Γνωριμία με τη νέα αλβανική ποίηση

Γνωριμία με τη νέα αλβανική ποίηση

5' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ανθολογία σύγχρονης αλβανικής ποίησης». Εισαγωγή – επιλογή – μετάφραση: Ρομέο Τσολάκου. Επιμέλεια: Παυλίνα Παμπούδη. Εκδόσεις Ροές 2008, σελ. 208.

Αν η τέχνη είναι ένα από τα λιγοστά κύρια ονόματα ενός λαού, όσα προσδιορίζουν σπουδαία στοιχεία της ταυτότητάς του, η τέχνη του λόγου ειδικά, η ανώνυμη και η επώνυμη, ίσως μπορεί να θεωρηθεί το κυριότερο, αφού αποτελεί μια πλούσια και αυθεντική επιτομή εμπειριών, αισθημάτων και αντιλήψεων. Την αλβανική λογοτεχνία, στη μορφή της πεζογραφίας, την ταυτίζουμε, μάλλον περιοριστικά, με τα γραπτά του Ισμαήλ Κανταρέ, πολλά μυθιστορήματα του οποίου έχουν μεταφραστεί από χρόνια στα ελληνικά. Η αλβανική ποίηση, πάντως, είναι μια άγνωστη, ανεξερεύνητη χώρα, όπως άλλωστε και η αλβανική γλώσσα· βρισκόμαστε πια στην τρίτη δεκαετία αφότου μετανάστευσαν στην Ελλάδα χιλιάδες Αλβανοί, ζούνε μαζί μας και στη δούλεψή μας, αλλά η γλώσσα τους μένει κλειστή και άηχη στα αυτιά μας, ανεπιθύμητη – ούτε μία λέξη της, ένας χαιρετισμός, δεν πέρασε στη δική μας γλώσσα.

Σε κάποιες ανθολογίες χρωστάω τα λίγα, τα ελάχιστα που ξέρω για την αλβανική ποίηση, οι πρώτοι στίχοι της οποίας γράφτηκαν το 1592 από τον ορθόδοξο ιερέα Λεκ Ματράγκα, στη Σικελία, όπου είχαν καταφύγει πολλοί Αλβανοί μετά το θάνατο του Καστριώτη, για να σωθούν από την εκδίκηση των Οθωμανών, ενώ έτος-σταθμός θεωρείται το 1836, όταν ο Ντε Ράντα δημοσίευσε «Τα άσματα του Μιλοσάου», με μότο στίχους του Πίνδαρου, όπου, εμπνευσμένος από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, κήρυσσε πως «Ηρθε η ώρα του Αλβανού, / σίγουρα θα πεθάνουμε / όχι όμως στα κρεβάτια μας»). Οσον αφορά τη δημοτική ποίηση, μια καλή γεύση δίνει ο περυσινός τόμος με τον τίτλο «Κάποιοι τραγουδούν δίπλα μας: Ανθολογία αλβανικής δημοτικής ποίησης» (μετάφραση Θωμάς Στεργιόπουλος, επιλεγόμενα Ισμαήλ Κανταρέ, εκδόσεις «Ροές»), ενώ η ποίηση ειδικά της μειονότητας, στις καλές και στις κακές στιγμές της, φιλοξενείται στα βιβλία «Δημοτικά τραγούδια της Βορείου Ηπείρου» του Παναγιώτη Στεφ. Φωτίου και του Νίκου Β. Λύτη (εκδ. «Νεφέλη», 1995), και «Δημοτικά τραγούδια της ελληνικής μειονότητας» του Βασίλη Νίκα (εκδόσεις «Ναΐμ Φράσερι», Τίρανα, 1988). Τέλος, μια πολύ καλή γνωριμία με την επώνυμη αλβανική ποίηση προσφέρει ο τόμος «Αίμος – Ανθολογία βαλκανικής ποίησης» (έκδοση του περιοδικού «Αντί», 2006), εξήντα σελίδες του οποίου περιέχουν ποιήματα των κορυφαίων Αλβανών ποιητών του 19ου και του 20ού αιώνα (Γερονίμ Ντε Ράντα, Ναΐμ Φράσερι, Γκέργκι Φίστα, που λάτρευε τον Παλαμά, Φαν Νόλι, Λάσγκους Ποραντέτσι, μεταφραστής του Μαγιακόφσκι, Μιγκένι, Μάρτιν Τσαμαϊ, το έργο του οποίου τελούσε υπό απαγόρευση έως το 1990, Φατός Αράπι, Ντριτερό Αγκόλλι, Ισμαήλ Κανταρέ, Αζέμ Σκρέλι, Αλί Ποντρίμια, Τζεβαχίρ Σπαχίου), μεταφρασμένα από τον Σταύρο Ζαρμπαλά, τον Πάνο Τσούκα και τον Θωμά Στεργιόπουλο.

Αν ο «Αίμος» αποτελούσε τη «συστατική επιστολή» των θεμελιωτών της αλβανικής ποίησης, η τωρινή «Ανθολογία σύγχρονης αλβανικής ποίησης», που τη συνέταξε ο ποιητής Ρομέο Τσολάκου, μεταφραστής Ελλήνων ποιητών στην αλβανική, αποτελεί μια ξενάγηση, γρήγορη έστω, στο τοπίο της σημερινής αλβανικής λογοτεχνίας. Ανθολογούνται λοιπόν, με τέσσερα ποιήματα ο καθένας, δεκαεφτά ποιητές, που έχουν γεννηθεί από το 1964 και έπειτα και πρωτοεμφανίστηκαν στη λογοτεχνική σκηνή μετά το 1990. Οι δώδεκα είναι άντρες (Αρμπέν Ντέντια, Αριάν Λέκα, Βιριόν Γράτσι, Αγκρόν Τούφα, Τσέλο Χότζα, Ιντλίρ Αζίζι, Ιλίρ Μπελίου, Πάρις Τεφερίτσι, Γκεντιάν Τσοτσόλι, Ρομέο Τσολάκου, Αλκέτ Τσάνι, Ερβίν Χατίμπι) και πέντε γυναίκες (Λουλιέτα Λεσανάκου, Ολυμπία Βελαϊ, Λιντίντα Αράπι, Λιντίτα Αχμέτι, Λέντια Ντούσι). Πολλοί από αυτούς έχουν παρουσιάσει και μεταφραστικό έργο, μεταγλωττίζοντας ξένους ποιητές, ανάμεσά τους και Ελληνες (Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο αλλά και Σαπφώ, ποιήματα της οποίας μετάφρασε η Λιντίτα Αχμέτι, που γεννήθηκε στο Πριζρέν του Κοσσυφοπεδίου και ζει στα Σκόπια, όπου και σπούδασε αρχαία ελληνικά και λατινικά).

Για να μείνουμε σε ένα (όχι και τόσο) εξωτερικό γνώρισμα των ανθολογούμενων ποιητών, αρκετοί από αυτούς όχι μόνο σπούδασαν σε χώρες του εξωτερικού αλλά είτε πέρασαν ένα τμήμα της ζωής τους εκτός Αλβανίας είτε παραμένουν ξενιτεμένοι, στην Ιταλία, στην Αγγλία, στη Βουλγαρία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γαλλία και στην Ελλάδα, όπου ζει ο ανθολόγος Ρομέο Τσολάκου, που με τη δουλειά του λειτουργεί σαν μεταφορέας διπλής κατεύθυνσης, σαν συνδετικός κρίκος.

Εν αντιθέσει πάντως με τη νέα αλβανική πεζογραφία, στα ανθολογούμενα ποιήματα δεν εντοπίζονται πολλά ίχνη του προσωπικού ή μαζικού ξενιτεμού, που χαρακτηρίζει τη μετά τον Εμβέρ Χότζα Αλβανία, και αν όχι η μοναδική, σίγουρα η σαφέστερη σχετική αναφορά απαρτίζεται από τους εξής στίχους της Λιντίτα Αράπι: «Το βάσανο είναι / η ασυμμετρία / στα αρμονικά πρόσωπα / των σιωπηλών Αλβανών / τους οποίους / διακρίνω από μακριά σε μια / συμμετρική πόλη της Ευρώπης / και, χωρίς να τους ξέρω, / τους χαιρετώ». Δεν εντοπίζονται καν αναδρομικές αναφορές (επικριτικές, σατιρικές, πικρόχολες ή ό,τι άλλο) στη μοίρα της χώρας υπό τον Χότζα, όταν το δεσποτικό δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είχε οδηγήσει είτε στην αθρόα παραγωγή προσωπολατρικών στίχων (ανάμεσά τους και ορισμένα «νεοδημοτικά» της ελληνικής μειονότητας, «δημοτικά τραγούδια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης» όπως χαρακτηρίζονται στον προαναφερθέντα τόμο «Δημοτικά τραγούδια της μειονότητας», όπου και οι στίχοι «Ελεύθεροι, ολόχαροι, / πιασμένοι χέρι χέρι / πάμε μπροστά μ΄ οδηγητή /το Κόμμα, τον Ενβέρη»), είτε στην αυτολογοκρισία και τη σιωπή είτε στην έμμεση διαμαρτυρία με τη σύνθεση αλληγορικών στίχων. «Το Κόμμα», γράφει μελαγχολικά ο Ρομέο Τσολάκου στον πρόλογό του, «κόβοντας μια μια όλες τις γέφυρες επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, είχε απαγορεύσει τη διείσδυση στην Αλβανία όλων εκείνων των βιβλίων που θα έβλαπταν τα συμφέροντά του, ιδιαίτερα των βιβλίων σύγχρονης ποίησης, η οποία, για τα γούστα των συντελεστών της λογοκρισίας -και κυρίως για τους σκοπούς τους-, παραήταν σκοτεινή. Από την άλλη είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία ενός μεγάλου μέρους της αλβανικής παραδοσιακής λογοτεχνίας. Ετσι, αποκομμένοι τόσο από τα ευρωπαϊκά ρεύματα όσο και από την παράδοση, πολλοί λογοτέχνες εκείνων των καιρών, εκόντες άκοντες, έπλεκαν χαζοχαρούμενους στίχους για τον ηγέτη, για το Κόμμα, για τις συνεχόμενες νίκες του σοσιαλισμού και για τους νέους που γνωρίζονται μόνο στο εργοστάσιο ή στους κάμπους με σιτάρι ανοιξιάτικης σποράς».

Απελευθερωμένη από αυτό το ασφυκτικό καθεστώς, που την έκλεισε έξω από την ήπειρο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η αλβανική ποίηση επείγεται τώρα να καλύψει αποστάσεις που δεν καλύφθηκαν στον καιρό τους και φυσικά. Απολαμβάνοντας ακριβώς την απελευθέρωσή της ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο και αποσκοπώντας στην επανασύνδεσή της με τον έξω κόσμο, δείχνει να αποστρέφεται τα «μεγάλα θέματα» και τα «μεγάλα αισθήματα», τα βροντερά, και να αποφεύγει, ως εκ τούτου, τις μεγάλες λέξεις που σχεδόν υποχρεωτικά αναφύονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Αποφεύγει επίσης το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που τραυματίστηκε βαριά επί δικτατορίας και επιλέγει το πρώτο ενικό, τη χαμηλόφωνη εξομολόγηση για ψυχικά στιγμιότυπα και όχι την κατασκευή πλατιών εικονογραφιών. Οι περισσότεροι από τους ανθολογούμενους βρίσκονται ακόμα λίγο πριν – λίγο μετά τα μισά της διαδρομής τους και η ποίησή τους, διόλου παράδοξο, δεν έχει την έμπειρη ακρίβεια που διέκρινε την ποίηση των πατέρων τους. Σαν χειρονομία γνωριμίας, ωστόσο, με μια άγνωστη ποιητική γλώσσα, και παρότι τέσσερα ποιήματα δεν φτάνουν για να σχηματίσει κανείς στέρεη άποψη για έναν λογοτέχνη, η Ανθολογία του Ρομέο Τσολάκου υπηρετεί με σεμνή επάρκεια το σκοπό της. Εκτός όλων των άλλων, μας υποχρεώνει να παραμερίσουμε τα αγαπημένα μας στερεότυπα για τους γείτονες και συγκάτοικούς μας, τους «κατσαπλιάδες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή