Ασύγγνωστη αμέλεια ή και ενδεχόμενος δόλος

Ασύγγνωστη αμέλεια ή και ενδεχόμενος δόλος

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ζήτημα της δίκης και εκτέλεσης των Εξι δεν είναι τόσο απλό όσο εμφανίζεται. Από στενά νομική σκοπιά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για παρωδία δίκης, τόσο δικονομικά όσο και ουσιαστικά. Το «έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο» δεν ήταν βέβαια κανονικό δικαστήριο. Επιπλέον, το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας μόνο «εκ προθέσεως» μπορεί να διαπραχθεί. Αλλά πρόθεση των κατηγορουμένων ούτε αποδείχθηκε ούτε μπορούσε ποτέ να αποδειχθεί. Η καταδίκη τους ήταν λοιπόν ουσιαστικά προαποφασισμένη.

Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν εξαντλούν το ζήτημα, ούτε αρκούν για την αξιολόγηση των γεγονότων και των ευθυνών. Ως πράξεις σκοπιμότητας, η δίκη και οι εκτελέσεις ασφαλώς είχαν θετικό αποτέλεσμα. Εκτόνωσαν μονομιάς την αναταραχή στον λαό και προπαντός στον στρατό, αποτρέποντας τα χειρότερα και επιτρέποντας την άμεση ανασυγκρότηση αξιόμαχης στρατιάς στον Εβρο. Μπορεί λοιπόν να υποστηριχθεί ότι η δίκη και οι εκτελέσεις υπήρξαν ιστορικά αναγκαίες. Αυτή ήταν άλλωστε και η σταθερή μεταγενέστερη θέση των βενιζελικών και του ίδιου του Βενιζέλου. Μόνο οι αδιάλλακτοι αντιβενιζελικοί ουδέποτε αναγνώρισαν αυτή την ιστορική αναγκαιότητα. Γι’ αυτούς, η εκτέλεση των Εξι παρέμεινε εσαεί «τερατώδες έγκλημα», που έμεινε ζωντανό στη συλλογική μνήμη της παράταξης και καθόρισε τη μελλοντική στάση της απέναντι σε εκείνους που θεωρούσε άμεσα υπεύθυνους.

Αν όμως η δίκη και οι εκτελέσεις ήσαν αναγκαίες ως κάθαρση μίας μοναδικής εθνικής τραγωδίας, μπορούν ίσως να επικριθούν οι οργανωτές τους επειδή δεν υπήρξαν ακόμη ειλικρινέστεροι, ακόμη ωμότεροι. Υιοθέτησαν ως νομικό φύλλο συκής το καθιερωμένο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, όπως προβλεπόταν ανέκαθεν από την ποινική νομοθεσία. Ομως αυτή η κατηγορία ήταν προφανέστατα αβάσιμη, αφού απαιτούσε πρόθεση. Στην ουσία, οι κατηγορούμενοι ήσαν υπόλογοι για προδοσία των εθνικών συμφερόντων, όχι «εκ προθέσεως», αλλά από βαρύτατη και ασυγχώρητη («ασύγγνωστη») αμέλεια και ανευθυνότητα. Κατά τη γνώμη μου, ήταν προτιμότερο να διατυπωθεί ανάλογα το κατηγορητήριο, χωρίς να εγκλωβιστεί σε παγιωμένες νομικές έννοιες, όπως η εσχάτη προδοσία. Αλλωστε, την αμέλεια και ανευθυνότητα ήσαν προορισμένες να τεκμηριώσουν οι μαρτυρικές καταθέσεις, όχι βέβαια την πρόθεση.

Για ορισμένους πάντως κατηγορουμένους και συγκεκριμένα για τον Δ. Γούναρη, τον Π. Πρωτοπαπαδάκη και τον Ν. Θεοτόκη, μπορεί να γίνει λόγος και για «ενδεχόμενο δόλο». Προτίμησαν, δηλαδή, την πορεία προς την Καταστροφή από οποιαδήποτε άλλη επιλογή που θα είχε θέσει σε κίνδυνο το κωνσταντινικό καθεστώς, οδηγώντας ενδεχομένως σε επάνοδο του Βενιζέλου. Στο θέμα αυτό, η πιο καταδικαστική μαρτυρία προέρχεται από τον Ιωάννη Μεταξά. Οταν, στις 25 και 29 Μαρτίου 1921, οι τρεις τον είχαν πιέσει (μάταια) να αναλάβει την ευθύνη της Μικρασιατικής εκστρατείας, η νοοτροπία τους τον είχε αναγκάσει να αναφωνήσει: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον, διά να μη έλθη ο Βενιζέλος;»

Τέλος, υπάρχει μία ακόμη όψη του ζητήματος. Χάρη στη δίκη και την εκτέλεση των Εξι, οι Ελληνες στρατιωτικοί ως σύνολο κατάφεραν να αποτινάξουν ουσιαστικά την ευθύνη της Καταστροφής και να την επιρρίψουν αποκλειστικά σε πολιτικούς. Το ίδιο είχαν κάνει νωρίτερα οι Γερμανοί συνάδελφοί τους για την ήττα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στις δύο περιπτώσεις, η απαλλαγή των στρατιωτικών και η ενοχοποίηση των πολιτικών υπονόμευσαν μακροπρόθεσμα τη δημοκρατία. Μεταξύ των Εξι ήταν βέβαια και ο τελευταίος αρχιστράτηγος Γ. Χατζανέστης. Από πολλές απόψεις, όμως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός του σώματος των αξιωματικών και προσφερόταν ως εξιλαστήριο θύμα, χωρίς να θίγεται το γόητρο του στρατού ως θεσμού.

Αντίθετα, ο προκάτοχός του Α. Παπούλας, μολονότι περισσότερο υπεύθυνος, κατέληξε να χρησιμεύσει ως μάρτυρας κατηγορίας! Τελικά, ενώ οι πέντε πολιτικοί και ο Γ. Χατζανέστης καταδικάστηκαν και θανατώθηκαν αμέσως, οι ευθύνες των στρατιωτικών για την Καταστροφή έμειναν να διερευνηθούν πολύ αργότερα (το 1923-24) και δεν αποδόθηκαν ποτέ. Αυτή η συγκάλυψη των καθαρά στρατιωτικών ευθυνών αποτελεί την κρυμμένη, αλλά και απεχθέστερη, όψη του ζητήματος.

* Ο κ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή