«Στο κελί σκέφτεσαι μόνο πώς θα βγεις»

«Στο κελί σκέφτεσαι μόνο πώς θα βγεις»

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Με το που γυρνάει το κλειδί στην πόρτα, το πρώτο που σκέφτεσαι είναι να βγεις. Τίποτε άλλο! Ο τρόπος δεν έχει τόση σημασία. Εσύ είσαι μέσα και οι άλλοι έξω. Αυτό φτάνει για να τρελαθείς». Ο Ε. Μπ. είναι παλιός ποινικός. Με χρόνια στην πλάτη του, πάνω από είκοσι. Σειρά αδικημάτων και ένας φόνος. «Η κακιά ώρα», λέει, αλλά δεν το πολυπιστεύει.

«Δεν το πίστεψαν και οι δικαστές και μου ‘δωσαν χρόνια. Από την πρώτη μέρα, σκέφτηκα την απόδραση. Αλλά δεν είχα κορασό. Κι έτσι, πέρναγε ο χρόνος. Εμαθα τη φυλακή, έκανα τη θητεία μου, βγήκα. Υπήρχε ένα κομπόδεμα απ’ τη μάνα μου κι ένα σπίτι. Ψευτοδουλεύω, ψευτοτρώω, ψευτοζώ. Με τσάκισε η θητεία…».

Η φυλακή. Τα σίδερα, οι φύλακες, ο περίβολος, οι φούρνοι, οι μέρες που «μετράνε» διπλές. Ολα, στη σειρά. Ολα κανονισμένα, ρυθμισμένα με το χρονόμετρο. «Τα τελευταία χρόνια άλλαξε η φυλακή. Εγινε όπως ο έξω κόσμος. Το έγκλημα εκσυγχρονίστηκε, ήρθανε κι οι ξένοι, που είχανε άλλη άποψη για την ανθρώπινη ζωή. Εγώ έφτασα στο έγκλημα για λόγους προσωπικούς. Δεν λέω ότι ήμουνα άγιος, αλλά σήμερα τα πράγματα έχουν πάρει άλλη τροπή. Στο φούρνο να πας και να ζητήσεις ένα καλάσνικοφ θα στο τυλίξουνε μαζί με τη φρατζόλα! Ετσι και βγει η Αστυνομία μ’ ένα μεγάλο μαγνήτη και κάνει μια βόλτα στην παραλιακή τη νύχτα, θα μαζέψει σιδερικά με τον τόνο. Βρωμάνε τα πιστόλια στην αγορά. Πέντε πέντε τα ‘χουνε οι μπράβοι στα μαγαζιά. Ασε που οι μισοί τα ‘χουνε τακιμιάσει με τους αστυνομικούς και τα μοιράζουνε. Ξαναγυρίσαμε στα χρόνια που δουλεύανε οι μπαρμπουτιέρες και οι τεκέδες. Αλλά τώρα όλα έχουνε «στυλ». Κι αντί για χασίσι μοιράζουνε κοκαΐνη. Εχουνε κάνει χρυσές δουλειές οι πλαστικοί απ’ τις σάπιες μύτες. Μέχρι χρυσές μύτες τους βάζουνε για να ρουφάνε ελεύθερα. Ολα όσα ονειρεύεται ένας παράνομος στον Κορυδαλλό, τα κάνουνε οι άλλοι έξω νόμιμα! Είναι να μην τρελαίνεσαι»;

Τα χέρια του κίτρινα απ’ τα τσιγάρα, χέρια άσπρα και δάχτυλα μακριά, που θυμίζουν πιανίστα ή πορτοφολά!

Ο ληστής με τις γλαδιόλες

– Εσείς, όμως, δεν αποδράσατε. Δεν σας ήρθε στο μυαλό ποτέ;

– Συνέχεια! Αλλά δεν είχα το κορασό που χρειάζεται. Οταν έφυγε ο Βενάρδος, είχα καταλάβει ότι θα την έκανε. Τον έβλεπα κι ήξερα ότι ήτανε ήδη έξω, ήτανε αλλού.

Ο Θόδωρος Βενάρδος! Ο «ληστής με τις γλαδιόλες»! Καταμεσής της χούντας, έγινε ήρωας! Εμπαινε στις τράπεζες με μια κοντόκαννη, έπαιρνε τα λεφτά απ’ το ταμείο, άφηνε ένα μπουκέτο λουλούδια κι έφευγε σαν κύριος. Πιάστηκε κι ο κόσμος στενοχωρήθηκε! Κανείς δεν είπε «μπράβο» στην Αστυνομία…

Οι εφημερίδες της εποχής τον είχαν «πρώτο θέμα» για καιρό. Δεν υπήρχαν δα και άλλα θέματα απ’ τη λογοκρισία. Τον έκλεισαν στον Κορυδαλλό, αλλά ο Θόδωρος ήταν για έξω! Το ‘σκασε ένα μεσημέρι, ενώ οι φυλακισμένοι έπαιζαν μπάλα. Επεσε το τόπι έξω απ’ τον τοίχο και ο Βενάρδος, που είχε γίνει «αρνάκι» στη φυλακή (έτσι νόμιζαν) βγήκε να το πιάσει και έγινε… Λούης! Συνελήφθη αργότερα, αλλά είχε ήδη γίνει μύθος! Η αδελφή του, η Ανίτα, μια πανέμορφη κοπέλα, προσπάθησε να γίνει «φίρμα λαϊκή». Τραγούδησε μέχρι και με τον Ζαμπέτα, αλλά δεν έπεισε.

Ο Ε. Μπ. φυσάει τον καπνό

«Στη φυλακή δεν κάπνιζα! Το άρχισα έξω, όταν είδα ότι ήμουνα ξένος! Είκοσι χρόνια στα σίδερα! Από δω κι από κει! Αν είχα φύγει θα ήμουνα μια χαρά! Δεν βλέπεις τον Παλαιοκώστα; Τον τρέφει ο μύθος του».

– Τον είχατε γνωρίσει;

– Οχι. Εγώ είμαι παλιότερος. Αλλά ξέρω πώς είναι αυτοί οι τύποι. Και τους καλεί ο υπουργός να παραδοθούν. Δεν είμαστε καλά! Ο Παλαιοκώστας είναι σήμερα ήρωας στα μέρη του. Κι έχει φτιάξει το μύθο του! Είναι έξω τόσα χρόνια και θα παραδοθεί τώρα να τον κλείσουνε στα σίδερα; Αν τον πιάσουνε θα κάνει τη θητεία του. Ασε που είναι και τυχερός και δεν έχει σε βάρος του φόνο. Παίζει με τα πιστόλια και τις χειροβομβίδες και δεν έχει σκοτώσει άνθρωπο. Θέλει κορασό αλλά θέλει και τύχη η μαγκιά. Οπως ο Ρωχάμης, που τους έφευγε όποτε ήθελε αλλά φόνο δεν είχε κάνει…

«Εχουνε μπέσα!»

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, από την Εύβοια, ήταν ένας ακόμη «θρύλος» των αποδράσεων. Σήμερα, τριάντα ένα χρόνια μετά, ζει μια ήσυχη ζωή στο Λευκαντί της Εύβοιας. Απέδρασε από τη Χαλκίδα, την Κέρκυρα και το Ηράκλειο. Κι όταν τον κυνηγούσαν οι αστυνομικοί, εκείνος διασκέδαζε σε νυχτερινό κέντρο! Γιατί ήξερε ότι θα τον έπιαναν. Αλλά έπρεπε να περάσει καλά όσο ήταν ελεύθερος.

«Θα σου φανεί παράξενο, αλλά αυτοί οι άνθρωποι έχουνε μπέσα! Στη φυλακή φτιάχνεις χαρακτήρα. Ο παράνομος βρίσκεται σε πόλεμο με την Αστυνομία. Κι όταν πιαστεί, έχει υποχρέωση να αποδράσει. Είναι θέμα τιμής. Πώς έκαναν οι κρατούμενοι στον πόλεμο; Εσκαβαν λαγούμια, έτρωγαν το χώμα, έκοβαν με τα χέρια τα σύρματα για να φύγουν. Ηξεραν ότι κάποια στιγμή θα τους πιάσουν. Και όταν τους έπιαναν άρχιζαν πάλι να στήνουν απόδραση. Οπως έφυγε απ’ την Κέρκυρα ο Βαλυράκης και κολύμπησε μέχρι την Αλβανία».

Ο Σήφης Βαλυράκης, βουλευτής και μετέπειτα υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Δραπέτευσε από τη φυλακή της Κέρκυρας επί χούντας και έφτασε κολυμπώντας μέχρι την Αλβανία. Εκεί συνελήφθη, πέρασε τα πάνδεινα και παραδόθηκε από τις αρχές του Χότζα. Ηταν η «μεγάλη απόδραση» επί επταετίας.

Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν άλλο είδος. Οσο κι αν το ΚΚΕ ήταν αντίθετο με τις αποδράσεις, το μεγάλο φευγιό έγινε στις φυλακές των Βούρλων, το 1955. Είκοσι επτά κρατούμενοι δραπέτευσαν σκάβοντας με τα κουτάλια μια τεράστια σήραγγα. Από τους 27 οι 11 κατάφεραν να ξεφύγουν. Η απόδραση έκανε το γύρο του κόσμου και λέγεται ότι στάθηκε η αφορμή για να γυριστεί η «Μεγάλη Απόδραση», με τον Στιβ Μακ Κουίν και τον Ρίτσαρντ Ατένμπορο.

Το 1997, από τις φυλακές της Κω δραπετεύουν στις 21 Απριλίου τέσσερις επικίνδυνοι Αλβανοί κρατούμενοι.

Στις 8 Αυγούστου του 1997 δραπετεύουν από την Κέρκυρα τρεις Ελληνες και τέσσερις Αλβανοί κρατούμενοι, παίρνοντας μαζί τους όμηρο τον σωφρονιστικό υπάλληλο Π. Κραβαριώτη, τον οποίο άφησαν ελεύθερο την επομένη. Κατά την εξέλιξη της αποδράσεως τραυματίσθηκαν τρεις κρατούμενοι μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Σαμαράς, που έχει ήδη αποδράσει πέντε φορές! Μια σφαίρα στο πόδι τον ανάγκασε να μείνει πίσω και να πιαστεί. Διέφυγαν ο Αντ. Δίπλας, ισοβίτης για φόνους, ο συνεργάτης του Βασ. Καλτσάς και οι Μ. Αδαμαντίδης και Γ. Παυλόπουλος, κατάδικοι για τη δολοφονία του φύλακα Δ. Μαντούβαλου, στη ληστεία του Κρατικού Νοσοκομείου Νικαίας.

Μακελειό

Τον Φεβρουάριο του 2001 δραπετεύει, σκοτώνοντας δύο αστυνομικούς, από το Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών ο Κώστας Πάσσαρης, κακοποιός εξαρτημένος από την κοκαΐνη, δράστης ληστειών και ανθρωποκτονιών. Συνελήφθη αργότερα στη Ρουμανία, όπου και κρατείται.

Είχε προηγηθεί ο Αμερικανός δολοφόνος Πίτερ Σέντομ, που έφυγε μεταμφιεσμένος σε γιατρό, συνοδευόμενος από την ψυχολόγο των φυλακών Ολγα Ατζαμόγλου. Και οι δύο καταζητούνται…

Μετρ των αποδράσεων και ο Ρουμάνος Σορίν Ματέι, που έφευγε «όποτε ήθελε», αλλά πλήρωσε με τη ζωή του το μακελειό της οδού Νιόβης.

Πέρυσι απέδρασε, ενώ μεταφερόταν στις φυλακές Ιωαννίνων από την Κέρκυρα, ο Ρώσος Μαξίμ Ζελίν, κατηγορούμενος (είχε ομολογήσει) για τη δολοφονία της Κερκυραίας Αγγελικής Σελλά. Σκότωσε εν ψυχρώ τους δύο αστυνομικούς που τον συνόδευαν και βρέθηκε νεκρός έπειτα από δύο μέρες δίπλα στο ποτάμι της περιοχής.

Τον κύκλο των «μεγάλων αποδράσεων» κλείνει η αρπαγή με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό του Β. Παλαιοκώστα και του Αλβανού συνεργού του! Ηταν η πρώτη απόδραση «αέρος-αέρος» στην Ελλάδα!

«Να μη σας κάνει εντύπωση. Κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Ο παράνομος είναι πάντα ένα «κλικ» μπροστά από την Αστυνομία. Αν δεν ήταν, δεν θα υπήρχε έγκλημα!», λέει ο Ε. Μπ. Και φυσάει επάνω μου τον καπνό. «Και κάτι ακόμα. Οι πιο πολλές αποδράσεις γίνονται με «πλάτες» μέσα από τη φυλακή. Το χρήμα που κυκλοφορεί στις φυλακές είναι πολύ. Πιο πολύ απ’ ό,τι κυκλοφορεί έξω».

Από την εφηβεία στην παρανομία

Ο 46χρονος σήμερα Νίκος Παλαιοκώστας, που βρίσκεται πιθανότατα πίσω από την από αέρος «απαγωγή» του αδελφού του Βασίλη από τον Κορυδαλλό, φαίνεται να ενσαρκώνει τον λαϊκό μύθο του καλόκαρδου ληστή, ενός Ζορό, ενός Ρομπέν των Δασών. Μύθο που υπάρχει στις παραδόσεις πολλών λαών και εδράζεται σε μια έμφυτη ανάγκη αποκατάστασης των όποιων κοινωνικών αδικιών. Ο Νίκος Παλαιοκώστας γεννήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1960 στο Μοσχόφυτο Τρικάλων. Στο αστυνομικό δελτίο «μπήκε» για τροχαία παράβαση το 1979. Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον διαρρήκτη Κώστα Σαμαρά Ζαρανίκα και μπαίνει στην παρανομία. Τον ακολουθεί ο μικρότερος αδελφός του Βασίλης σε ηλικία 20 ετών. Στα 20 χρόνια δράσης τους, καταφέρνουν να ξεφύγουν μέσα από τα χέρια των αστυνομικών, χρησιμοποιώντας από κλεμμένα αυτοκίνητα και τζιπ μέχρι ποδήλατα και… ελικόπτερα. Η θητεία του Νίκου στη φυλακή ξεκινά το 1988 και λήγει πρόωρα δύο χρόνια αργότερα, όταν αποδρά με τη βοήθεια του Βασίλη. Τα δύο αδέλφια διαπράττουν μια σειρά από ληστείες τραπεζών, ενώ σταθμό στη δράση τους αποτελεί η απαγωγή του επιχειρηματία Α. Χαΐτογλου, από τον οποίο εισπράττουν λύτρα 250 εκατ. δρχ. Ενα τροχαίο ατύχημα οδηγεί τελικά στη σύλληψη του «μικρού» τον Δεκέμβρη του 1999.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή