Ισπανία – Ελλάδα: η ανεργία για τους «εντός» και «εκτός» συστήματος

Ισπανία – Ελλάδα: η ανεργία για τους «εντός» και «εκτός» συστήματος

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ελλάδα και η Ισπανία επιδίδονται τους τελευταίους μήνες σε έναν ζοφερό ανταγωνισμό για την πανευρωπαϊκή πρωτιά στην ανεργία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου, η χώρα μας πήρε το προβάδισμα σε αυτή την κούρσα προς τα Τάρταρα, με 26% έναντι 25,8%. Τα στοιχεία Οκτωβρίου της Eurostat ωστόσο επανέφεραν τους Ισπανούς στην πρώτη θέση, με 26,2%. Η ανεργία των νέων (15-24 ετών) ξεπερνά πάντως και στις δύο χώρες το 50%.

Το βασικότερο κοινό της αγοράς εργασίας των δύο οικονομιών είναι ότι προσομοιάζουν στο μοντέλο των εντός και εκτός συστήματος (insider-outsider), κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι οι «εκτός» είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας όσον αφορά το δικαίωμα στην εργασία: σε περιόδους άνθησης, βρίσκουν δουλειά, αφού πρώτα οι «εντός» έχουν αυξήσει τις αποδοχές τους· σε περιόδους ύφεσης, χάνουν τις δουλειές τους πρώτοι. Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση είναι μεγαλύτερη ανεργία για τους «εκτός».

Στην Ισπανία, ο μηχανισμός μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ο δυαδισμός στην αγορά εργασίας είναι ο διαχωρισμός των εργαζομένων σε αυτούς που έχουν συμβάσεις αορίστου χρόνου και σε αυτούς που έχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου (προσωρινές). Οσο νεότερη είναι μια ηλικιακή ομάδα εργαζομένων τόσο μεγαλύτερο ποσοστό συμβασιούχων ορισμένου χρόνου διαθέτει. Η Ισπανία διαθέτει σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (25% του συνόλου, έναντι μέσου όρου 14% στην Ε.Ε., ενώ το 2006 είχε φτάσει το 35%). Καθώς μπορούν να απολύονται με το πέρας των συμβάσεών τους χωρίς κόστος (δεν έχουν δικαίωμα αποζημίωσης), σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας οι επιχειρήσεις τούς ξεφορτώνονται μαζικά. Αντιθέτως, το κόστος απόλυσης ενός εργαζομένου αορίστου χρόνου ήταν μέχρι πριν από την κρίση απαγορευτικό, ενώ, ως πολυετή μέλη μιας επιχείρησης, οι εργαζόμενοι ήταν πιο πολύτιμοι για τους εργοδότες τους και η τύχη τους ενδιέφερε περισσότερο τα συνδικάτα σε σχέση με τους «περαστικούς» υπαλλήλους ορισμένου χρόνου.

Ετσι, σε περιόδους κρίσης, η ανεργία εκτοξευόταν στην Ισπανία (17% το 1985, 19% το 1994, 26% σήμερα), καθώς οι «εκτός» του συστήματος έχαναν κατά συρροή τις δουλειές τους, για να επαναπροσληφθούν όταν ερχόταν η ανάκαμψη. Οπως σημειώνουν οι Ισπανοί οικονομολόγοι Σάμουελ Μπεντολίλα, Χουάν Ντολάδο και Χουάν Χιμένο («Reforming aInsider-Outsider Labour Market: The Spanish Experience», IZA DiscussioPaper), μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2008 και του δεύτερου τριμήνου του 2011 χάθηκαν 650.000 θέσεις εργασίας εργαζομένων ορισμένου χρόνου, το 60% του συνόλου τέτοιων θέσεων που υπήρχαν.

Αντιστοίχως, στην Ελλάδα υπήρχαν ουσιωδώς διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων. Οπως σημειώνει ο Μάνος Ματσαγγάνης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών («The Welfare State and the Crisis: The Case of Greece», Journal of EuropeaSocial Policy), οι αρχετυπικοί «insiders» είναι το περίπου 1 εκατομμύριο άτομα που εργάζονται στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και -σε κάποιο βαθμό- στις πρώην κρατικές τράπεζες, ενώ οι «εκτός» είναι άτομα με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή με μερική απασχόληση, αδήλωτοι εργαζόμενοι (ειδικά μετανάστες), γυναίκες και νέοι που επιχειρούν να (επαν)εισέλθουν στην αγορά εργασίας, οι μακροχρόνια άνεργοι κ.ά. Σύμφωνα με τον κ. Ματσαγγάνη, ανάμεσά τους υπήρχαν, προ κρίσης, οι λεγόμενοι «midsiders» – εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερο γενναιόδωρες παροχές από τους «εντός», αλλά λιγότερο εκτεθειμένοι στις ορέξεις της εργοδοσίας από τους «εκτός». Το χάσμα μεταξύ των εντός του συστήματος και των υπόλοιπων εργαζομένων ήταν μάλλον πιο απροσπέλαστο στη χώρα μας σε σχέση με την Ισπανία. «Στην ελληνική περίπτωση, οι βαθιά εντός του συστήματος, όπως οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, δεν είναι ρετιρέ στην ίδια γειτονιά με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Ανήκουν σε άλλη γειτονιά», σημειώνει στην «Κ» ο Χρήστος Ιωάννου, οικονομολόγος με πολυετή ενασχόληση με τα οικονομικά της εργασίας και στέλεχος του ΟΜΕΔ. Λόγω των θεσμικών τειχών που υπήρχαν μεταξύ δημόσιων (ή πρώην δημόσιων) και ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως εξηγεί, όσο και να αυξανόταν η ανεργία στον ιδιωτικό τομέα, δεν θα επηρεαζόταν η ασφάλεια και οι όροι απασχόλησης στις πρώτες.

Στα πρώτα χρόνια της Ευρωζώνης, τόσο η Ισπανία όσο και η Ελλάδα αναπτύχθηκαν με εντυπωσιακούς ρυθμούς, εκμεταλλευόμενες τη μείωση του κόστους δανεισμού σε όλα τα επίπεδα. Στην Ισπανία, η ατμομηχανή της ανάπτυξης ήταν ο κλάδος των ακινήτων που, χάρη στην ανεξέλεγκτη παροχή ρευστότητας από τις τράπεζες, προσέφερε θέσεις εργασίας σε τεράστιο αριθμό Ισπανών, οδηγώντας τον δείκτη της ανεργίας στις αρχές του 2008 στο 8%, το χαμηλότερό του επίπεδο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Στη χώρα μας, ο ιός του υπερδανεισμού έπληξε κυρίως την κυβέρνηση, αν και μετά την απελευθέρωση της λιανικής τραπεζικής, οι ιδιώτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Με οδηγό τη δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση, η ανεργία στην Ελλάδα μειώθηκε στα μέσα του 2008 στο 7,3%, επίσης -όπως και στην Ισπανία- στο ναδίρ σχεδόν 30 ετών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή