Αμελλητί, η λέξη που δίχασε πολιτικούς και νομικούς

Αμελλητί, η λέξη που δίχασε πολιτικούς και νομικούς

1' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ασάφεια που χαρακτηρίζει τις διατάξεις περί ποινικής ευθύνης υπουργών, αλλά και η οπτική γωνία από την οποία πολιτικοί και νομικοί τις ερμηνεύουν, έχει οδηγήσει σε διελκυστίνδα, με σημείο αιχμής τη λέξη «αμελλητί». Οπερ σημαίνει, μόλις η εισαγγελική έρευνα προσκρούσει σε ευθύνες πολιτικών προσώπων, χωρίς καθυστέρηση, ενεργοποιείται το άρθρο 86 του Συντάγματος για τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή. Δύο νομικές απόψεις καταγράφονται, με επικρατέστερη εκείνη που επιβάλλει στη Δικαιοσύνη μόλις βρει ενδείξεις τεκμηριωμένες, όχι απλή και ανεύθυνη αναφορά, να απευθύνεται στη Βουλή. Τίθεται, δε, ως απαραίτητη προϋπόθεση η τεκμηρίωση των ενδείξεων με στοιχεία, ακριβώς για να μην αιωρείται η υποψία της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου. Από την άλλη, υποστηρίζεται ότι προκειμένου να διαβιβαστεί μια δικογραφία στη Βουλή, αρκεί η πιθανολόγηση εμπλοκής πολιτικών προσώπων σε αξιόποινες πράξεις. Αποψη που ενστερνίστηκαν οι δύο παραιτηθέντες εισαγγελείς διαφοροποιούμενοι από την προϊσταμένη τους αρχή.

Για να καταλήξει μία υπόθεση στη Βουλή, σύμφωνα με τον νόμο και το Σύνταγμα, αντικρούει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδάς, θα πρέπει η εισαγγελική έρευνα να «διασταυρωθεί» με στοιχεία, όνομα και πράξεις πολιτικού προσώπου. Τότε έχει υποχρέωση να σταματήσει την έρευνα ο εισαγγελέας και να τη διαβιβάσει «αμελλητί», όπως λέει ο νόμος, στη Βουλή. Διακεκριμένοι νομικοί, μεταξύ των οποίων οι κ. Ν. Ανδρουλάκης, Μιχ. Σταθόπουλος και Ανδρ. Λοβέρδος, έχουν διατυπώσει τη θέση ότι τα στοιχεία για τις ευθύνες των πολιτικών προσώπων πρέπει να ειναι επαρκή. Επισημαίνεται, δε, ρητά ότι η «ενεργοποίηση των διαδικασιών περί ποινικής ευθύνης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, δηλαδή, ασφαλή αποδεικτική βάση και συνείδηση ότι πρέπει να επιχειρείται στα όρια του αναγκαίου».

Από την άλλη, ετέθη ένα άλλο ζήτημα, που αφορά στη δομή της εισαγγελίας κι αν ελέγχονται οι εισαγγελείς από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους. Ολοι συμφωνούν πως οι εισαγγελικοί λειτουργοί διατηρούν ανεξαρτησία γνώμης επί της ουσίας των υποθέσεων που διερευνούν και δεν ελέγχονται ως προς αυτή. Εχει όμως το δικαίωμα ο προϊστάμενός τους, που ανέθεσε την προκαταρκτική, να ζητήσει συμπληρωματική έρευνα για να διαβιβαστεί ο φάκελος πληρέστερος στη Βουλή; Αυτό έχει κριθεί, αναφέρει στην «Κ» ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Δ. Κυριτσάκης, νομολογιακά, το 2001, όταν ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών είχε διατάξει τη συμπλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης για την υπόθεση της ΔΕΚΑ, είχε ορίσει μία ακόμη εισαγγελική λειτουργό για την ενίσχυση του έργου και μετά την ολοκλήρωση της έρευνας ο φάκελος διαβιβάστηκε στη Βουλή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT