Η εικόνα της άλλης Αμερικής

Η εικόνα της άλλης Αμερικής

5' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Γκόρντον Παρκς, που πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 93 ετών, υπήρξε συνθέτης, συγγραφέας, ποιητής και σκηνοθέτης. Από την ιδιότητά του την τελευταία η πιο διάσημη ταινία του είναι το «Σαφτ»· αν όμως αναζητήσει κανείς μέσα σε ολόκληρη την πολύμορφη δημιουργία του τα πράγματα αυτά που θα μείνουν ως άφθαρτη κληρονομιά του, είναι οι φωτογραφίες του. Εκεί η δραστηριότητά του υπήρξε πολύ εκτεταμένη. Ανικανοποίητος να είναι απλώς ένας πολύ καλός ντοκιμαντερίστας ή ακόμη πρότυπο για τους μαύρους φωτογράφους των ΗΠΑ, έκανε πολύ ξεχωριστή δουλειά και στον χώρο της μόδας και επιπλέον τράβηξε τα πιο χαρακτηριστικά φωτογραφικά πορτρέτα του Μοχάμεντ Αλι και του Ντιουκ Ελινγκτον. Φωτογραφίες που εντυπώθηκαν ως εικόνες στη συλλογική συνείδηση.

Με κοινωνική συνείδηση

Ο Παρκς πρωτόπιασε φωτογραφική μηχανή όταν την επέλεξε ως το όπλο του εναντίον αυτών που μίσησε περισσότερο στη ζωή του και μέσα στην κοινωνία που έζησε. Τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία, τη φτώχεια. Και τα τρία τα γνώρισε πάρα πολύ καλά.

Γεννημένος το 1912 στο Φορτ Σκοτ του Κάνσας, ο Γκόρντον Ρότζερ Αλεξάντερ Μπουκάναν Παρκς ήταν ο μικρότερος από τα 15 παιδιά της οικογένειάς του. H μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 15 ετών και γρήγορα βρέθηκε στον δρόμο με μόνο παραστάτη του τον ίδιο του τον εαυτό. Δουλεύοντας σε ένα τρένο ως σερβιτόρος βρήκε ένα πεταμένο περιοδικό που περιείχε φωτογραφίες του Ράσελ Λι και του Αρθουρ Ρόθστιν. Οι φωτογραφίες αυτές απεικόνιζαν τις φριχτές συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι μετανάστες εργάτες στην Αμερική. Τότε συνειδητοποίησε ότι και αυτός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία σαν όπλο στον πόλεμο κατά της αδικίας.

Την πρώτη του κάμερα την αγόρασε από ένα ενεχυροδανειστήριο του Σιάτλ, το 1937, και τότε ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι που τον έφερε στους κόλπους της διάσημης Φαρμ Σεκιούριτι Αντμινιστρέισιον (FSA) του Ρόι Στράικερ, την οποία είχε ιδρύσει η αμερικανική κυβέρνηση για να αποτυπώσει τη φτώχεια την ενδημούσα σε ολόκληρη τη χώρα. Εκεί πολλοί καλλιτέχνες του φακού δημιούργησαν την τέχνη και το όνομά τους και μεταξύ τους ο Παρκς απέληξε ως ένας από τους σπουδαιότερους φωτορεπόρτερ του καιρού του.

Για ένα διάστημα χρημάτισε ως ο πρώτος μαύρος φωτογράφος του Στρατιωτικού Γραφείου Πληροφοριών. Και επί 20 χρόνια ανήκε στο φωτογραφικό επιτελείο του περιοδικού «Λάιφ». Το «Αμέρικαν Γκόθικ», η εικόνα μιας μαύρης καθαρίστριας όρθιας μπροστά σε μια αμερικανική σημαία με μια σκούπα στο ένα χέρι και ένα σφουγγαρόπανο στο άλλο, είναι η φωτογραφία που ταυτίστηκε με το όνομά του. Την τράβηξε την πρώτη μέρα που έφθασε στην Ουάσιγκτον, το 1942. O Στράικερ τού είπε να βγει και να τριγυρίσει στην πόλη για να τη γνωρίσει. O νεαρός φωτογράφος έμεινε κατάπληκτος από τη μισαλλοδοξία και τις διακρίσεις που συνάντησε μπροστά του. «Τα εστιατόρια των λευκών με ανάγκαζαν να μπαίνω από την πίσω πόρτα, τα θέατρά τους δεν με άφηναν καν να πλησιάσω την πόρτα τους και όσο περνούσε η μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο», θυμόταν ο ίδιος αργότερα για την εμπειρία του εκείνη.

Ο Στράικερ τον συμβούλευσε να μιλήσει με πιο γέρους μαύρους που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους στην Ουάσιγκτον και να ακούσει από αυτούς πώς είχαν αντιμετωπίσει -και αντιμετώπιζαν- τον ρατσισμό. Ετσι, συνάντησε την Ελα. H Ελα Γουότσον ήταν η μαύρη καθαρίστρια που σκούπιζε τις σκάλες στο κτίριο της FSA. O Παρκς τη ρώτησε για τη ζωή της και κατόπιν της ζήτησε να τη φωτογραφήσει. Οταν εκείνη δέχθηκε, ο Παρκς τράβηξε την πιο αξιομνημόνευτη φωτογραφία της ζωής του.

«Δύο μέρες αργότερα, ο Στράικερ είδε την εικόνα και μου είπε ότι η ιδέα μου ήταν σωστή, αλλά θα οδηγούσε στην απόλυση όλων των φωτογράφων του FSA – η εικόνα της Ελα ήταν κατηγορητήριο κατά της Αμερικής. Νόμισα ότι η φωτογραφία εγκαταλείφθηκε, ώσπου την είδα μια μέρα ξαφνικά στο εξώφυλλο της «Ουάσιγκτον Ποστ». Αυτό που δεν κατάλαβε τότε ο Παρκς ήταν πως η φωτογραφία του θα γινόταν σύμβολο του αγώνα για ανθρώπινα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Αμερική. O Βρετανός φωτογράφος Λάρι Ντάνσταν, που είδε για πρώτη φορά φωτογραφίες του Παρκς στο κολέγιο, θυμάται πως σε μια αποστολή του στην Ουάσιγκτον, χρόνια αργότερα, συνάντησε απόηχους του «Αμέρικαν Γκόθικ». «Επισκεφθήκαμε το Κογκρέσο», λέει, «και στο ισόγειο ήταν τόσα μαύρα πρόσωπα που δεν μπορούσα να το πιστέψω – ήταν οι φρουροί ασφαλείας και παρόμοια. Μετά ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και τα μαύρα πρόσωπα ήταν λιγότερα. Ανεβήκαμε ένα πάτωμα ακόμη, εκεί που βρίσκονται όλα τα σπουδαία πρόσωπα και μαύρη μορφή εκεί δεν ήταν καμία». Αλλά, σημειώνει ο Ντάνσταν, ο Παρκς του δίδαξε ακόμη ότι μπροστά στη σκληρή δουλειά και το ταλέντο, το χρώμα έπαυε να είναι εμπόδιο για την επιτυχία.

Ο Αντριου Γουίλιαμς, ένας άλλος νέος, διακεκριμένος μαύρος Βρετανός φωτογράφος, θυμάται ότι όταν πήγε να δουλέψει στη Νέα Υόρκη στη δεκαετία του 1990, έβλεπε τον εαυτό του ως πρωτοπόρο. Εργαζόταν στα ίδια περιοδικά όπως ο Παρκς, καλύπτοντας φωτογραφικά παρόμοια θέματα· και τότε ανακάλυψε ότι ο Παρκς είχε κάνει τα πράγματα που έκανε αυτός πριν από δεκαετίες και επιπλέον ότι ζούσε μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Τελικά, ο Γουίλιαμς συνάντησε τον Παρκς μόνο μια φορά και του εκμυστηρεύθηκε ότι εκείνος υπήρξε το πρότυπό του. «Το καλό που φέρνει ο θάνατός του», λέει τώρα ο Γουίλιαμς, «είναι ότι θα αναβιώσει το ενδιαφέρον για τη δουλειά του».

Ο Παρκς κάλυψε όλα τα μεγάλα θέματα του καιρού του και τράβηξε τα πορτρέτα ορισμένων μεγάλων προσωπικοτήτων. Ανάμεσά τους, τη φωτογραφία του καταϊδρωμένου Μοχάμεντ Αλι σε ένα γυμναστήριο του Μαϊάμι στη Φλόριντα όπου προπονούνταν για τον αγώνα του με τον Βρετανό πυγμάχο Χένρι Κούπερ. H φωτογραφία πάρθηκε μετά τον αγώνα, όπου ο Αλι κονιορτοποίησε τον αντίπαλό του με μια σειρά από καλομελετημένα, ακριβή, απανωτά χτυπήματα.

Ο Παρκς συχνά τριγύριζε και στο Χάρλεμ φωτογραφίζοντας τις συμμορίες των δρόμων. Στη συνέχεια φωτογράφισε τις ταραχώδεις συναντήσεις των Μαύρων Πανθήρων, στη δεκαετία του 1970. Πλάι σε αυτές τις σκληρές εικόνες, ήταν η δουλειά του για το «Βογκ», τα έξοχης λεπτότητας τοπία του και οι εξαιρετικές νεκρές φύσεις του, όπου το φως, το χρώμα και το σχήμα συμπληρώνονται αντιστικτικά. H φωτογραφία μιας πάμφτωχης οικογένειας έξω από μια παράγκα, σε μια παραγκούπολη, είναι κλασική στο είδος της. Πάρθηκε στο Πουέρτο Ρίκο το 1954, αλλά θυμίζει την προηγούμενη δουλειά του με το FSA και δείχνει πόσα έμαθε από τη σημαντική εκείνη περίοδο. H εικόνα έχει ένα απλό αλλά δραστικό πλαίσιο· το μικρό αγόρι στο προσκήνιο δίνει στη φωτογραφία μια αίσθηση ζωής, αλλά το γυμνό παράθυρο μοιάζει να ανοίγει στην απελπισία.

Η φωτογραφία του με το μπράτσο ενός ψαρά να ακουμπά σε δοκάρια και σχοινιά πάνω στο κατάστρωμα ενός σκάφους πάρθηκε σε ένα αλιευτικό πλοιάριο, έξω από την ακτή της Μασαχουσέτης και υπενθυμίζει ότι ο Παρκς δεν ενδιαφερόταν μόνο για τη φτώχεια των μαύρων. Το τατουάζ πάνω στο μπράτσο φέρνει στον νου ένα περιπετειώδη βίο και τα δοκάρια δείχνουν ότι το πλοιάριο μπορεί να μην είναι μόνο αλιευτικό. «Αγάπησα όλα τα είδη της φωτογραφίας», είπε κάποτε ο Παρκς. «Με κρατούσαν ζωντανό και σε αναζήτηση του πάντοτε διαφορετικού».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή