Οι «επανορθώσεις» που δεν έγιναν

Οι «επανορθώσεις» που δεν έγιναν

8' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και την όξυνση των σχέσεων Ελλάδας – Γερμανίας επανήλθε στο προσκήνιο το ζήτημα των αποζημιώσεων της Κατοχής, τόσο από επώνυμους πολιτικούς όσο και από τον ανώνυμο πολίτη. Πολύ πρόσφατα, ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας έδωσε την εντολή σύστασης επιτροπής διερεύνησης αυτής της υπόθεσης, επικαλούμενος τη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1946. Εκεί υποτίθεται ότι αποφασίστηκε το συνολικό ποσό των γερμανικών επανορθώσεων προς την Ελλάδα: 7,5 δισ. δολάρια, εκ των οποίων μόλις τα 100 εκατ. αποπληρώθηκαν. Η επιτροπή αναμένεται να καταλήξει σε πόρισμα περί τα τέλη της χρονιάς.

Πρόκειται ωστόσο για μια πολύ πιο σύνθετη ιστορία. Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, πολιτογραφημένος Ελληνας από το 1985, με πολύχρονες έρευνες στο συγκεκριμένο ζήτημα, θεωρεί ότι η κίνηση Σταϊκούρα ήταν απόρροια εσωτερικών πιέσεων και δεν θα φέρει σπουδαία αποτελέσματα. Το υποτιθέμενο νέο «ατού», τους 17 τόμους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τούς είχε ο ίδιος ερευνήσει (και αξιοποιήσει σε δημοσίευση) ήδη πριν από μια δεκαετία. «Περιέχουν στοιχεία για τους σχεδόν 97.000 «δικαιούχους» που έλαβαν «μερίδιο» από τα 115 εκατ. μάρκα που πλήρωσαν οι Γερμανοί το 1961 για ατομικές αποζημιώσεις. Το πολύ, να βρουν πράγματα που συμφέρουν τη Γερμανία, όχι εμάς».

Δεν επιδικάστηκε τίποτα

Ο Φλάισερ δίνει έμφαση στην ορολογία: ξεχωρίζει ατομικές «αποζημιώσεις» (δεινοπαθούντων ή των κληρονόμων τους) από «επανορθώσεις» (διακρατικές). Ηδη πάντως από τη Διάσκεψη της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) το ζήτημα των επανορθώσεων είχε περιληφθεί σε ειδικό εδάφιο της διασυμμαχικής διακήρυξης. Ωστόσο, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις δεν κατέληξαν σε ένα συνολικό ποσό, παρότι η σοβιετική πλευρά είχε προτείνει 20 δισ. δολάρια (αξίας του 1938).

Στη Διάσκεψη του Πότσνταμ (Ιούλιος – Αύγουστος 1945), οι αμερικανικές και βρετανικές αντιπροσωπείες προέτασσαν την αποπληρωμή της αμερικανικής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γερμανία, καθώς και την καταβολή των εξόδων κατοχής έναντι οποιασδήποτε άλλης αξίωσης κατά της Γερμανίας εκ μέρους τρίτων. Οι Σοβιετικοί επανέλαβαν την πρόταση ενός συνολικού ποσού επανορθώσεων, κατεβάζοντας την οροφή στα 12 δισ. δολάρια, από τα οποία το μισό θα ελάμβαναν η ΕΣΣΔ και η Πολωνία και το άλλο μισό όλα τα υπόλοιπα συμμαχικά κράτη, ακόμη και όσα δεν είχαν τελέσει υπό κατοχή. Ο Γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ μάς υπενθυμίζει ότι πάντοτε ο ηττημένος πλήρωνε τον νικητή. «Το 1897, η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει 4 εκατ. χρυσές λίρες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε όμως, ουσιαστικά, γίνονταν πόλεμοι μεταξύ μοναρχιών. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το άλλαξε αυτό: οι πόλεμοι διεξάγονταν πλέον από τους λαούς, τους κληρωτούς, στους οποίους οι ηγέτες τους υπόσχονταν ότι ο εχθρός θα πλήρωνε στο τέλος. Το 1918 στο Παρίσι ακουγόταν το σύνθημα «Η Γερμανία θα πληρώσει τα πάντα», και αυτό συμφωνήθηκε στις Βερσαλλίες». Οντως επιβλήθηκαν εξοντωτικοί όροι στη Γερμανία, γεγονός που τελικά γύρισε μπούμερανγκ: μετά το Κραχ του 1929, η Γερμανία δεν μπορούσε να πληρώνει και τελικώς η όλη οικονομική κατάρρευση έφερε τον Χίτλερ και έναν ακόμα πόλεμο.

Το 1945, το παράδειγμα των Βερσαλλιών λειτούργησε αποτρεπτικά. Η Γερμανία είχε προκαλέσει τόση καταστροφή που ήταν πρακτικά αδύνατον να πληρώσει το αντίστοιχο ποσό. Οι Σύμμαχοι δεν ήθελαν ένα κράτος παρία στην καρδιά της Ευρώπης, από τη βιομηχανία της οποίας κρέμονταν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Επιπροσθέτως, ο Ψυχρός Πόλεμος έκανε τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία να επιθυμούν μια ισχυρή Δυτική Γερμανία στα σύνορα με το σοβιετικό μπλοκ.

Στα τέλη του ’45, στη συνδιάσκεψη του Παρισιού, το «παζάρι» περιστρεφόταν γύρω από ποσοστά που η κάθε χώρα θα ελάμβανε από τη δεξαμενή των επανορθώσεων. Ο στατιστικός πίνακας των αμερικανικών υπηρεσιών στην κατηγορία «Υλικές ζημιές» κατέγραψε για την Ελλάδα μόνον το 1% των συνολικών ζημιών της Συμμαχίας, ενώ στη στήλη «Εξοδα πολέμου» το ελληνικό ποσοστό ανήλθε σε μόλις 0,1%. Τελικά «παραχωρήθηκε» στην Ελλάδα, ένα υψηλότερο ποσοστό, ενώ το νούμερο των 7,181 εκατ. δολαρίων, που ύστερα από εναλλαγή αυξομειώσεων έγινε δεκτό ως «εκτίμηση των ελληνικών ζημιών» της Κατοχής, είχε μόνο θεωρητική σημασία. Ούτε στην Ελλάδα, ούτε σε άλλη συμμαχική χώρα «δεν επιδικάστηκε ποτέ κανένα ποσό» υπογραμμίζει ο Φλάισερ, διαψεύδοντας τους αστήρικτους ισχυρισμούς που κυκλοφορούν. Αλλωστε η Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων (IARA) μοίραζε με τους δικούς της (υποτιμημένους) υπολογισμούς στα 18 δικαιούχα κράτη (εκτός ΕΣΣΔ και Πολωνίας) αγαθά που αντιστοιχούσαν σε 529 εκατ. δολάρια – μικρό κλάσμα από τα τριψήφια ποσά δισεκατομμυρίων που είχαν αξιώσει τα κράτη αυτά ως «επανόρθωση». Από αυτά, σύμφωνα πάλι με την IARA, η Ελλάδα έλαβε σε είδος περίπου 25 εκατ. δολάρια.

«Λουκούμι» ο Εμφύλιος

Εφόσον οι Αγγλοαμερικανοί είχαν αποκλείσει πληρωμή επανορθώσεων σε χρήμα ή από τρέχουσα παραγωγή, μοναδικές πηγές παρέμειναν οι γερμανικές περιουσίες στο εξωτερικό και η αφαίρεση «περισσευούμενου» βιομηχανικού υλικού από το Ράιχ («ντεμοντάζ»). Ετσι, η Αθήνα κινήθηκε προς τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας, αλλά οι Αμερικανοί αποφάνθηκαν πως η Ελλάδα δεν είχε την απαραίτητη τεχνογνωσία. Επιπλέον, από το 1947 και έπειτα, με την προϊούσα όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, δεν ήθελαν να αποδυναμώσουν σε όφελος τρίτων το δυτικογερμανικό προγεφύρωμα στο οποίο ήδη επένδυαν μεγάλα ποσά «Ελεγαν: Δεν θα ταΐζουμε την αγελάδα που αρμέγουν άλλοι», σχολιάζει ο Φλάισερ.

Μια άλλη παράμετρος στην όλη υπόθεση ήταν ο ελληνικός εμφύλιος. «Ο εμφύλιος ήταν λουκούμι για τους Γερμανούς», τονίζει ο Φλάισερ. «Το διαβάζουμε σε γερμανικές αναφορές της εποχής: «Ευτυχώς μεσολάβησε ο Εμφύλιος και τα εγκλήματα των κομμουνιστών επικάλυψαν γεγονότα και μνήμες της Κατοχής»».

Από την Ιταλία και τη Βουλγαρία

Με τους εταίρους της ναζιστικής Γερμανίας υπογράφηκαν συνθήκες ειρήνης και καθορίστηκαν συγκεκριμένα ποσά για επανορθώσεις: στην περίπτωση της Ιταλίας 105 εκατ. δολάρια, ποσό που αργότερα έπεσε στα 100,8 εκατ. Δόθηκαν 15 εκατομμύρια και από εκεί και πέρα οι αποζημιώσεις δόθηκαν σε είδος. Το 1953 υπογράφηκε ένα σύμφωνο ατομικών αποζημιώσεων: οι Ιταλοί υποχρεώνονταν να καταβάλουν το ποσό των 3 δισ. λιρών (4,8 εκατ. δολάρια) σε 3.000 Ελληνες δικαιούχους των Δωδεκανήσων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η Ιταλία παρέδωσε περαιτέρω κεφαλαιουχικά αγαθά, όμως σύμφωνα με ελληνικά στοιχεία, ένα τμήμα της συμφωνημένης αποζημίωσης παραμένει ανεξόφλητο. Οι κατά καιρούς ισχυρισμοί πως πλήρωσαν το «μερίδιό» τους από το κατοχικό δάνειο δεν ευσταθούν. Από τα 985 εκατ. δολάρια που η Ελλάδα είχε ζητήσει για επανορθώσεις από τη Βουλγαρία στη Διάσκεψη Ειρήνης του 1947, της επιδικάστηκαν μόνο 45 εκατ. Η Σόφια αρνούνταν οποιαδήποτε πληρωμή αν δεν συνυπολογίζονταν προηγουμένως οι δικές της -πραγματικές ή υποθετικές- διεκδικήσεις από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τελικώς, με το Σύμφωνο της 9ης Ιουλίου 1964, η Σόφια δεσμεύθηκε στην καταβολή μόνον 7 εκατ. δολαρίων σε είδος.

Σύμφωνο του Λονδίνου, 1953

Από το μπλεγμένο κουβάρι των επανορθώσεων ξεχωρίζει ως γεγονός-σταθμός το Σύμφωνο του Λονδίνου (1953). Εκεί αποφασίστηκε τεράστιο «haircut», δηλαδή να καλυφθούν από τη Δυτική Γερμανία -εν μέρει- μόνον τα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά της χρέη, κυρίως προς τις μεγάλες δυνάμεις. Υποστηρίχθηκε πως η ενιαία Γερμανία που είχε προκαλέσει τις τρομερές ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε εκλείψει, οπότε, έως ότου ενωθούν οι δύο Γερμανίες, δεν τίθεται ζήτημα συζήτησης περί επανορθώσεων.

«Φυσικά, το 1989-90 το ζήτημα προέκυψε εκ νέου», σχολιάζει ο Χ. Φλάισερ. «Πλην όμως, παρακάμφθηκε «νομότυπα» με το να μην υπογραφεί επίσημη συνθήκη ειρήνης με όλα τα συμμαχικά κράτη, αλλά ένα υποκατάστατο ανάμεσα στις δύο Γερμανίες και τις τέσσερις «μεγάλες» δυνάμεις. Σε αντάλλαγμα, ο Κολ αναλάμβανε τα τεράστια έξοδα της μεταφοράς και της εγκατάστασης των σοβιετικών στρατευμάτων από την Ανατολική Γερμανία προς τη Ρωσία».

Μετά το 1953, οι Γερμανοί είχαν λοιπόν ένα επιχείρημα: το Λονδίνο δεν μας επιτρέπει να δώσουμε επανορθώσεις. Ουσιαστικά, μόνο η Γιουγκοσλαβία εξαιρέθηκε άτυπα από αυτόν τον κανόνα, όταν έλαβε αντί επανορθώσεων δάνειο από τη Δυτική Γερμανία με όρους αποπληρωμής σε 99 χρόνια – δηλαδή στις ελληνικές καλένδες. Η Ελλάδα παραπονιόταν πως δεν είχε τέτοια μεταχείριση. Τότε, τον Νοέμβριο του ’58, στη Βόννη, ο Αντενάουερ ενέκρινε στον Καραμανλή δάνειο 200 εκατ. μάρκων με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για την Ελλάδα. Ως αντάλλαγμα, ο Καραμανλής δεσμεύτηκε για μια νομοθετική ρύθμιση που θα αμνήστευε ντε φάκτο όσους Γερμανούς είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά την Κατοχή, ενώ θα αποφυλακιζόταν ο Μαξ Μέρτεν, ο μόνος που κρατούνταν ήδη ως εγκληματίας πολέμου. Ωστόσο, κατά τον Φλάισερ, που βρήκε πολλά νέα στοιχεία για την υπόθεση αυτή, «δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί (και της γερμανικής πλευράς) πως ο Καραμανλής είχε παραιτηθεί και από τις πολεμικές αποζημιώσεις. Μόνον ο Ανδρέας Παπανδρέου, επί πρωθυπουργίας του πατέρα του, σε μια επίσκεψη στη Βόννη βολιδοσκόπησε τους Γερμανούς αν θα ήθελαν να «ανταλλάξουν» την υποχρέωση να επιστρέψουν το κατοχικό δάνειο χορηγώντας ένα εξαιρετικά συμφέρον δάνειο τύπου Γιουγκοσλαβίας. Οι Γερμανοί δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία τότε να ξεμπερδέψουν…».

Η κυβέρνηση Καραμανλή έλαβε το 1961 τα ήδη αναφερθέντα 115 εκατ. μάρκα από τη Βόννη για Ελληνες που «υπέστησαν διωγμούς διά λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία». Μοναδική πηγή για την εφαρμογή των κριτηρίων διανομής στους τελικά 96.880 «δικαιούχους» είναι -κατά τον Φλάισερ- οι 17 τόμοι με 5.365 σελίδες στα άδυτα του ΓΛΚ. Ο σχετικός νόμος αρχικά προέβλεπε πως η ανώτατη αποζημίωση θα ανερχόταν στο ποσό των 70.000 δραχμών για το πολύ δύο νεκρούς, μα το απόθεμα έφτανε να καλύψει μόνο το 59% της προβλεπόμενης αποζημίωσης.

Το αναγνωρισμένο κατοχικό δάνειο

Τελείως διαφορετική ιστορία είναι το κατοχικό δάνειο. Βάσει διεθνούς συνθήκης στη Χάγη, το 1908, μια χώρα που τελεί υπό κατοχή είναι υποχρεωμένη να πληρώνει για τη συντήρηση του κατοχικού στρατού. Αυτό συνέβη και με την κατεχόμενη Ελλάδα. Μόνο που οι Γερμανοί ερμήνευσαν τη συνθήκη πολύ ελαστικά: η κατεχόμενη Ελλάδα ενίσχυσε μέχρι και τις επιχειρήσεις του Ρόμελ στη Β. Αφρική, ενώ πλήρωσε και τη μεταφορά των 60.000 Ελλήνων Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Οι ίδιοι οι κατακτητές συνειδητοποίησαν πως έτσι τα δημοσιονομικά της Ελλάδας κινδύνευαν να τιναχτούν «πρόωρα» στον αέρα. Στο γερμανοϊταλικό «Εμπιστευτικό Πρωτόκολλο» της Ρώμης, που υπογράφηκε από Γερμανούς και Ιταλούς, στις 14 Μαρτίου του 1942, ορίστηκε οροφή για τα έξοδα κατοχής, ενώ τα περαιτέρω «εκάστοτε αναγκαία ποσά» θα κατέβαλλε η Τράπεζα της Ελλάδας ως μηνιαία «δανειακή» προς τις ιταλογερμανικές αρχές. Αυτή ήταν μια ρητή δέσμευση απέναντι στο ελληνικό Δημόσιο.

Οι Γερμανοί ήδη από το 1943, άρχισαν (παράλληλα με την είσπραξη νέων δανειοληπτικών ποσών) την αποπληρωμή των παλαιοτέρων σε μηνιαίες δόσεις. Η τελευταία από αυτές, ύψους 300 τρισ. (πληθωριστικών) δραχμών, καταβλήθηκε έξι μέρες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ από την Αθήνα. Λίγες εβδομάδες πριν από την οριστική κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας, εμπειρογνώμονες υπολόγιζαν το «χρέος του Ράιχ απέναντι στην Ελλάδα» σε 476 εκατ. μάρκα! «Με σημερινή αξία περίπου 6-7 δισ. ευρώ – άτοκα. Αν συμπεριλάβουμε τους τόκους, θα περάσουμε ακόμα και τα 100 δισ.» λέει ο Χ. Φλάισερ.

Αν η Ελλάδα έχει σήμερα κάποιες πιθανότητες να λάβει κάποια χρήματα από τη Γερμανία εξαιτίας της ναζιστικής κατοχής, αυτό είναι χάρη στο κατοχικό δάνειο που έχει αναγνωριστεί έμπρακτα από τις ναζιστικές αρχές. Κατά τον Χ. Φλάισερ: «Πρέπει να πιεστεί η Γερμανία -και σε διεθνή φόρουμ- να καθίσει επ’ αυτού στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό όμως είναι το πιο δύσκολο: να τους καταφέρουμε να το συζητήσουν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή