Κωμικοτραγικές γκάφες της διαλυμένης ΕΛ.ΑΣ.

Κωμικοτραγικές γκάφες της διαλυμένης ΕΛ.ΑΣ.

7' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας τοξικομανής κρατούμενος χωρίς χειροπέδες, ένα αστυνομικό περίστροφο στη διάθεσή του, αστυνομικοί υπάλληλοι που λαμβάνουν τηλεφώνημα από όμηρο του κακοποιού και του λένε να ξανακαλέσει την αστυνομία με το σωστό κωδικό αυτή τη φορά, και στο τέλος ένας άνθρωπος νεκρός, επειδή δεν βρέθηκε ένας αστυνομικός να κάνει τα στοιχειώδη. Η απίστευτη ιστορία της περασμένης εβδομάδας, είναι ο τελευταίος κρίκος μιας μακράς αλυσίδας ανικανότητας. Εδώ και πολλά χρόνια, η Ελληνική Αστυνομία φροντίζει να εμπλουτίζει το λεύκωμά της με περιστατικά αλλοφροσύνης ων ουκ έστιν αριθμός. Ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος, ο Βασίλης Στεφανάκος, προτού συλληφθεί στα τέλη Ιανουαρίου εφέτος, ας πούμε, είχε πέσει άλλες τέσσερις φορές σε μπλόκο της ασφάλειας, πλην ουδείς τον συνέλαβε. Την τελευταία φορά δε στα Τέμπη, οι αστυνομικοί σταμάτησαν τη λιμουζίνα του, ενώ εκείνος κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Αφού ήλεγξαν το αυτοκίνητο για τυχόν λαθρομετανάστες, τα όργανα της τάξεως του ζήτησαν ευγενικά συγγνώμη που τον ξύπνησαν, και του ευχήθηκαν «καλό ταξίδι»!

Θα μπορούσε κανείς να γράψει σελίδες επί σελίδων με τις αστυνομικές γκάφες που σχετίζονται με έναν και μόνο κρατούμενο – τον Κώστα Πάσσαρη. Απ’ τις πρώτες αποτυχημένες προσπάθειες των αστυνομικών να τον συλλάβουν μέχρι την απίστευτη απόδρασή του από το Γενικό Κρατικό, όπου φυλασσόταν από άοπλους άνδρες και δόκιμους της αστυνομίας με τις χειροπέδες δεμένες μπροστά, η όλη υπόθεση θα ήταν φαρσοκωμωδία – αν δεν επρόκειτο περί δράματος. Κι ύστερα, ποιος μπορεί να ξεχάσει τις επιχειρήσεις στα Ζωνιανά, κατόπιν των οποίων ειδικοί φρουροί εμφανίζονταν στα κανάλια να περιγράφουν πώς το πρώτο τζιπ απ’ το κομβόι τους έχασε το δρόμο, τα άλλα το ακολούθησαν, και τελικώς βρέθηκαν όλα μαζί σ’ ένα αδιέξοδο να δέχονται τις σφαίρες βροχή; Ψάχνοντας στα αστυνομικά χρονικά, μπορεί να βρει κανείς άπειρες αστυνομικές γκάφες, μεταξύ των οποίων και η σουρρεαλιστική προσγείωση ελικοπτέρου στο προαύλιο του Κορυδαλλού (Ιούνιος 2006) για να αποδράσει από αέρος ο Βασίλης Παλαιοκώστας, η οποία και οδήγησε στην από τηλεοράσεως έκκληση του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξεως Βύρωνα Πολύδωρα για παράδοση του κακοποιού! Αλλά βέβαια, υπάρχουν και κάποια περιστατικά τα οποία ουδείς αστυνομικός ή πολίτης δύναται να ξεχάσει. Αυτά που, ενώ τα βλέπεις να συμβαίνουν σκέφτεσαι τη φιγούρα του Κλουζό εν δράσει, κι έτσι μόνο δικαιολογείς την κωμικοτραγική τους εξέλιξη. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό «απάνθισμα».

Οδός Λουίζης Ριανκούρ

Τον Μάρτιο του 1992 συνετελέσθη το απόλυτο αστυνομικό φιάσκο – και σκεφθείτε πως τότε ακόμη δεν είχαν παρελάσει οι φυσιογνωμίες της οικογένειας των Ξηρών απ’ τους δέκτες μας, ώστε να συνεκτιμηθεί το επίπεδο των τρομοκρατών στο μέγεθος του φιάσκου. Οι αρχές δέχθηκαν μια πληροφορία πως στην οδό Λουίζης Ριανκούρ η 17 Νοέμβρη ετοιμάζει χτύπημα, κι έτσι άπειροι αστυνομικοί έσπευσαν στο «σημείο μηδέν», για να συλλάβουν επί το έργον τους τρομοκράτες. Λέγεται πως υπήρξε κάποια στιγμή που οι αστυνομικοί κάθονταν στο διπλανό παγκάκι απ’ τους τρομοκράτες, όταν με πανικό διαπίστωσαν πως εις εξ αυτών φορά περούκα, και άρα ήταν ύποπτος. Ο περουκοφόρος τρομοκράτης, μάλιστα, απεδείχθη θρασύτατος, ακολούθησε τον αστυνομικό κατά πόδας, όταν εκείνος πήγε να πάρει τηλέφωνο στα κεντρικά, να δει αν το φορτηγάκι της 17Ν ήταν κλεμμένο. Πλην, ουδόλως ωφέλησε τον αστυνομικό η επιβεβαίωση της ανωτέρω πληροφορίας. Διότι, όταν με το «ασφαλίτικο» αυτοκίνητο αποφάσισε να ακολουθήσει το κλεμμένο βαν, δεν πέτυχε και πολλά πράγματα. Στη στροφή προς Τουρκοβούνια ο αστυνομικός οδηγός έχασε το βαν (!) αφού για έναν ακατανόητο λόγο έστριψε προς την Κηφισίας. Εκτοτε, ουδείς είδε ποτέ ξανά την περούκα του τρομοκράτη. Μαζί μ’ αυτήν, χάθηκε βεβαίως και η καριέρα του επικεφαλής των οργάνων της τάξεως, του αστυνόμου Μαυρουλέα, του οποίου πάντως το όνομα διεσώθη, καθώς επί μια πλήρη δεκαετία άπαντες το χρησιμοποιούσαν, όταν επρόκειτο να αναφερθούν σε γραφικές αστυνομικές μορφές που τίμησαν το κινηματογραφικό πρότυπο του Ηλία του 16ου…

Σορίν Ματέι

Εκείνο το τραγικό βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου 1998, που ο Νίκος Ευαγγελάτος σήκωσε το τηλέφωνο, για ν’ ακούσει στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του Σορίν Ματέι, ουδείς τηλεθεατής ή αστυνομικός πρόκειται να το ξεχάσει ποτέ. Μερικές ώρες νωρίτερα, ο Ρουμάνος κακοποιός που κρυβόταν σ’ ένα ημιυπόγειο της οδού Νιόβης, στην Αχαρνών, είχε καταλάβει πως οι αστυνομικοί τον πλησιάζουν – δεν δυσκολεύτηκε και πολύ να το αντιληφθεί, καθότι οι δυνάμεις της τάξεως αντί να εισβάλουν στο διαμέρισμα, χτύπησαν το… κουδούνι! Οταν του επιτέθηκαν, προσπάθησαν να του πάρουν τη χειροβομβίδα που κρατούσε κι όταν απέτυχαν και σ’ αυτό, αποφάσισαν να διαπραγματευτούν μαζί του. Κι έτσι, ο κακοποιός βρήκε ευκαιρία μες στις διαπραγματεύσεις, τρύπωσε στο μπάνιο του διαμερίσματος κι απ’ τον αφύλακτο φωταγωγό ανέβηκε στο πάνω πάτωμα, στο διαμέρισμα της Αμαλίας Γκινάκη, την οποία και κράτησε όμηρο. Από εκεί και πέρα, το επεισόδιο μετετράπη σε τηλεοπτικό θρίλερ. Σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση ο Σορίν Ματέι μιλούσε με τον Νίκο Ευαγγελάτο στον αέρα του ΣΚΑΪ, ενώ με κάποιο μυστήριο τρόπο, η ηγεσία της Αστυνομίας (της οποίας τα μέλη απαθανατίστηκαν απ’ τις κάμερες, ενώ φορούσαν όχι αστυνομικές στολές αλλά τα καλοκαιρινά τους κοστούμια!), είχε τη βεβαιότητα πως η χειροβομβίδα στα χέρια του κακοποιού ήταν ψεύτικη. Εξ ου και όταν οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο διαμέρισμα της Αμαλίας Γκινάκη προκάλεσαν τον κακοποιό να πετάξει τη χειροβομβίδα λέγοντάς του πως «είναι τζούφια»! Το τραγικό τέλος της ιστορίας, το γνωρίζουμε όλοι – ο Σορίν Ματέι έβαλε τη χειροβομβίδα μέσα στο παντελόνι της κοπέλας και την έσπρωξε προς το μέρος των αστυνομικών, μεταξύ των οποίων και οι πρώην αρχηγοί της ΕΛ.ΑΣ. κ. Βασιλόπουλος και Γεωργακόπουλος, αλλά και ο νυν αρχηγός κ. Τσιατούρας. Ο θάνατος της Αμαλίας Γκινάκη ήταν αναπόφευκτος, ο δε τραυματισμός απ’ τα θραύσματα που υπέστησαν οι αστυνομικοί, ήταν μάλλον το μικρότερο κακό που τους συνέβη. Γιατί το κύρος της Ελληνικής Αστυνομίας εκείνη τη νύχτα, τρώθηκε ανεπανόρθωτα…

Η πρώτη λεωφορειοπειρατεία

Εν έτει 1999, ο 25χρονος Αλβανός Φλαμούρ Πίσλι, ήταν ο πρώτος που απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας πως στη χώρα μας ουδείς ποτέ δικαιούται να νιώθει ασφαλής. Ο νεαρός κακοποιός ήταν εκείνος που το πρωί της 28ης Μαΐου κατέλαβε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ στη Θεσσαλονίκη κι έτσι ξεκίνησε μια απίστευτη περιπέτεια, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αστυνομικοί απέδειξαν με κάθε δυνατό τρόπο την ανεπάρκειά τους. Πίσω απ’ το λεωφορείο ακολουθούσε ένα κομβόι από περιπολικά, ασθενοφόρα, βαν τηλεοπτικών σταθμών, Ζητάδες (εις εκ των οποίων έπεσε και με τη μηχανή πάνω σ’ ένα περιπολικό!), και δεκάδες αυτοκίνητα δημοσιογράφων. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των αστυνομικών να στήσουν μπλόκο, δεν κατάφεραν να σταματήσουν το λεωφορείο ούτε καν όταν έκανε αναστροφή στην εθνική οδό!

Τελικώς, με εννιά ομήρους, ένα καλάζνικοφ και μια χειροβομβίδα, ο Πίσλι οδήγησε το λεωφορείο σε μια μαραθώνια τηλεοπτική περιήγηση στους δέκτες μας, μέχρι που έφθασε κάποτε στα σύνορα της Κρυσταλλοπηγής, και πέρασε στην Αλβανία, μάλλον γιατί εκεί θεωρούσε πως θα μπορέσει να διαφύγει ευκολότερα. Οι αλβανικές αρχές, όμως είχαν άλλη άποψη. Ξημερώματα Σαββάτου, έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση και με τις σφαίρες τους σκότωσαν όχι μόνο τον Αλβανό κακοποιό αλλά και τον Ελληνα επιβάτη Γιώργο Κουλούρη, που άφησε στα σκαλάκια του λεωφορείου την τελευταία του πνοή. Κι αν εκ των υστέρων οι Ελληνες αρμόδιοι προσπάθησαν να φορτώσουν το φιάσκο στις αλβανικές αρχές, η πραγματικότητα είναι πως είχαν δεκαέξι ώρες το λεωφορείο να περιφέρεται σε ελληνικό έδαφος, και δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτε, για να το σταματήσουν…

Απόδραση με Χάμερ

Το όνομά του μπορεί να μη σας θυμίζει πολλά πράγματα, αλλά έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία των αστυνομικών φιάσκων. Ο Ν. Μπούτσικας, λοιπόν, ήταν ο άνθρωπος που στις 26 Ιανουαρίου του 2006 όχι μόνο δραπέτευσε από το αστυνομικό τμήμα Χαλκίδας όπου κρατούνταν για κλοπές, αλλά μπήκε και στην παρακείμενη μονάδα πεζοναυτών, έκλεψε ένα στρατιωτικό όχημα τύπου Χάμερ, και οδηγώντας το έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση… Αρχικώς, ο Ν. Μπούτσικας κατάφερε να αποδράσει, όταν έπεισε τον αστυνομικό που τον φύλαγε πως πρέπει να κάνει ένα ντους, προκειμένου να εμφανισθεί την επομένη καθαρός στον ανακριτή! Αφού λοιπόν εκείνος τον έβγαλε απ’ το κελί και οι δύο τους έψαξαν χωρίς επιτυχία όλο το τμήμα της Χαλκίδας για την τσάντα με τα καθαρά ρούχα που είχαν φέρει οι συγγενείς του κρατουμένου, ο Μπούτσικας έστειλε τον φρουρό (!) να ψάξει και στην αίθουσα των αστυνομικών. Εκείνος αφελώς επείσθη, και βεβαίως ο κρατούμενος βρήκε ευκαιρία και εξαφανίστηκε! Η επόμενη εμφάνισή του, ήταν στη μονάδα πεζοναυτών, στις 2.30 το πρωί. Λέγοντας στον φρουρό της πύλης πως πάει με το Χάμερ να απεγκλωβίσει άτομα που αποκλείσθηκαν στα χιόνια, ο Ν. Μπούτσικας άφησε πίσω του το στρατόπεδο ανενόχλητος, στο οποίο όμως στρατόπεδο μισή ώρα αργότερα, που ο αξιωματικός είδε τα ίχνη απ’ τις ρόδες του οχήματος και ρώτησε να μάθει τι συνέβη, έγινε μια μικρή εμφύλια σύρραξη με θέμα το κλασικό «τις πταίει;».

Τελικώς ο κρατούμενος συνελήφθη εκ νέου το ίδιο απόγευμα, σε ένα εξοχικό σπίτι όπου κατέφυγε, για να προφυλαχθεί απ’ το κρύο. Στο ενδιάμεσο, είχε τρακάρει το Χάμερ με ένα ΙΧ, είχε σταματήσει σε ένα ψιλικατζίδικο, για να αγοράσει Red Bull (ναι, αυτό που δίνει φτερά…), και τελικώς είχε κολλήσει στα χιόνια, οπότε και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το ωραίο του στρατιωτικό όχημα, και προς μεγάλη του δυστυχία να συνεχίσει τη μικρή του απόδραση πεζός…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή