Ο Κέινς σώζει τους μονεταριστές…

Ο Κέινς σώζει τους μονεταριστές…

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H πρόσφατη οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από την κατάρρευση του χρηματιστικού και κατόπιν του τραπεζικού τομέα, έχει ήδη εξαπλωθεί και στην πραγματική οικονομία, δηλαδή στο χώρο όπου πραγματοποιείται η πραγματική παραγωγή. Η εργασία και συνεπαγόμενα η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών παρουσιάζεται ως το πρώτο θύμα αυτής της δίχως προηγούμενο κατασπατάλησης πόρων που πραγματοποιήθηκε μέσω των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών την τρέχουσα και προηγούμενη δεκαετία. Και παρότι η ίδια η εργασία είχε θυματοποιηθεί την περίοδο της οικονομικής άνθησης και ήταν ο αδύναμος κρίκος στις απειλές του επενδυτικού κεφαλαίου για μετανάστευση σε χώρες χαμηλότερου κόστους, το αίτημα της «τιμωρίας» της εργασίας επανέρχεται δριμύτερο και τώρα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Το οικονομικό παράδοξο να φταίει για όλα η εργασία, είναι το σύγχρονο ευφυολόγημα των μονεταριστών του 21ου αιώνα.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η γνωστή οικονομική κρίση της δεκαετίας του 70′, η επονομαζόμενη και ως κρίση του στασιμοπληθωρισμού, οδήγησε στην ιδεολογική κυριαρχία μιας ειδικής οικονομικής θεώρησης, τον λεγόμενο μονεταρισμό. Σε γενικές γραμμές, ο μονεταρισμός προέκυψε ως αντίδραση στην κεϊνσιανή θεωρία και στην ιδέα που αυτή εκπροσωπούσε, πως σε περιόδους ύφεσης το κράτος πρέπει να δαπανά σημαντικά κεφάλαια σε επενδύσεις και δημόσια έργα προκειμένου, μέσω της εργασίας και γενικά της αύξησης της απασχόλησης, να εισέρχεται χρήμα στην αγορά και να τονώνεται η οικονομική δραστηριότητα. Δηλαδή, η κεϊνσιανή θεωρία είχε στρέψει την προσοχή της αποκλειστικά στην αύξηση της κατανάλωσης, η οποία ονομάστηκε ενεργός ζήτηση, διότι η αύξηση της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών θα τόνωνε την προσφορά, δηλαδή την παραγωγή, δηλαδή την απασχόληση.

Ωστόσο, τη δεκαετία του ’70, η διπλή πετρελαϊκή κρίση οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση. Αποτέλεσμα αυτής της ύφεσης ήταν τα επιμέρους κράτη να δαπανούν πολύτιμους πόρους των φορολογουμένων σε δημόσιες επενδύσεις και αυξήσεις μισθών, οι οποίες όμως μεταφράζονταν σε υψηλό πληθωρισμό και υψηλή ανεργία. Σε αυτό το νέο τοπίο άδραξαν την ευκαιρία θεωρητικές προσεγγίσεις που υποστήριζαν ότι το κράτος πρέπει να στρέψει την προσοχή του αποκλειστικά στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και όχι στην τόνωση της απασχόλησης. Η εν λόγω θεώρηση υποστήριζε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των σύγχρονων οικονομιών εντοπίζεται στον υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος αποθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και συγκρατεί την ανεργία σε υψηλά επίπεδα.

Η θεώρηση του μονεταρισμού, η οποία είναι ιδεολογικά φορτισμένη και ανήκει στο συντηρητικό θεωρητικό στρατόπεδο, κατέστη ο καταστατικός χάρτης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει μοναδικό της στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και όχι τη μείωση της ανεργίας. Μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες κυριαρχίας αυτού του οιονεί οικονομικού μοντέλου, είμαστε σήμερα σε θέση να υποστηρίξουμε ότι έχει αποτύχει σε όλες τις θεμελιώδεις του παραμέτρους. Αυτή η διαπίστωση αποτελεί πλέον κοινό τόπο, ακόμα και ανάμεσα στις τάξεις των μονεταριστών, οι οποίοι σταδιακά επιστρέφουν σε κεϊνσιανές αντιλήψεις, όσον αφορά το χειρισμό της τρέχουσας κρίσης.

Σε γενικές γραμμές, έχει γίνει πλέον αντιληπτό ότι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών δεν μπορεί να γίνεται μέσω της τιμωρίας της εργασίας ενώ την ίδια στιγμή να κυριαρχεί ο φετιχισμός της ελεύθερης αγοράς. Η θεωρία του μονεταρισμού, της ρύθμισης της ποσότητας του χρήματος σε μια αγορά, προτείνει, σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, δηλαδή σε περιόδους οπότε η αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου πλήττεται από την αύξηση των τιμών, την περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος έτσι ώστε να μειωθεί η ζήτηση, δηλαδή η κατανάλωση και μέσω αυτής να συγκρατηθούν οι τιμές. Προτείνεται έτσι μια ιδιόμορφη τιμωρία αυτού που δεν ευθύνεται προκειμένου εμμέσως να τιμωρηθεί αυτός που ευθύνεται.

Ωστόσο, σήμερα φαίνεται να έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι μια τέτοια προοπτική, δηλαδή η περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την αγορά. Οι ίδιοι οι μονεταριστές δείχνουν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά τις θέσεις τους μπροστά στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Το παράδοξο όμως είναι ότι, ενώ στην κεϊνσιανή θεωρία η ενεργός ζήτηση πραγματοποιείται μέσω του κράτους, άμεσα, δηλαδή το κράτος δαπανά για δημόσια έργα, αύξηση των μισθών και διασφάλιση των ανέργων, σήμερα, η ενεργός ζήτηση διαμεσολαβείται από τις τράπεζες προκειμένου να εισέλθει στην όλη διαδικασία και ο τόκος, δηλαδή το τραπεζικό κέρδος. Το κράτος δεν δαπανά πλέον για δημόσιες επενδύσεις και αντί να αυξάνει τους μισθούς και να διασφαλίζει τους ανέργους, δηλαδή να εξασφαλίζει ένα αυξημένο επίπεδο ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά, προτρέπει τις τράπεζες να δανείζουν περισσότερο χρήμα υποθηκεύοντας μέσω του κέρδους των τραπεζών (τόκος) την αυριανή αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Αν σε αυτήν την ιδιάζουσα θεωρητική προσέγγιση προστεθούν και κάποιες τρέχουσες παραφωνίες για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, φαίνεται πως οι υποστηρικτές αυτών των αντιλήψεων συμπεριφέρονται ως μαθητευόμενοι μάγοι, αρνούμενοι να απεγκλωβιστούν από τις ιδεολογικές τους αγκυλώσεις. Η οικονομική κρίση όμως δεν υπολογίζει ιδεολογίες και συμφέροντα. Παράγει απλώς θύματα και φαίνεται πως και σ’ αυτόν τον πόλεμο η εργασία και η μικρή κατανάλωση θα πληρώσει και πάλι το βαρύτερο τίμημα.

* Διδάσκων στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και στο ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή