Οι δρόμοι του Βερολίνου κι ο «Σοφέρ»

Οι δρόμοι του Βερολίνου κι ο «Σοφέρ»

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βερολίνο, μέσα της δεκαετίας του ’80. Αργά τη νύχτα, σε ένα τραπέζι γεμάτο καπνό και ποτά, η θρυλική τραγουδίστρια Νico, που έγραψε Ιστορία και με τους Velvet Underground, πίνει παρέα με δύο Ελληνες. Ο ένας είναι ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης. Ο άλλος, ένας νεαρός γιατρός που κάνει στο Βερολίνο την ειδικότητα του ψυχιάτρου. Είναι επίσης ο άνθρωπος που αφηγήθηκε τη σκηνή: «Και η Νίκο έπιασε τον τόνο, αυτοσυγκεντρώθηκε, τα μάτια κλειστά, έπιασε και το ντέρτι και μας τραγούδησε «γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι». Στα ελληνικά, όλο. Κρατούσε τον ρυθμό του ζεϊμπέκικου με το πόδι, η φωνή χαμηλή, να μην ακούν οι γείτονες. «Σπετσιάλ» για μας».

Ο Πέτρος Αυλίδης -αυτό είναι το όνομα του νεαρού, μαθητευόμενου τότε ψυχιάτρου- καταγράφει το γεγονός στο βιβλίο του «Σοφέρ», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Χρονικό ή αλλιώς non-fiction novel, το βιβλίο είναι μια γλαφυρή, σχεδόν κινηματογραφική, αποτύπωση μιας εμβληματικής πόλης η οποία ζει την τελευταία δεκαετία της υπό τη σκιά του Τείχους.

Πρώτο μέρος

Ηταν στα 1980 όταν ο 25χρονος Πέτρος Αυλίδης βρέθηκε στην καρδιά της Ευρώπης, όχι απλώς για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική και να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, αλλά για να βρει εκεί μια δεύτερη πατρίδα. Ετσι κι έγινε. Σήμερα, ο Π. Αυλίδης, απαλλαγμένος από το φορτίο του βιοπορισμού, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Βερολίνο και τη Φολέγανδρο, με κάποια διαλείμματα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (τη γενέθλια πόλη).

Συναντήσαμε τον συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Γαβριηλίδης, ένα βροχερό μεσημέρι, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Οπως μας είπε, αυτή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του «Σοφέρ» θα είναι το πρώτο από τρία βιβλία, όπου πρωταγωνιστής δεν είναι τόσο ο αφηγητής και όσοι τον περιστοιχίζουν αλλά το ίδιο το Βερολίνο. «Το πρώτο μέρος», μας εξήγησε, «ξεκινάει το 1980, όταν φτάνω στο Βερολίνο, και ολοκληρώνεται τη νύχτα της πτώσης του Τείχους. Το δεύτερο μέρος θα καλύψει τη δεκαετία του ’90 και την περίοδο που εργάστηκα εκτός του γερμανικού Δημοσίου, έχοντας το δικό μου ιατρείο. Το τρίτο μέρος θα ξεκινήσει από τα 1998 περίπου και θα φτάσει ώς το σήμερα». Μέσα από αυτή την άτυπη (;) τριλογία, ο συγγραφέας αποδίδει τις προσωπικές του μεταμορφώσεις καθώς και της πόλης που τον φιλοξένησε.

Πτώση του Τείχους

Κορυφαία στιγμή σε αυτή τη σειρά των αλλαγών, η νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1989, όταν πέφτει το Τείχος. «Εως και μία εβδομάδα πριν», λέει ο Π. Αυλίδης, «λέγαμε ότι θα χρειαστούν δέκα με δεκαπέντε χρόνια για να πέσει το Τείχος. Εκείνο το καλοκαίρι, οι Ανατολικοί είχαν αρχίσει να πηγαίνουν διακοπές στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία με πρόθεση να φύγουν στη Δύση. Αλλά ποτέ δεν πιστέψαμε ότι το Τείχος θα κατέρρεε έπειτα από μία εβδομάδα».

Οπως γράφει στο βιβλίο: «Πέφτω στις ειδήσεις των εφτά… Προς το τέλος εμφανίζεται ξαφνικά ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών. Αυτοπροσώπως. Βγάζει ένα χαρτί απ’ την τσέπη, βάζει τα γυαλιά και μας το διαβάζει. Σοβαρός. «…Από αμέσως, επιτρέπεται η διέλευση των πολιτών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς Δυτική Γερμανία και Δυτικό Βερολίνο με την απλή επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου…», μου φαίνεται πως ακούω. Δεν έχει ριπλέι. Ο Σαμπόφσκι τα λέει, βγάζει τα γυαλιά του, διπλώνει το χαρτί και φεύγει. Η εκφωνήτρια σύξυλη».

«Λίγο αργότερα», μας αφηγήθηκε διά ζώσης ο συγγραφέας, «βλέπαμε τους Ανατολικούς να περνάνε από τα διάφορα check points ομαδόν και να κοιτάνε σαν παιδιά τον καινούργιο κόσμο. Το συγκινητικό είναι ότι πίστευαν ότι έπρεπε να πάνε στη δυτική πλευρά καλοντυμένοι, με παπιγιόν και τουαλέτες, σοσιαλιστικής αισθητικής βέβαια».

Το στέκι της Φώφης

Ολ’ αυτά βέβαια αφορούν το φινάλε του «Σοφέρ». Μέχρι να φτάσουμε εκεί, έχουν μεσολαβήσει ένα σωρό επεισόδια από το ψυχροπολεμικό Δυτικό Βερολίνο. Μια ωραία ζωή – όχι εύκολη, αλλά σίγουρα συναρπαστική, με πυρήνα το περίφημο «Εστιατόριο» ή αλλιώς το «Fofis», το εστιατόριο, καφέ, μπαρ της Φώφης, της συζύγου του Ακριθάκη, και βέβαια τον ίδιο τον ζωγράφο – και με τον συγγραφέα να εκτελεί χρέη σοφέρ, έχοντάς τον στο πλάι του. ««Τα φανάρια κοίτα»», του λέει κάποια στιγμή ο Ακριθάκης. «Τα κοιτάω. «…Τα σχεδίασε ο Σπερ»… Κοιτάω τον Ακριθάκη. «Εδώ είμαστε Κάιζερ-νταμ»… Οι λωρίδες φαρδιές, τέσσερις σε κάθε μεριά. «Ο αρχιτέκτονας του Χίτλερ», εξηγεί». Και αλλού: «Ο Ακριθάκης ήταν σαράντα ενός ετών τότε. Δεν ζωγράφιζε, έψαχνε ατελιέ, μάλωνε τηλεφωνικά με τον Ιόλα για διάφορα, έκανε διάλειμμα απ’ τα χόμπι του και έπινε. Κι επειδή η πόλη ήταν από τότε φουλ στο αλκοόλ-κοντρόλ, έψαχνε για σοφέρ κάποιον στεγνό. Νυχτερινό ωράριο. Είχε και αϋπνίες».

«Δεν ήταν εύκολος τύπος», λέει σήμερα ο Π. Αυλίδης. «Ιδιόρρυθμος, αυτοκαταστροφικός θα έλεγα. Του έβγαινε μια σκληράδα απέναντι στον εαυτό του. Αλλά είχαμε πολλές ωραίες στιγμές μαζί του. Εκ των υστέρων τα λέω αυτά, εγώ τότε ήμουν 25άρης και ήταν μεγάλη τύχη να τον έχω παρέα. Είδα την πόλη με τα μάτια του. Οσο για το μαγαζί της Φώφης, ήταν ένα στέκι, όχι όμως και τόσο για τους άλλους Ελληνες. Είχε ξεφύγει από το κλισέ της ελληνικής ταβέρνας κι είχε γίνει κοσμοπολίτικο. Ετρωγες πλάι στους Χανς Ντίντριχ Γκένσερ, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Τζον Κασσαβέτη, Ρόμπερτ ντε Νίρο, Φον Κάραγιαν, Βιμ Βέντερς, Μπρούνο Γκαντς, Φασμπίντερ. Η Φώφη είχε στο μαγαζί της έναν πίνακα του Φράνσις Μπέικον. Ο ίδιος τής τον είχε κάνει δώρο».

Καταφύγιο για όλες τις μειονότητες

Ο Πέτρος Αυλίδης λέει ότι το Βερολίνο ήταν πάντοτε καταφύγιο για μειονότητες παντός είδους «και οι καλλιτέχνες, πριν γίνουν διάσημοι, είναι μειονότητα. Στο Βερολίνο βρίσκουν ιδανικές συνθήκες να ζήσουν και να δουλέψουν διότι είναι η φθηνότερη μεγαλούπολη που ξέρω. Πολλά άλλαξαν με την πτώση του Τείχους, αυτό όμως όχι. Τότε, το Τείχος ήταν σύμβολο καταστολής μα κι ελευθερίας: μας άφηναν εκεί να κάνουμε ό, τι θέλουμε. Το βαθύ κράτος ήταν πολύ μακριά, δίπλα μας ήταν το αντίπαλον δέος, ήμασταν έγκλειστοι στο Τείχος αλλά ελεύθεροι να κάνουμε ό, τι θέλουμε. Η δυτικογερμανική κυβέρνηση πριμοδοτούσε όσους πήγαιναν να ζήσουν στο Βερολίνο: λιγότεροι φόροι, επιχορηγήσεις, απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία, ενώ τα μπαρ και τα εστιατόρια δεν είχαν κάποιο όριο να κλείσουν τη νύχτα, όπως σε όλη τη Γερμανία, μένουν ακόμα ανοιχτά ώς το πρωί αν θέλουν. Αλλά τότε οι Γερμανοί απέφευγαν το Βερολίνο. Υπήρχε ένας διαρκής φόβος ότι όποτε θέλουν οι Σοβιετικοί μπαίνουν μέσα. Αυτά όλα άλλαξαν μετά το 1990, ωστόσο παραμένει μια χρεωμένη πόλη, εξακολουθώντας να δίνει ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους. Γίνονται συνέχεια πράγματα καλλιτεχνικά, από γελοία έως πολύ σημαντικά. Να σκεφτείτε, μέχρι και στο θέμα του καπνίσματος υπάρχει μια κάποια χαλαρότητα ακόμα και στα καλά εστιατόρια. Το Βερολίνο είναι άλλη κατάσταση απ’ την υπόλοιπη Γερμανία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή