Η Ουλρίκε Μάινχοφ επιστρέφει

Η Ουλρίκε Μάινχοφ επιστρέφει

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής και αμηχανίας και στη συνέχεια ένα δειλό χειροκρότημα που γινόταν ολοένα και πιο δυνατό, μέχρι που κάποιοι θεατές φώναζαν όρθιοι μπράβο. Η «Ουλρίκε Μάινχοφ» η σκηνοθετημένη για πρώτη φορά παράσταση το 1990 στη Βρέμη, λίγο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, μόλις είχε τελειώσει. Ο Αυστριακός χορογράφος και σκηνοθέτης Γιόχαν Κρέσνικ, ο οποίος τα τελευταία χρόνια διευθύνει το τμήμα χοροθεάτρου της Οπερας της Βόννης, είχε καταφέρει για άλλη μια φορά να διχάσει κοινό και κριτικούς με ένα εντυπωσιακό κολάζ εικόνων, μεταφέροντας επί σκηνής τη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας μέσα από το πορτρέτο της Ουλρίκε Μάινχοφ, μιας εκ των ιδρυτικών μελών της RΑF.

Κομμάτι της ιστορίας

Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τότε που η Μάινχοφ βρέθηκε νεκρή στο κελί της στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Σταμχάιμ της Στουτγάρδης.

Η τέχνη στη Γερμανία ασχολείται το τελευταίο διάστημα με την τρομοκρατία. Πέρυσι με τη μεγάλη έκθεση στη γερμανική πρωτεύουσα για τη RAF και μια σειρά θεατρικών παραστάσεων και φέτος με τη νέα πρεμιέρα στην Οπερα της Βόννης. «Γιατί;», ρωτήσαμε τον Γιόχαν Κρέσνικ. «Γιατί είναι σημαντικό», μας απαντά. «Είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της Δυτικής Γερμανίας και πρέπει να το παρουσιάσουμε. Στην τηλεόραση υπάρχουν πολλά ρεπορτάζ. Πέρυσι παρουσίασα στη Στουτγάρδη ένα κομμάτι για την άλλη συνοδοιπόρο της Μάινχοφ, την Γκούντρουν Ενσλιν. Η RAF έπαιξε ένα σημαντικό κομμάτι στην ιστορία της Δυτικής Γερμανίας και την άλλαξε. Σήμερα οι νέοι δεν γνωρίζουν αυτήν την ιστορία. Ερχονται σχολεία στις πρόβες και τα παιδιά δεν έχουν ιδέα ποια ήταν η RAF. Πρέπει λοιπόν και πάλι να υπενθυμίσουμε αυτήν την ιστορία».

Η κοινωνία άλλαξε

Κοστουμαρισμένοι κύριοι και κομψές κυρίες σέρνονται σαν σκουλήκια στη σκηνή της Οπερας της Βόννης, ανάμεσα σε σωρούς σκουπιδιών από πλαστικές λευκές συσκευασίες για χάμπουργκερ. Εχουν σπασμούς, τρώνε με βουλιμία, μπουκώνονται καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες. Στο τέλος σκάνε και κάνουν εμετό. Μια γυναίκα με καφέ παντελόνι και καμπαρντίνα περπατάει ανάμεσά τους και τους παρατηρεί. Λίγο αργότερα θα πάρει τη θέση της στο βάθος της σκηνής σε ένα λευκό κελί. Το πρόσωπό της είναι καλυμμένο με το γιακά της καμπαρντίνας. Δεν θέλει πια ούτε να ξέρει ούτε να βλέπει. Η Ουλρίκε Μάινχοφ έχει ξαναέρθει στη ζωή για να παρακολουθήσει την κοινωνία που ήθελε να αλλάξει και που μέχρι ένα βαθμό την άλλαξε. Και την άλλαξε γιατί από τη μια πλευρά ενισχύθηκε το αστυνομικό κράτος στη Γερμανία και από την άλλη πλευρά ανάγκασε την αριστερά να επανατοποθετηθεί.

Στην άκρη της σκηνής μια άλλη Μάινχοφ θα παίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα βιολί. Η μικρή Ουλρίκε αγαπούσε τη μουσική και μάθαινε βιολί. Γεννήθηκε το 1934 στο Ολντενμπουργκ και ανατράφηκε χριστιανικά. Ο πατέρας ήταν διευθυντής του δημοτικού μουσείου και πολέμιος των ναζί. Ανήκε στην αντιστασιακή εκκλησιαστική ομάδα «Bekennenden Kirche». Η μητέρα προέρχεται από οικογένεια Σοσιαλδημοκρατών. Το 1940 ο πατέρας θα πεθάνει από καρκίνο και η μητέρα θα μεγαλώσει μόνη της τις δυο της κόρες, ενώ παράλληλα θα αρχίσει να σπουδάζει. Θα πεθάνει όμως και η μητέρα το 1949 και την ανατροφή των παιδιών θα αναλάβει η Ρενάτε Ρίμεκ, επιστήθια φίλη της. Η Ουλρίκε θαυμάζει απεριόριστα τη δυναμική και μορφωμένη θετή της μητέρα και θέλει να της μοιάσει. Από μικρή διακρίνεται η κλίση της στα γράμματα αλλά και στους κοινωνικούς αγώνες. Θα σπουδάσει ψυχολογία, παιδαγωγικά και ιστορία της τέχνης στο Μάρμπουργκ και στο Μύνστερ.

Ο δρόμος του ένοπλου αγώνα

Αργότερα θα μετακομίσει στο Αμβούργο όπου θα γνωριστεί με τον Ράινερ Ρολ, εκδότη του περιοδικού Konkret, με τον οποίο θα παντρευτεί το 1961 και θα αποκτήσουν δυο παιδιά. Εξι χρόνια μετά θα χωρίσουν και η Μάινχοφ θα μετακομίσει με τα παιδιά στο Βερολίνο. Εκεί θα γνωριστεί με τον Αντρέα Μπάαντερ και την Γκούντρουν Ενσλιν, επίσης ιδρυτικά μέλη της RAF, τους οποίους θα φιλοξενήσει, ενώ αυτοί έχουν περάσει στην παρανομία. Αργότερα θα συμμετάσχει σε μια εντυπωσιακή απελευθέρωση του Μπάαντερ. Η Μάινχοφ είναι πλέον 36 χρόνων και ο δρόμος του ένοπλου αγώνα και της παρανομίας θα γίνει γι’ αυτήν μονόδρομος. Στις 15 Ιουνίου του 1975 θα συλληφθεί ύστερα από μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων στη Φρανκφούρτη και στη Χαϊδελβέργη με νεκρούς και τραυματίες. Εννέα μήνες θα μείνει στην απομόνωση, ενώ στις 16 Μαΐου του 1976 βρίσκεται νεκρή στο κελί της. Οι αρχές κάνουν λόγο για αυτοκτονία, οι συγγενείς και τα αποτελέσματα μιας αυτοψίας αργότερα αμφισβητούν την επίσημη εκδοχή.

Επί σκηνής η Μάινχοφ παλεύει με τον εαυτό της και την κοινωνία, μια κοινωνία που ξεχειλίζει από το λίπος του εφησυχασμού. Εκείνη την εποχή η Γερμανία ακούει ελαφρά τραγουδάκια, έχει ανακαλύψει τις διακοπές στην Ιταλία και δεν λέει κουβέντα για το ναζιστικό παρελθόν της. Παράλληλα όμως είναι η εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων και της μετανάστευσης, των οικονομικών εργατών που στοιβάζονται στα εργοστάσια.

Στην Οπερα της Βόννης δύο επόπτες με στολές ναζί περικυκλώνουν ένα Τούρκο μετανάστη. Τον κυνηγούν, τον χλευάζουν, τον παγιδεύουν με τα σώματά τους και προσπαθούν να τον συνθλίψουν. Με παρόμοιο τρόπο, ένα ζευγάρι απίστευτα υπέρβαρων Βαυαρών, σύμβολο του γερμανικού συντηρητισμού, ταπεινώνει τη Μάινχοφ. Ο ένας την πετάει στον άλλο, τη βιάζουν, την πλακώνουν και τη λιώνουν με το βάρος των σωμάτων τους. Η Μάινχοφ πιστεύει πως δεν έχει άλλη διέξοδο από τον ένοπλο αγώνα.

Δολοφονίες και απαγωγές

Ο αγώνας όμως της Μάινχοφ και της RAF σήμαινε νεκρούς και τραυματίες. Συγγενείς που μέχρι σήμερα πρέπει να ζήσουν με αυτόν τον πόνο που προκλήθηκε αιφνίδια και για ακατανόητους γι’ αυτούς ίσως λόγους. Πόσο το έλαβε υπ’ όψιν του στη σκηνοθεσία της παράστασης, ρωτήσαμε τον Γιόχαν Κρέσνικ. «Καταδικάζω απερίφραστα αυτόν το δρόμο των δολοφονιών και των απαγωγών που επέλεξε η RAF», μας απαντά. «Εκεί δεν χωράει καμία συζήτηση, παρόλο που όλο αυτό ξεκίνησε σαν μια αντίδραση στα χρόνια των φοιτητικών εξεγέρσεων, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και των νόμων εκτάκτου ανάγκης που είχε υπογράψει ακόμα και ο Βίλι Μπραντ. Πολλοί είδαν τότε την ανάγκη να περάσουν στην παρανομία, αλλά πολιτική με δολοφονίες και τέτοιου είδους μέσα είναι σαφώς απαράδεκτη».

Απαράδεκτη επί σκηνής είναι πάντως για τον Κρέσνικ και η στάση του κράτους. Παρουσιάζει τις αστυνομικές αρχές σαν χασάπηδες. Θα κρεμάσουν τη Μάινχοφ σε τσιγκέλια σαν ένα κομμάτι κρέας. Θα τη βάλουν σε ένα χειρουργικό τραπέζι και άγρια σκυλιά θα τη μυρίζουν. Θα ξεγυμνώσουν τους συντρόφους της, θα τους στήσουν στον τοίχο, θα τους απολυμάνουν και θα τους ξεπλύνουν με νερό.

Ετσι σαν μια καθαρή Γερμανίδα θα πεθάνει και η Μάινχοφ. Στην τελευταία σκηνή θα την κλείσουν σε ένα γυάλινο φέρετρο, ενώ οι ξανθές κοτσίδες και το κολλαρισμένο ολόλευκο πουκάμισο που της φορούν παραπέμπουν στην εποχή του εθνικοσοσιαλισμού. Ο γερμανικός ύμνος παιανίζει «Deutschland ­ber alles» («Η Γερμανία πάνω από όλα»)!

Δυνατό χειροκρότημα

Η αυλαία θα πέσει και ο Κρέσνικ, στη σαραντάχρονη σχεδόν πορεία του, θα έχει δημιουργήσει άλλη μια παράσταση που θα διχάσει κοινό και κριτικούς. Θα την αποκαλέσουν παρωχημένη, θα την κατηγορήσουν ότι δεν κατάφερε να γεμίσει τα καθίσματα ούτε στην πρεμιέρα, αλλά θα παραδεχθούν πως το χειροκρότημα ήταν δυνατό. Οπως κατά τη γνώμη μας δυνατή, γεμάτη σφρίγος, φαντασία και ευαισθησία ήταν η σκηνοθεσία του. Σίγουρα μια έξυπνη επιλογή μιας μεγάλης κρατικής σκηνής να παρουσιάσει ένα τόσο δύσκολο θέμα. Ενα έργο που παρά τις όποιες ενστάσεις δεν αντιμετωπίστηκε από το κοινό με υστερία, όπως ίσως να συνέβαινε κάπου αλλού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή