημασία τους ο χρόνος.

Ακρως ωφέλιμη είναι η απόφαση των συγγραφέων να παραθέσουν σε πίνακες τα σύνθετα της Συναγωγής τους, μαζί με τα αριθμητικά δεδομένα της συχνότητας με την οποία εμφανίζονται. Τα δεδομένα αυτά διευκολύνουν τις στατιστικές συγκρίσεις αλλά και πιθανές αξιολογήσεις φιλολογικού, κοινωνιολογικού ή και ιδεολογικού περιεχομένου. H λέξη «μαϊμού» λ.χ. πρωτεύει άνετα σε εμφανίσεις ως δεύτερο συνθετικό, και οι μελετητές συνδέουν την πρωτιά αυτή «με τη γενικότερη νοοτροπία του Ελληνα». Οπωσδήποτε η άποψη αυτή, και ακριβώς επειδή μοιάζει αυτονόητη, θα χρειαζόταν εκτενέστερη επιχειρηματολογία. Δεν είναι φυσικά άνευ σημασίας η επικράτηση της «μαϊμούς», όπως δεν είναι ουδέτερο το γεγονός ότι από τις 29 λέξεις που εμφανίζονται σαν δεύτερο συνθετικό σε τέτοιου είδους λεξικές συνάψεις που έχουν σταθερό πρώτο συνθετικό τη λέξη «γυναίκα», η μία στις τρεις, τουλάχιστον, έχει απαξιωτικό περιεχόμενο («γυναίκα αίνιγμα/αράχνη/αρπακτικό/δαίμονας/δηλητήριο/κότα/ παγίδα»…). Το αυθόρμητο και το αντανακλαστικό, καθώς και η πνευματικώς ανέξοδη προσφυγή στο ετοιματζίδικο, στο «φορμουλαϊκό», μάς αποκαλύπτουν πάντοτε βαθύτερα. Το παρόν βιβλίο είναι χρήσιμο και ως προς αυτό, αφού συμβάλλει να κατανοήσουμε πότε οι «τίτλοι- ευρήματα» υπηρετούν αυθεντικές ανάγκες και αποκαλύπττουν γλωσσική δημιουργικότητα και πότε συνιστούν μηχανιστική αναπαραγωγή ενός ήδη φθαρμένου μοντέλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή