H περφόρμανς λειτουργεί σαν ψυχανάλυση

H περφόρμανς λειτουργεί σαν ψυχανάλυση

6' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φανταστείτε την εξής σκηνή. Φθινόπωρο του 1969, δύο κοπέλες φεύγουν από ένα σφαγείο που βρίσκεται καταμεσής του δάσους του Κεντ στη Βρετανία, κρατώντας δύο πλαστικές σακούλες με το κεφάλι, τα εντόσθια ενός ταύρου και τα μυαλά μιας αγελάδας. Περιμένουν το λεωφορείο υπό καταρρακτώδη βροχή για να επιστρέψουν στην πόλη. Το επόμενο βράδυ, το μακάβριο απόκτημα παίρνει τη θέση του ως μέρος του σκηνικού μιας εικαστικής περφόρμανς που διαδραματίστηκε σε ένα ξύλινο παράπηγμα.

Οταν ακούει κανείς σήμερα τη Λήδα Παπακωνσταντίνου να διηγείται την παρθενική της παρουσία στη σκηνή ως περφόρμερ, ανατριχιάζει. Οχι μόνο για το πόσο αλλόκοτα μοιάζουν όλα αυτά που έκανε, αλλά για τη δύναμη, την τόλμη, το πάθος που φαίνεται να χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των καλλιτεχνικών πρότζεκτ εκείνης της εποχής. Μέσα στα τελευταία 30 χρόνια, από τον πειραματισμό και την εκρηκτικότητα της δεκαετίας του ’70 απέμειναν σπαράγματα. Τα χρησιμοποιούν επιλεκτικά κάποιοι από τους σημερινούς δημιουργούς -όπως ο Ντέημιεν Χιρστ με το κομμένο στα δύο μοσχαράκι του- για να εντυπωσιάσουν τους θεατές, τους επιμελητές μουσείων, αλλά κυρίως τους συλλέκτες. Οι προτεραιότητες άλλαξαν.

Μικρός απολογισμός

Η Λήδα Παπακωνσταντίνου είναι από τους πρώτους και ελάχιστους καλλιτέχνες στην Ελλάδα που χρησιμοποίησαν την περφόρμανς ως εκφραστικό εργαλείο. Με την ουσιαστική και πολύπλευρη παρουσία της, αποτελεί ακόμα ένα ξεχωριστό, αυτόνομο πόλο στην εγχώρια εικαστική σκηνή. Πιο κοντά στον παλμό του εξωτερικού, μακριά από τις διαμάχες περί ζωγραφικής και ελληνικότητας. Στα 62 της χρόνια σήμερα, κάνει ένα μικρό απολογισμό. Το βιβλίο «Λήδα Παπακωνσταντίνου. Performance, Film, Video 1969 – 2004» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κύβος με πρόλογο της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Sally Potter, αλλά και οι εκθέσεις στο Μουσείο Μπενάκη και το Μπέη Χαμάμ εστιάζουν στο πιο ερεθιστικό ίσως κομμάτι της δουλειάς της, που παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό.

Η εκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) θα διαρκέσει από τις 8 έως και τις 19 Νοεμβρίου και η έκθεση στο Μπέη Χαμάμ της Θεσσαλονίκης από τις 16 Νομεβρίου ώς τις 3 Δεκεμβρίου σε συνεργασία με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το 47ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς θα εκτεθούν αντικείμενα που κάποτε χρησιμοποίησε επί σκηνής, μια σειρά φωτογραφιών από τις περφόρμανς της, καθώς και αποσπάσματα από ταινίες. Στο Μπέη Χαμάμ της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, θα προβληθούν ταινίες και βίντεο.

Δεν είναι λίγο ενοχλητικό για την ίδια να παρουσιάζεται κάτι τόσο ζωντανό και «ανυπότακτο» όσο οι περφόρμανς με την ψυχρή μουσειακή προσέγγιση; «Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να δει τη δουλειά του από αρχαιολογική σκοπιά», μας απαντά. «Την αντιμετωπίζει πάντα σαν ζωντανό οργανισμό που εξελίσσεται. Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που κράτησα κάποια αντικείμενα από εκείνη την περίοδο. Ξεκομμένα από το πλαίσιο στο οποίο εντάχθηκαν, μπορεί να μοιάζουν ακατανόητα. Μέσα στις περφόρμανς, όμως, είχαν ένα πολύ δυνατό συμβολικό ρόλο, όπως το στιλέτο που κρεμόταν πάνω από ένα κατακόκκινο μήλο στη «Νεκρή Φύση» του 1982. Τα πράγματα αυτά ξεκλείδωναν συναισθήματα. Στην ουσία εκπροσωπούσαν λέξεις και νοήματα μέσα στο παραμύθι, τη δίχως λόγια διήγηση του περφόρμερ. Η επιμελήτρια της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη Πωλίνα Κοσμαδάκη μού πρότεινε να τα βάλουμε σε βιτρίνες, αλλά εγώ προτίμησα να τα δείξω σκέτα, απιθωμένα πάνω σε δύο τραπέζια».

Τα αντικείμενα θα αποτελέσουν σύμφωνα με την καλλιτέχνιδα το έναυσμα για να επαναφέρει κανείς στη μνήμη του κάποιες από τις περφόρμανς της ή να προσπαθήσει να τις ανασυνθέσει με τη φαντασία του, αν δεν τις έχει δει: «Η διαφορά του συγκεκριμένου εκφραστικού μέσου σε σχέση με τη ζωγραφική, τη γλυπτική ή τις εγκαταστάσεις είναι ότι έχει άλλη σχέση με τον χρόνο. Η πολυεπίπεδη ιστορία που παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια των θεατών δεν τελειώνει εκεί. Συνεχίζεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους για πολλά χρόνια αργότερα. Λειτουργεί όπως η ψυχανάλυση. H περφόρμανς, όταν κάνει σωστά τη δουλειά της, αφήνει πίσω της εικόνες που σιγοκαίνε στην ψυχή. Δεν σβήνουν».

Ομολογουμένως κάποιες από τις περφόρμανς του ’70 που περιγράφονται στο βιβλίο της δημιουργούν συναισθήματα φόβου και απώθησης για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζουν τη βία και τη σεξουαλικότητα, πολύ περισσότερο από τα σοκαριστικά πλάνα που βλέπουμε σήμερα στην τηλεόραση. Η Παπακωνσταντίνου δεν εκπλήσσεται: «Και εμένα με φόβιζαν τότε και με φοβίζουν ακόμα. Κάποιες από αυτές δεν θα μπορούσα να τις ξανακάνω ποτέ. Νομίζω ότι ήταν ένας τρόπος να ξεπλύνω από πάνω μου τη βία που είχα ζήσει στην Ελλάδα πριν από την έλευση της Χούντας. Υπήρχε κάποια ελευθερία, αλλά όχι τόση όση είχα εγώ ανάγκη ως νέος άνθρωπος. Ηθελα να φύγω από τη μοίρα της νεαρής Ελληνίδας που περιμένουν όλοι να παντρευτεί και να αποκατασταθεί. Ετσι ανακάλυψα το Swinging London σε πολύ νεαρή ηλικία».

Η ανάγκη για ελευθερία δεν ήταν το μόνο κίνητρο που ωθούσε την καλλιτέχνιδα προς αυτήν την οδό έκφρασης όπου το σώμα είχε κορυφαία σημασία: «Η σύγχρονη κουλτούρα των εικόνων είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της δεκαετίας του ’70. Οι περφόρμερ τότε, είτε μπαίνοντας σε ακραίες καταστάσεις είτε με λιτά μέσα έκαναν και οι ίδιοι μια υπέρβαση επί σκηνής. Επίσης, κατάφερναν να δημιουργήσουν -ανάμεσα σε εκείνους και τον θεατή- ένα ζωτικό χώρο που είναι η πεμπτουσία της περφόρμανς. Στην εποχή της κυριαρχίας της τηλεόρασης, ο κόσμος κοιτά αλλά δεν πάσχει. Δεν συμπάσχει. Στις ημέρες μας μόνο το καλό θέατρο σε κάνει να πάσχεις και σου δημιουργεί εσωτερική αμηχανία. Η γενιά της τηλεόρασης έχει υφάνει γύρω της έναν αόρατο προστατευτικό ψυχολογικό μανδύα, που δεν τον διαπερνά εύκολα καμιά εικόνα».

Στρεβλή απελευθέρωση

Η Παπακωνσταντίνου μιλάει για το παρελθόν, όχι με γλυκερή νοσταλγία, αλλά με κοφτερή πρακτική ματιά: «Δεν μου αρέσει να τρέφομαι με τη σκέψη του πόσο ελεύθερα και αθώα ήταν τότε τα πράγματα σε σχέση με την εποχή μας. Είναι όμως αδύνατον να μη βλέπω ότι σήμερα μας βολεύει όλο και περισσότερο να κλεινόμαστε στη σιγουριά και τη βεβαιότητα ενός δόγματος, να στεγανοποιούμε το μυαλό μας. Πριν από 30 χρόνια, ο καθένας έφτιαχνε μόνος του τη γλώσσα επικοινωνίας και τον προσωπικό του χώρο ύπαρξης, αλλά με τη βοήθεια των άλλων. Τώρα δεν υπάρχει πια συνενοχή, αλλά μια στρεβλή έννοια απελευθέρωσης. Το να αναγνωρίσεις και να αποδεχθείς τη σεξουαλικότητά σου ως γυναίκα δεν έχει να κάνει καθόλου με το να κυκλοφορείς με προκλητικά ρούχα», υπογραμμίζει η εικαστικός, που είχε την τόλμη να εμφανιστεί γυμνή σε πολλές από τις περφόρμανς της προσθέτοντας, «πολλές φορές κάποιοι συνέδεαν τη δουλειά μου με τον φεμινισμό. Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις με ενοχλούσαν βαθύτατα, διότι ο μόνος τους στόχος ήταν να μειώσουν την ωστική δύναμη των εικόνων μου. Κάθε έργο τέχνης εκπέμπει ένα ωστικό κύμα».

Η καλλιτέχνις σκοπεύει να είναι παρούσα καθημερινά στις εκθέσεις της για να μπορέσει να μιλήσει η ίδια στους επισκέπτες. Να λύσει απορίες, να ξαναθυμηθεί μαζί τους, να συζητήσει για την τέχνη: «Δεν περιμένω να μπουν στο πνεύμα των περφόρμανς που έκανα τότε. Ακόμα και εκείνοι που δεν τις έχουν δει μπορούν να φανταστούν μια ιστορία με βάση τα αντικείμενα. Αλλωστε, κατά μία έννοια ακόμα και όταν έκανα ζωγραφική ή εγκαταστάσεις, η περφόρμανς ήταν πάντοτε παρούσα. Οι θεατές θα δουν την πορεία μου. Ηρθε η ώρα να τη δω και εγώ με την πολυτέλεια της απόστασης που σου δίνει ο χρόνος. Η ζωή είναι τόσο πιεστική και δύσκολη που ξεχνάς ποιος είσαι. Εγώ είμαι τα 62 μου χρόνια».

Εργοβιογραφία

Το Μήλον της Εριδος, performance, γκαλερί Νέες Μορφές, Αθήνα, 2000.

H Λήδα Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στον Αμπελώνα Λάρισας, το 1945. Σπούδασε γραφικές τέχνες στη Σχολή Δοξιάδη, ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (προκαταρκτικό) και Fine Arts στο Maidstone School of Arts, Kent University, Αγγλία. Το 1989 εκπροσώπησε την Ελλάδα με γλυπτά της στην Biennale International de Sao Paolo. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στις Σπέτσες. Από τις ατομικές της έκθέσεις και δράσεις ξεχωρίζουν οι: «The Greek Performance», performance στο Bloomsbury Theatre, Λονδίνο το 1970, «Υγρό Δάσος», γλυπτική στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα το 1992, «Η Τοστιέρα του Genet», εγκατάσταση στο Σπίτι της Κύπρου το 1998, «Μέλη», γλυπτική, στο «Επίκεντρο» το 1999, «Past Revisited», μεικτή τεχνική στη Λόλα Νικολάου στη Θεσσαλονίκη το 2003, και «Αυτόπτης», μεικτή τεχνική & video στην γκαλερί a.antonopoulou, Αθήνα, το 2004. Εχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή